Του Ανδρέα Κυράνη*
Πού στηρίζεται η «απεγνωσμένη αισιοδοξία» μας για την ευόδωση ενός τέτοιου εγχειρήματος, σε αυτή την πολύ δύσκολη τοπική και διεθνή συγκυρία;
Στη ρεαλιστική δυνατότητα συναίσθησης, αφύπνισης και σύνθεσης δύο υπαρκτών δυναμικών πεδίων που συνιστούν ταυτοτικά χαρακτηριστικά του λαού και του τόπου μας. Το πρώτο είναι το πεδίο του ιστορικού τεχνικού μας πολιτισμού και το δεύτερο είναι εκείνο της δυναμικής παρουσίας της νεότερης γενιάς της χώρας σε όλα τα πεπραγμένα του σύγχρονου ψηφιακού κόσμου. Το ύψιστο ζητούμενο της συγκυρίας είναι η συμφιλίωση και σύνθεση αυτών των δυο αντιθετικών μεταξύ τους κόσμων στην κατεύθυνση της συγκρότησης μιας εναλλακτικής παραγωγικής πραγματικότητας, ικανής να ανατρέψει μια κυρίαρχη, σήμερα, παρασιτική συνθήκη.
Ένα εθνικό σχέδιο εφαρμογής για την επίλυση αυτού του ζητήματος είναι το μόνο που διατυπώνει μια δική μας συγκροτημένη, εναλλακτική παραγωγική πρόταση προς τη διεθνή κοινότητα -και την Ευρώπη αν θέλετε- με όρους αμοιβαίας ωφέλειας. Ένα διαπραγματευτικό χαρτί με όρους αμοιβαιότητας, δηλαδή. Την ίδια στιγμή που αδυνατεί σαν μοντέλο να καλύψει ολοκληρωτικά το σύνολο μιας παραγωγικής πραγματικότητας, προσδιορίζει με σαφήνεια ένα από τα ελάχιστα παραγωγικά πεδία που θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε κάλλιστα με απολύτως ενδογενείς όρους. Η Ελλάδα, στο πλαίσιο μιας τέτοιας πρότασης θα μπορούσε να είναι το εκκολαπτήριο καινοτομικών τρόπων παραγωγικής συγκρότησης με διεθνή αξία εφαρμογής. Δυστυχώς, σε αυτό το σημείο είμαστε ακόμη πάρα πολύ πίσω από τις πραγματικές ανάγκες της συγκυρίας.
Ο μόνος πραγματικός τόπος όπου μπορούμε να αντιληφτούμε, πρακτικά, τη δυνατότητα σύνθεσης αυτών των δυο κόσμων, είναι η διαδικασία γέννησης ενός προϊόντος εναλλακτικού στο κυρίαρχο. Ξεκινώ να μιλώ περιστρεφόμενος γύρω από μια σημασία, αυτήν του προϊόντος, με όρους δηλαδή «αγοράς», μια και αυτή η σημασία συμπυκνώνει το εμπράγματο καταστάλαγμα μυριάδων σχέσεων αλληλεξάρτησης, σχέσεων παραγωγής ή εξουσίας, αν θέλετε.
Το να τολμάς να μιλάς για προϊόν εναλλακτικό στο κυρίαρχο, εναλλακτικό στο μαζικό βιομηχανικό των καιρών μας, δηλαδή, σημαίνει ότι βλέπεις και πιστεύεις από τη γνώση και την εμπειρία σου, ότι είναι κάτι το εφικτό, βλέπεις δηλαδή εφικτή στις σημερινές συνθήκες τη συγκρότηση σχέσεων εναλλακτικών στις κυρίαρχες.
Πιστεύοντας, λοιπόν, ακράδαντα σε μια τέτοια δυνατότητα, ερχόμαστε να διατυπώσουμε, εδώ, σκέψεις για τις πρωτοβουλίες που θα έπρεπε να ληφθούν προκειμένου αυτή η δυνατότητα να μετεξελιχτεί σε ακμαία πραγματικότητα. Οι πρωτοβουλίες αφορούν τόσο τη σφαίρα της σκέψης και της θεωρίας όσο και τη σφαίρα της πρακτικής. Πρόκειται για ένα ζήτημα και ένα πρόταγμα, κατ’ εξοχήν πολιτικό, με την πιο πλούσια σημασία της λέξης, ζήτημα και πρόταγμα που είτε θέτει σοβαρά η κοινωνία σαν σύνολο, είτε δεν τίθεται παρά στο περιθώριο της τρέχουσας πραγματικότητας.
