«Πόσα θες για να το κάνεις, μάστορα;» με ρωτάει.
«Πενήντα» του λέω.
«Θέλω αν σου δώσω τα μισά» μου λέει.
«Εγώ, όμως, δε θέλω» του λέω.
«Κρίμα» μου λέει.
«Όντως» του απαντώ.
Στέκεται. Με κοιτάει.
Φοβάμαι

Χαρακτηριστικός διάλογος σε μια από τις μικρές ιστορίες που περιλαμβάνονται στις «Βλάβες της οδού Μαλακοπής» του Πάνου Παπαπαναγιώτου που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ιωλκός και μας μεταφέρουν στην καθημερινή ζωή ενός συνοικιακού συνεργείου της Θεσσαλονίκης.
Ο κόσμος της εργασίας συχνά απουσιάζει από τη λογοτεχνία, ενώ είναι μάλλον ασυνήθιστο οι ίδιοι οι άνθρωποι που δουλεύουν σε συνεργεία ή εργοστάσια να μοιράζονται λογοτεχνικά τις εμπειρίες τους.
Εδώ αυτό συμβαίνει με έναν αβίαστο τρόπο, που ομολογώ με έκανε για πρώτη φορά να δω τα συνεργεία… αλλιώς. Με χιούμορ και λόγο ελλειπτικό ζωντανεύουν στιγμιότυπα της καθημερινότητας. Θυμήθηκα την προσέγγιση της Αγγελικής Σπανού στους «Απαρατήρητους» (εκδόσεις Πόλις) όπου μοιράζεται μέσα από ένα συνδυασμό ρεπορτάζ και μυθοπλασίας, στιγμές από τη ζωή ανθρώπων με τους οποίους συναλλασσόμαστε, αλλά είναι κατά κάποιον τρόπο «αόρατοι». Όπως ‒για να θυμηθούμε την επικαιρότητα‒ οι ταμίες των σουπερμάρκετ.
Μόνο που εδώ ο ίδιος ο συγγραφέας δουλεύει σε συνεργείο και μεταφέρει πράγματα που έχει ζήσει. Είναι διασκεδαστικό το βιβλίο σα να μοιράζεται μαζί μας καλόγουστα ανέκδοτα. Μόνο που είναι κομμάτι της πραγματικότητας.
Θα περάσετε πολύ ωραία διαβάζοντάς το, αλλά θα σταθεί και λίγο η σκέψη στους ανθρώπους που εργάζονται γύρω μας για να δουλεύουν όλα κανονικά.
Όπως θα δείτε η συζήτηση με τον συγγραφέα ρίχνει φως σε αρκετά πράγματα από τα αθέατα.

Πώς ήρθε η ιδέα να καταγράψεις αυτές τις ιστορίες;
Δεν ήταν θέμα μιας στιγμής αλλά κάτι που έγινε σταδιακά. Κάποιες ιστορίες της έλεγα από πριν προφορικά σε φίλους και αργότερα με παρότρυνσή τους δοκίμασα να γράψω μια-δυο τις οποίες δειλά-δειλά επικοινώνησα. Όσο περνούσε ο καιρός το υλικό αυτό μεγάλωνε και μαζί του και η «εμμονή» μου αν θες. Άρχισα να προσέχω λεπτομέρειες που πριν τις προσπερνούσα, ν’ ακούω και να βλέπω συμπεριφορές που πριν τις θεωρούσα κάτι φυσιολογικό. Το να τις σημειώνω και να τις γράφω λειτούργησε για μένα και ως ένα είδος εκτόνωσης από την πίεση της δουλειάς. Κάπου εκεί εντοπίζω και το σημείο της «μη επιστροφής». Όταν δηλαδή το υλικό αυτό άρχισε να παίρνει μορφή, να μεγαλώνει σε όγκο και όταν η τεχνική και το ύφος των κειμένων έβγαινε πλέον σχεδόν αβίαστα. Τότε είπα μέσα μου «αυτό θα είναι το επόμενο βιβλίο μου».

Βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά;
Εξ ολοκλήρου! Ό,τι λέγεται και γίνεται από τους ήρωες της κάθε ιστορίας είναι πραγματικά περιστατικά που τα μετέφερα σχεδόν αυτούσια. Η αντίδραση βέβαια του αφηγητή, οι σκέψεις, η ειρωνεία, το χιούμορ κ.ά. είναι πράγματα που επεξεργάστηκα συγγραφικά. Στην πραγματικότητα, σε πολλές από τις ιστορίες η αντίδρασή μου ήταν άλλη, πιο ήπια ας πούμε, πιο ψύχραιμη, γιατί σε διαφορετική περίπτωση πιθανότατα να είχε άσχημη κατάληξη το πράγμα. Εγώ απλώς προσπαθούσα να κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα γίνεται. Η εκτόνωση ερχόταν μετά μέσω της συγγραφής. Κατά τ’ άλλα, ναι, λέγονται και γίνονται τόσα και άλλα τόσα και αυτό μπορεί να στο βεβαιώσει οποιοσδήποτε έρχεται σε επαφή με κόσμο στη δουλειά του.