Πριν μιλήσουμε, όμως, για το «τι πρέπει να κάνουμε», ας πούμε δυο λόγια για τα δύο δυναμικά πεδία, τις δύο διαθέσιμες δεξαμενές, από τις οποίες οφείλουμε να αντλήσουμε προκειμένου να «δυνηθούμε δια να κάνουμε».
1. Πρώτη δεξαμενή είναι ο «ιστορικός τεχνικός μας πολιτισμός». Τι σημαίνει, άραγε, πιο συγκεκριμένα; Ποια ιστορική διαδικασία του προσδίδει πραγματική υπόσταση;
Θα λέγαμε, προκαλώντας κάποια ισχυρά μας στερεότυπα, όλοι εκείνοι οι τεχνικοί τρόποι που θεωρούσαμε έως και τη δεκαετία του ’60 τη βασική αιτία της σύγχρονης δυστυχίας μας, επειδή δήθεν επιβράδυναν τη συμμετοχή μας στο φαινόμενο της βιομηχανικής επανάστασης. Αυτό το σημάδι «δυστυχίας» μας με όρους του χθες, συνιστά το κύριο στοιχείο αισιοδοξίας μας για το σήμερα και το αύριο. Την αισιοδοξία μας, σήμερα, τροφοδοτούν όλα εκείνα που απέτρεψαν τη σύγχρονη καπιταλιστική μας ολοκλήρωση, όλα εκείνα δηλαδή που επιτρέπουν σε προ-καπιταλιστικες σχέσεις και τρόπους να επιβιώνουν ακόμη σε αυτό τον τόπο. Όλα αυτά συνιστούν θετικές δεξαμενές εμπειρίας σκέψης και πρακτικής για τη γέννηση της όποιας αληθινής καινοτομίας, στο πλαίσιο του αναδυόμενου νέου παραγωγικού τοπίου διεθνώς, τοπίου που άστοχα αποκαλούμε μεταβιομηχανικό, μια και παρά τις επάλληλες τεχνολογικές επαναστάσεις, υπερκυριαρχείται ακόμη από το βιομηχανικό αυταρχικό πρότυπο. Σε αυτό το τοπίο επισυμβαίνει, σήμερα, μια πλήρης αντιστροφή. Αναδύεται η δυνατότητα γέννησης του μεγάλου από το μικρό ή του διεθνούς από το τοπικό και όχι αντίστροφα. Είναι, σήμερα, εφικτός όσο ποτέ «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας».
Πού κατοικεί τώρα αυτός ο τεχνικός πολιτισμός;
Είναι αδύνατον να αντιληφθούμε, άρα και να προσδιορίσουμε με σαφήνεια τον όποιο τόπο του, αν δεν μοχλεύσουμε δύο τουλάχιστον παράλληλα πεδία.
Το πρώτο αφορά την ιστορική σκέψη και συνείδηση ότι αυτός ο τόπος υπήρξε ο πρώτος που βίωσε στο πετσί του με οδυνηρό τρόπο τη δυτική αποικιοκρατία, πάει να πει τον κύριο γεννήτορα του σύγχρονου καπιταλισμού, εδώ και 1.000 χρόνια.
Ένα σύγχρονο λαϊκό τραγούδι το περιγράφει με απαστράπτοντα απλό και ανάγλυφο τρόπο:
Στον ουρανό που κάναμε ταβάνι/ δε βλέπουμε τις νύχτες ξαστεριά/ κουρσάροι, Φράγκοι, Φράγκοι, Βενετσιάνοι/ μας πούλησαν για γρόσια και φλουριά.
Στην Τροία μεγαλώνουνε τα στάχυα/ και στην Αγιάσο σε μιαν έρμη εκκλησιά/ ζωγράφισε ο Θεόφιλος με αίμα/ το χάρο να φοράει θαλασσιά/
… σε ποιον άλλο τόπο άραγε ο χάρος «φοράει θαλασσιά»;
Το δεύτερο πεδίο, άμεση συνέπεια του πρώτου, είναι το πεδίο της βιωματικής σχέσης, συγκεκριμένης, απτής και αληθινής, με τη μεταποιητική διαδικασία στον τόπο μας. Πράγματα τα οποία για τους μη μυημένους, φαντάζουν βουνά αδιαπέραστα στη σύλληψη και την πράξη, για εκείνους που ασκούν το άθλημα «εν τοις πράγμασι», για τους πραγματικούς δηλαδή παραγωγούς αυτού του τόπου, συνιστούν τόπους ανδραγαθημάτων. Ο σκληρός αγώνας επιβίωσης στο πλαίσιο μιας βάρβαρης συνθήκης διαχρονικής εξάρτησης, η ίδια η ανάγκη, δηλαδή, οδήγησε σε ένα θαυμαστό και μοναδικό ίσως ιστορικά παράδειγμα ανάδειξης δεξιοτήτων μέσω της σύνθεσης λαϊκής και λόγιας τεχνικής γνώσης.
Την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή που στην ευρύτερη Δύση οι βαρβαρότητες ενός Τεϋλορισμού, σαν σύλληψη στην αρχή, και ενός Φορντισμού σαν πρακτική στη συνέχεια, ανήγαγαν τη μαστορική στον υπ αριθ.1 κίνδυνο -εχθρό της βιομηχανικής (δες καπιταλιστικής)- ανάπτυξης, στον τόπο μας, παρήχθη έργο θαυμαστό, μέσα από μια αγαστή και ομότιμη σχέση των επιστημόνων τεχνικών μας με τους «λαϊκούς» τεχνίτες, μοναδικούς φορείς μιας βουβής αλλά μεστής σε αποτελεσματικότητα σωρευμένης γνώσης αιώνων. Τα υπαρκτά τεκμήρια αυτού του έργου είναι αναρίθμητα. Εκεί και μόνο εκεί, στο λαϊκό σώμα δηλαδή αυτού του τόπου, σώμα που δεν εγγράφεται σε σχήματα ταξικών διαφορών και τις υπερβαίνει, στο ήθος και το μεγαλείο του, κατοικεί ο ιδιαίτερος τεχνικός μας πολιτισμός.
Μιλάμε συχνά για το μεγαλείο του έργου της γενιάς του ’30 ή του ’60 και αρνούμαστε να δούμε πως στις αντίστοιχες περιόδους αναπτύσσεται μια παράλληλη παραγωγικη εποποιία την οποία αποσιωπούμε και υποτιμάμε. Γιατί άραγε; Μήπως γιατί είναι παντελώς ασύμβατη με το υπερκυρίαρχο στα μυαλά μας δυτικό πρότυπο, το τέρας δηλαδή της δυτικής βιομηχανικής επανάστασης; Οφείλουμε να ξαναδούμε την πρόσφατη παραγωγική μας ιστορία και να ξανασκεφτούμε πολύ σοβαρά πάνω στα «τι» και τα «γιατί» της.
Αυτός ο λαϊκός τεχνικός πολιτισμός συνιστά το προϊόν μιας εμπράγματης αντίστασης, στους εκατοντάδες εισβολείς και παραχαράκτες του ανά τους αιώνες. Τον χαρακτηρίζει μια θεϊκή δύναμη δημιουργικής αφομοίωσης και σοφής ένταξης του κάθε εισαγόμενου είδους, στις ανάγκες και επιθυμίες της ιδιαίτερης δικής του «οικονομίας». Αυτή η κληρονομιά συνιστά και τον υπέρτατο πλούτο μας, τον οποίο και οφείλουμε να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού, σαν είδος μονάκριβο, πέρα και πάνω από οτιδήποτε άλλο.
Για αυτή την απέραντη πηγή ουσιαστικής και αξιοποιήσιμης ενδογενούς γνώσης δεν μιλά κανείς σήμερα και ιδιαίτερα η επίσημη Αριστερά. Αντίθετα, την προσπερνά. Την παραχαράσσει, την υποτιμά ή την καθηλώνει με τον άθλιο τεχνικό όρο «άρρητη» γνώση, όρο που ακυρώνει μια ιστορική ποιότητα, ανάγοντάς την σε αναλώσιμη μετρήσιμη ποσότητα, απονευρώνοντάς την από την όποια πολιτική της υπόσταση και δυναμική, τις νικητήριες δηλαδή συνθήκες που την γέννησαν.
2. Δεύτερη δεξαμενή είναι η νέα γενιά του τόπου, γενιά απόλυτα εναρμονισμένη με την καλπάζουσα τεχνολογική επανάσταση.