Γιατί διάλεξες αυτή τη φόρμα;
Γενικώς μου αρέσει η συμπύκνωση στη γραφή, τη θεωρώ μέγιστη πρόκληση για έναν συγγραφέα. Πέραν αυτού όμως, θα έλεγα ότι εδώ η φόρμα σχεδόν επιβλήθηκε από μόνη της. Και εξηγούμαι: ήθελα εξ αρχής οι ιστορίες αυτές να έχουν προφορικότητα, όπως θα τις έλεγα σε έναν φίλο. Όταν λοιπόν λες μια τέτοια ιστορία σε έναν φίλο, ο φίλος αυτός γνωρίζει εκ των προτέρων πώς σε λένε, πού δουλεύεις, από πού έρχεσαι και μέσα σε ποιο πλαίσιο κινείται η ιστορία σου. Το αποτέλεσμα είναι να μένεις με τον πυρήνα της ιστορίας, να λες απλώς αυτό που έγινε, όπως έγινε. Έτσι προέκυψε και ο υπότιτλος «στιγμιότυπα» γιατί περί αυτού πρόκειται. Για να μην παρεξηγηθώ βέβαια, η αρχική τους μορφή ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη, αλλά δεν ξέφευγε και πολύ μη φανταστείς. Μέσα από την επεξεργασία των κειμένων προσπάθησα να πετύχω τη μέγιστη δυνατή συμπύκνωση και πιστεύω ότι σε κάποιες από τις ιστορίες τα κατάφερα.

«Η λογοτεχνία, αν θέλει να μη χάσει και τους λίγους αναγνώστες που έχει, πρέπει να κρατήσει την επαφή της με αυτό που συμβαίνει γύρω μας»


Εστιάζεις σε ένα κομμάτι της καθημερινότητάς μας που σπανίως απασχολεί τη λογοτεχνία. Θεωρείς ότι στο συνεργείο ή στις διάφορες καθημερινές μας συναλλαγές παρουσιάζουμε ένα άλλο πρόσωπο; 

Πραγματικά απορώ γιατί δεν απασχολούν τη λογοτεχνία τέτοια μικρά κομμάτια της καθημερινότητάς μας. Ωραία τα μεγάλα λόγια και τα υψηλά ιδανικά (και χρήσιμα) αλλά η ζωή συμβαίνει εδώ «κάτω». Η πραγματικότητα γύρω μας είναι πολύ πιο λογοτεχνική απ’ όσο φανταζόμαστε. Η λογοτεχνία, αν θέλει να μη χάσει και τους λίγους αναγνώστες που έχει, πρέπει να κρατήσει την επαφή της με αυτό που συμβαίνει γύρω μας.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης: ναι, πιστεύω ότι ο καθένας μας εμφανίζει ένα μέρος του εαυτού του στις διάφορες καθημερινές συναλλαγές του. Αλλιώς συμπεριφέρεσαι σε μια δημόσια υπηρεσία, αλλιώς σε ένα συνεργείο, αλλιώς σε έναν καφέ με φίλους. Όλα όμως είναι μέρος του συνόλου και άρα όποιο πρόσωπο κι αν δείχνουμε τελικά δεν παύουμε να είμαστε ο εαυτός μας. Η λογοτεχνία έχει αυτή τη μαγική ικανότητα να φωτίζει αυτές τις πλευρές και να τις αναδεικνύει.

Ποια είναι η πιο αγαπημένη σου ιστορία και γιατί;
Αυτή την ερώτηση δεν θα καταφέρω να την απαντήσω ποτέ σωστά! Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιλέξω μία κι αυτό έχει να κάνει κυρίως με τη διάθεσή μου και την επικαιρότητα. Ξαναγυρνάω και ξεχωρίζω κάθε τόσο κάποιες από αυτές γιατί πιστεύω ότι περιγράφουν πιστότερα την όλη κατάσταση και εκφράζουν καλύτερα αυτό που νιώθω τη δεδομένη χρονική στιγμή. Όπως ας πούμε, αυτή:
«ΤΟ ΠΗΓ’ ΑΛΛΟΥ πρώτα» μου, λέει «και μου ‘παν ότι
η βλάβη είναι στον εγκέφαλο».
Εγώ όμως, θέλω να το ελέγξω απ’ την αρχή.
«Άνοιξε καπό» του λέω.
«Όχι, όχι, στον εγκέφαλο σου ‘πα, ρε μάστορα» μου λέει
«τι καπό ν’ ανοίξω; Στον εγκέφαλο είν’ η βλάβη!».
Τον μπαγάσα, μ’ έπεισε.

Σε έχει επηρεάσει το κλίμα των ημερών που ζούμε; Θα έγραφες κάτι προσεχώς για τον κορωνοϊό;
Κανείς δεν έχει μείνει ανεπηρέαστος νομίζω. Ίσως να έγραφα κάτι, αλλά σίγουρα δεν θα ήταν προσεχώς και πιθανόν να μην ήταν και για τον ιό! Όμως, όπως κάνω συνήθως, θα περίμενα να κάτσει η σκόνη που σηκώθηκε, θα έκανα μια προσωπική και συνολική αποτίμηση της κατάστασης και τότε ακόμη θα το σκεφτόμουν, αν θα έγραφα. Θέλω να πω: σπάνια γράφω «εν βρασμώ». Σίγουρα πάντως δεν θα έγραφα για τα προφανή. Θα έψαχνα να βρω την οπτική που μου ταιριάζει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!