Το ότι γαλουχήθηκε σε ένα ιδιόρρυθμο αγροτικό και όχι σε ένα ολοκληρωμένο αστικό-βιομηχανικό περιβάλλον συνιστά το ύψιστο πλεονέκτημά της. Ας αναλογιστούμε κάποτε πάνω στη βαρύνουσα ταυτοτική διαφορά που προκύπτει από αυτό το «ατύχημα» της ιστορίας. Είναι κάτι σαν τις «σκουληκότρυπες» στο σύμπαν που γεφυρώνουν χαώδεις αποστάσεις υπερβαίνοντας την ταχύτητα του φωτός.
Η κατάρα της ψηφιακής επανάστασης, σαφέστατη συνέχεια εκείνης της ίδιας της βιομηχανικής, είναι η υποκατάσταση του πραγματικού κόσμου από μια έντεχνα κατασκευασμένη προσομοίωση του. Πρόκειται για το δίδυμο αδελφάκι της κυρίαρχης πλασματικής-χρηματοπιστωτικής οικονομίας των ημερών μας. Στο πλαίσιο αυτής της διάχυτης παντού καπιταλιστικής συνθήκης, ο υπερκαθορισμός του πραγματικού από το εικονικό προκαλεί γενικευμένη αναπηρία. Τα παραγωγικά υποκείμενα, όσο αποκτούν υπεροπλία στην προσομοίωση του πραγματικού, τόσο χάνουν στη βιωματική σχέση μαζί του. Μειώνονται, έτσι, δραματικά οι δημιουργικές τους ικανότητες, επί αυτού καθεαυτού του πεδίου του πραγματικού.
Αυτή η κατάρα κατατρέχει και την πλειοψηφία της δικής μας νέας γενιάς. Μοναδική εξαίρεση συνιστούν εκείνοι που έχουν απτή, συνήθως οικογενειακής παράδοσης, εμπλοκή με σύγχρονες μεταποιητικές δραστηριότητες. Αυτοί οι νέοι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την πανεπιστημιακή ή όχι μόρφωσή τους, παρουσιάζουν εξαιρετική αντίληψη και δεξιότητες, λες και συνεργάζονται μέσα τους αρμονικά δύο διαφορετικοί μεταποιητικοί τρόποι, εκείνος της μαστορικής με εκείνον της ψηφιακής κατασκευής. Αυτή η σύγχρονη υγιής δυναμική μειοψηφία στηρίζει την όποια παραγωγικη υπόσταση της χώρας, την ίδια στιγμή που ξένα κέντρα επιχειρούν να την απονευρώσουν, αφομοιώνοντάς τη στις δικές τους στρατηγικές. Εντάσσοντάς τη στις δικές τους αλυσίδες αξίας αποτρέπουν κάθε δυνατότητά της να συγκροτήσει δικό της προϊόν. Αν αυτό το υπαρκτό παραγωγικό δυναμικό απελευθερωθεί από τον ρόλο του υποκατασκευαστή, εμπνευστεί και στηριχτεί από την κοινωνία στην στρατηγική ενός εθνικού παραγωγικού σχεδίου είναι σε θέση να λειτουργήσει ως ατμομηχανή για την ευρύτερη ανασυγκρότηση της χώρας. Είναι αδύνατο να συμβεί χωρίς το απτό όραμα ενός ενδογενούς παραγωγικού μοντέλου. Αυτό, με τη σειρά του, προϋποθέτει την σκιαγράφηση ενός εναλλακτικού προϊόντος με σαφή χαρακτηριστικά που θα το διαφοροποιούν ουσιαστικά από το κυρίαρχο, δηλαδή το μαζικό βιομηχανικό προϊόν.
Ας επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά ενός τέτοιου προϊόντος.
• Θα απαντά σε συγκεκριμένες ανάγκες αληθινών ανθρώπων και όχι σε αφηρημένες τυπικών ομάδων καταναλωτών.
• Θα συλλαμβάνεται ως ιδέα επίλυσης όχι τυπικών αλλά συγκεκριμένων σε τόπο και χρόνο αναγκών, από τα κάτω, από τον τελικό αποδέκτη, μέσω ενός δικτύου σχέσεων στις οποίες αυτός συμμετέχει ουσιαστικά, επαναδιεκδικώντας το ρόλο του παραγωγού.
• Αυτό το νέου τύπου προϊόν θα είναι συμπλέγματα παραμετρικά σχεδιασμένων προϊόντων που μεταμορφώνονται διαδραστικά στο πέρασμα του χρόνου. Από τον ίδιο τον σχεδιασμό τους θα «λειτουργούν» ως τόποι «υποδοχής», «σύνθεσης» και ενσωμάτωσης επί μέρους προϊόντων που απαντούν σε επιμέρους ανάγκες, «φυσικές» η «ψηφιακές». Ένα προϊόν, τελικός πυκνωτής αλληλοσυμπληρούμενων δραστηριοτήτων ενός ευρύτατου φάσματος, σχεδιαστών, κατασκευαστών και χρηστών. Καταστάλαγμα ενός ανοικτού συμμετοχικού τρόπου σχεδιασμού και κατασκευής πραγμάτων του ευρύτερού μας περιβάλλοντος, που γεννά συλλογική γνώση και εμπειρία – τοπική και υπερτοπική.
• Θα παράγεται με τη χρήση όλων των διαθέσιμων, ιστορικά, τρόπων μεταποίησης. Προκειμένου να διαθέτει μεγάλη ενδογενώς προστιθέμενη αξία, το βάρος και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα θα προσδίδεται από το χειροποίητο, το μηχανουργικό και το ψηφιακό σκέλος, με το βιομηχανικό να περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα. Μια τέτοια διαδικασία διεκδικεί μια ριζική μεταστροφή στις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις, στην υπόσταση και το ρόλο της εργασίας. Η τόνωση της μαστορικής παράλληλα με την ψηφιακή κατασκευή, έρχεται να υποστηρίξει ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο, στο οποίο ο βιομηχανικός εργάτης και η μισθωτή εξαρτημένη εργασία υποχωρούν σταδιακά, για να δώσουν τη θέση τους σε κοινότητες μικρών ελεύθερων παραγωγών και επιστημόνων. Οφείλουμε να αναδείξουμε προϊόντα που χρειάζονται στ’ αλήθεια την ανθρώπινη εργασία, όχι απλώς ως κοινωνικά αναγκαία απασχόληση, αλλά ως αληθινά δημιουργική παρουσία με αξία μεγαλύτερη από εκείνην της έξυπνης μηχανής. Μόνο μια τέτοια στρατηγική απαντά στο ζήτημα της ανεργίας με όρους αναγκαιότητας και όχι πολιτικής ευρεσιτεχνίας.
• Θα παράγεται στην υπάρχουσα -σχεδόν- παραγωγική υποδομή με σοβαρές ψηφιακές και όχι χωρικές συγκεντρώσεις. Το περιβάλλον των μεγάλων πόλεων, η κατεξοχήν μηχανή αναπαραγωγής του σημερινού παρασιτικού καθεστώτος σχεδόν απαγορεύει μια τέτοια γενεσιουργό διαδικασία. Απαιτείται η ριζική αποκέντρωση της χώρας και η επανακατοίκηση με σύγχρονους όρους των πιο μικρών οικιστικών πυρήνων της περιφέρειας.
• Το παράγουν οι σύγχρονοι μικροί παραγωγοί, οι μηχανουργοί, οι εναπομείναντες πραγματικοί τεχνίτες και το επιστημονικό δυναμικό της χώρας. Αυτοί θα σηκώσουν, άμεσα, το βάρος ενός τέτοιου εγχειρήματος. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει και να στηριχτούν αντίστοιχα από την κοινωνία, μια και θα επιτελέσουν έργο υπέρ της δικής της σοβαρής ωφέλειας.
• Ένα τέτοιο προϊόν δεν συνιστά εγκεφαλικό κατασκεύασμα. Δεκάδες μικρές μονάδες σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης ασκούν βουβά μια αξιοζήλευτη αντίστοιχη παραγωγικη δραστηριότητα. Προσφέρουν με επιτυχία στη διεθνή αγορά ένα δύσκολο προϊόν που δίνει λύσεις σε ειδικές ανάγκες εκεί όπου αδυνατεί το προϊόν μαζικής παραγωγής. Συνδυάζουν ευέλικτες τεχνολογίες αιχμής με πρακτικές εφαρμογής υψηλής μαστορικής δεξιότητας. Αυτή η υπαρκτή πρακτική μπορεί να αναχθεί σε συστατικό στοιχείο μιας εθνικής στρατηγικής, οδηγώντας στη συγκρότηση ενός υποδειγματικού σύγχρονου προϊόντος που υπερβαίνει το μαζικό προϊόν σε πολλαπλά επίπεδα. Με όρους τελικού προϊόντος ονοματίζουμε αυτή τη διαδικασία «σχεδιασμένο, βιομηχανικό κατά παραγγελία προϊόν», συστεγάζοντας αντιφατικές διεργασίες και παραπέμποντας με σύγχρονους όρους στην οικεία εικόνα της ραφής «κατά παραγγελία» του κουστουμιού μας στο ράφτη μας. Αναφερόμαστε, έτσι, σε προϊόν «ανεπανάληπτο» που διαθέτει ταυτότητα, υψηλή αξία, συμμετοχικό σχεδιασμό, υψηλή τεχνολογία και «απτή» μαστορική εργασία. Ένα τέτοιο προϊόν, αναστρέφει συνολικά τον παραγωγικό κύκλο, σχεδιασμός-παραγωγή-κατανάλωση και καθιστά τον τελικό αποδέκτη από αντικείμενο σε κατεξοχήν υποκείμενο της διαδικασίας.
Το κέντρο βάρους μετατίθεται από το πεδίο της διάθεσης στο πεδίο του σχεδιασμού και της μεταποίησης. Η διάθεση μεταλλάσσεται από διαδικασία εύσχημης παραπλάνησης, επί τη βάση του τυπικού, σε τόπο συνδιαχείρησης του συγκεκριμένου. Το Διαδίκτυο υπερκαλύπτει την «κεντρικότητα» του πολυκαταστήματος και το περιφερειακό «μπακάλικο», επαν-αναδύεται σαν αναδραστικός κόμβος μιας γενεσιουργού διαδικασίας ανάμεσα στον τελικό αποδέκτη, τον παραγωγό και τον σχεδιαστή, ανάμεσα στο φυσικό και τον ψηφιακό κόσμο.
Ένα τέτοιο προϊόν μπορεί, κάλλιστα, να διαθέτει συμβατότητα τόσο με την πολιτισμική -τεχνική ιδιοπροσωπία μας όσο και με υπαρκτές ανάγκες της διεθνούς αγοράς. Αποτελεί την γενεσιουργό ιδέα ενός παραγωγικού μοντέλου στα μέτρα και την κλίμακα του τόπου μας που μπορεί κάλλιστα να τον στηρίξει στα πόδια του.
Πρόκειται για ένα τοπικό παράδειγμα που διαθέτει τα προσόντα υποδείγματος με διεθνή αξία.
Μια από κοινού δράση μιας ευφυούς κατασκευαστικής τεχνολογίας με τη μαστορική, δυο απόλυτα αντιφατικών μεταξύ τους τρόπων, μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά και λυτρωτικά και για τους δύο, με τον ένα να καλύπτει τα κενά και τις αδυναμίες του άλλου. Η σύγχρονη κατασκευαστική τεχνολογία με τον υψηλό δείκτη προσαρμοστικότητας που διαθέτει τεχνικά το επιτρέπει. Η ουσιαστική αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και της βαρβαρότητας των ημερών μας κοινωνικά το επιβάλλει.
Στο πλαίσιο ενός τέτοιου οράματος, το ζήτημα μιας ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης, της μοναδικής που αφορά τη χώρα και το λαό της, συνιστά μια δύσκολη αλλά όχι αδύνατη ύψιστη σύνθεση δύο, φαινομενικά, απόλυτα αντιδιαμετρικών κόσμων:
• Εκείνου μιας ενδογενούς, ιστορικής τοπικής «λαϊκής» τεχνογνωσίας, που εδράζεται σε αδήλωτα συνθετικά εμπειρικά ποιοτικά μεγέθη και έχει πεδίο εφαρμογής το τοπικό και συγκεκριμένο.
• Με εκείνον μιας γνώσης επιστημονικής που εδράζεται σε αναλυτικά και μετρήσιμα ποσοτικά μεγέθη και έχει κανονιστική εφαρμογή στο αφηρημένο σε διεθνές επίπεδο.
Το σπέρμα αυτής της σύνθεσης ενυπάρχει στην τοπική μας πραγματικότητα και επαφίεται σε μας να το επωάσουμε, συγκροτώντας το σε σαφές και διακριτό παραγωγικό αντικείμενο. Δεν θα αναδυθεί σε υπαρκτή οντότητα από τα πράγματα και από μόνο του, αν εμείς με σχέδιο και κόπο δεν το επιδιώξουμε.
Από το όραμα στο σχέδιο
Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε προκειμένου ένα τέτοιο όραμα να μεταλλαχτεί σε σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας;
Σε θεωρητικό επίπεδο οφείλουμε να αναπτύξουμε και εμπλουτίσουμε τα εργαλεία μας, τα όποια είναι σήμερα απελπιστικά φτωχά. Η παραγωγικη μας ιστορία έχει μελετηθεί στρεβλά μόνο υπό την σκοπιά του κυρίαρχου δυτικού βιομηχανικού πρότυπου. Αυτές οι μελέτες ακυρώνουν τα ιδιαίτερα δυναμικά της χαρακτηριστικά, ανάγοντάς τα σε δήθεν αδυναμίες σύμπλευσης με τα κυρίαρχα διεθνώς πρότυπα. Αντιστεκόμενοι στις άναρθρες και άσχετες με τον τόπο μεταρρυθμιστικές ιαχές, οφείλουμε να τεκμηριώσουμε τον πλούτο του τεχνικού μας πολιτισμού και να διατυπώσουμε με σαφήνεια τα ιδιαίτερα ταυτοτικά του χαρακτηριστικά. Είναι παντελώς αδύνατο αυτό να επισυμβεί χωρίς ένα ρηξικέλευθο και τεκμηριωμένο βλέμμα στην ιστορία μας, απώτερη μήτρα της ταυτότητας μας.
Σε πρακτικό επίπεδο. Πρώτα και πάνω από όλα πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να ευαισθητοποιηθεί η κοινωνία και να αντιληφθεί το ζήτημα σαν κατεξοχήν δικό της. Πιο συγκεκριμένα:
1. Οφείλουμε να διασώσουμε, με κάθε κόστος, τόσο το ανθρώπινο τεχνικό δυναμικό που έχει απομείνει, όσο και τα υλοποιημένα τεκμήρια του έργου του.
Χωρίς την ουσιαστική συνδρομή του λαϊκού τεχνικού παράγοντα, εναλλακτικό ενδογενές παραγωγικό μοντέλο δεν υφίσταται. Αν αυτοί χαθούν, θα έχουν χαθεί σχεδόν τα πάντα που συνιστούν την όποια δυναμική μας ταυτότητα, η ανεκτίμητη παράδοση δηλαδή μιας ομότιμης συλλειτουργίας στον τόπο μας για αιώνες της λαϊκής με την λόγια γνώση. Αυτή γέννησε την όποια παρακαταθήκη μας έχει παραδοθεί, αυτή είναι η μόνη που μπορεί να στηρίξει τη σημερινή μας προσπάθεια. Χιλιάδες αξιόλογοι τεχνίτες σε όλους τους κλάδους της μεταποίησης κουβαλούν γνώσεις μυστικές που κινδυνεύουν να χαθούν μαζί με την φυσική τους παρουσία. Είναι ανάγκη να διασωθούν όχι σαν μουσειακό είδος αλλά σαν ζωντανός οργανισμός σε πλήρη λειτουργία. Πώς;
• Πρώτο και άμεσο, με εργασία και κίνητρα για τη χειμάζουσα τέχνη τους.
• Δεύτερο, με ανάδειξη αυτής της γνώσης σε συστατικό στοιχείο της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της.
Πρέπει να βρεθούν τρόποι αυτή η γνώση να εμπλουτίσει τα εργαστήρια των πανεπιστημίων μας. Αντίπαλο θα βρούμε το πανεπιστημιακό κατεστημένο, ανεξαρτήτως πολιτικής απόχρωσης. Το σύγχρονο πανεπιστήμιο οφείλει να γίνει ο πυρήνας μιας πλατφόρμας-μήτρας ενός ενδογενούς «engineering». Μόνο τότε θα συγκροτηθεί μια νέα γενιά γαλουχημένη με μια δυναμική εγχώρια τεχνογνωσία.
2. Οφείλουμε να αλλάξουμε ριζικά νοοτροπία και να επαναξιολογήσουμε τη σημασία της κάθε ουσιαστικής μικρής παραγωγικής δραστηριότητας στον τόπο, ασήμαντης με όρους μεγεθών και ανάπτυξης. Όλες αυτές οι μικρές πολυτιμότητες συνιστούν τις μονάκριβες ψηφίδες της ταυτότητας του πλούτου μας, το πρωτογενές υλικό μιας ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης.
3. Οφείλουμε να αναδείξουμε τους παραγωγούς στο προσκήνιο δίνοντάς τους ρόλο πρωταγωνιστή. Είναι αδύνατον αν δεν υπερβούμε αριστερά στερεότυπα και αντιληφτούμε ένα μικροϊδιοκτητικό μοντέλο κοινωνικής συγκρότησης σαν δημοκρατική διέξοδο στο διεθνή απρόσωπο αυταρχισμό. Η ιστορική εμπειρία του τόπου στον κοινοτισμό, παρά την άγρια πολεμική που έχει υποστεί από συστάσεως του σύγχρονου ελληνικού κράτους, συνιστά μια σοβαρή παρακαταθήκη σκέψης και πράξης. Ο μικρομεσαίος μεταποιητικός χώρος θα μπορούσε να αποτελέσει τη σοβαρή βάση για μια επανεκκίνηση
4. Οφείλουμε να αναπτύξουμε διαδικτυακές πλατφόρμες εφαρμογής, σαν τόπους εκκόλαψης νέων προϊοντικών μορφών. Το κρίσιμο μέγεθος προκειμένου να γεννηθεί προϊόν, είναι η συνεργασιμότητα των επιμέρους συντελεστών. Εκεί θα κριθεί η βιωσιμότητα όλων αυτών των εγχειρημάτων. Χωρίς αυτό το μέγεθος, που προϋποθέτει ήθος και δημοκρατική λειτουργία, τα σχέδια ή θα μείνουν επί χάρτου ή θα υλοποιηθούν με το κυρίαρχο παραγωγικό μοντέλο, χωρίς να αλλάξει τίποτα απολύτως. Ας δούμε το έργο των διαφόρων επενδυτών, κυνηγών της περίφημης καινοτομίας στην Ελλάδα της κρίσης. Πέρα από ευκαιρίες σε ελαχιστότατα νέα άτομα, δεν έχουν να προσφέρουν το παραμικρό στη χώρα και το λαό της.
5. Οφείλουμε να αξιοποιήσουμε την όποια ευκαιρία προκειμένου να δοκιμάσουμε στην πράξη έναν εναλλακτικό τρόπο σκέψης και πρακτικής. Οφείλουμε ο καθένας μας, στο όποιο μικρό ή μεγάλο πεδίο εφαρμογής διαθέτει, να επιχειρεί μια υλοποίηση με τρόπο εναλλακτικό στον κυρίαρχο. 6. Δεν υπάρχουν θαυματοποιοί και τρόποι μαγικοί. Ένα άλλο κράτος θα μπορούσε να υποστηρίξει λύσεις, δεν θα μπορούσε όμως ποτέ να γεννήσει λύσεις. Τα πάντα επαφίενται στο πάθος, την υπομονή και την επιμονή μας. Έτσι κι αλλιώς, όμως, προϋποθέτουν συναίσθηση της ανάγκης για πολύ σκληρή και συγκεκριμένη εργασία και προσπάθεια. Κανείς δεν θα μας χαρίσει τίποτα.
Εν κατακλείδι, το όραμα για μια ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση προϋποθέτει μια στρατηγική συμμαχία της μαστορικής με την ψηφιακή κατασκευή. Η παντοκρατορία του μικρού και το σχεδιασμένο βιομηχανικό -κατά παραγγελία- προϊόν συνιστούν τα συνθήματα του.
* Ο Ανδρέας Κυράνης είναι αρχιτέκτονας-μηχανικός, μέλος του Τομέα Βιομηχανίας του ΣΥΡΙΖΑ
Το άρθρο βασίζεται σε ομιλία στην εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν ο Δρόμος της Αριστεράς και το blog endogenis.blogspot.gr με θέμα: Παραγωγική ανασυγκρότηση: Υπάρχει άλλος δρόμος; Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της ημερίδας που έγινε στις 17/1/2015 και ομιλητές ήταν επίσης οι Βαγγέλης Πισσίας, Κώστας Μελάς και Αλέξανδρος Οικονομίδης.