Γράφει ο Τέος Ρόμβος

 

Γράφει ο Αλανιάρης συγγραφέας: «…Ντιαρμπεκίρ, Χαλέπι, Άγκυρα, Σίβας, Ερζερούμ κι εκατό ακόμα πόλεις και χωριά… Η ζωή ενός ανθρώπου ούτε εξιστορείται ούτε γράφεται. Η ζωή ενός ανθρώπου που αγάπησε τον κόσμο και τον σεργιάνισε είναι ακόμα πιο δύσκολο να χωρέσει σε μια αφήγηση. Μα αν αυτός ο άνθρωπος υπήρξε ένας παθιασμένος, που γνώρισε όλες τις κλίμακες της ευτυχίας και της δυστυχίας περιδιαβαίνοντας τον κόσμο, τότε το να προσπαθήσεις να δώσεις μια εικόνα της ζωής του είναι σχεδόν αδύνατο. Αδύνατο γι’ αυτόν τον ίδιο κατ’ αρχή. Και μετά για κείνους που θα τον ακούνε…»

Στράτα παίρνει, στράτα αφήνει…

Ένα ανυπότακτο πλάσμα. Ένας περιπλανώμενος τροβαδούρος που διέσχιζε την ύπαιθρο, τις πόλεις και τα χωριά. Ένας αλήτης που περπάτησε στις στράτες του κόσμου κι έζησε τη ζωή. Για να μπορέσει κάποτε να τραγουδήσει το τραγούδι της. Έτσι και μόνο έτσι θα μπορούσε ένας αληθινός συγγραφέας σαν τον Ιστράτι να γράψει. Αποκτώντας με κόπο το υλικό των αφηγήσεών του, βουτώντας τη γραφίδα του μες στη ζωή και στριφογυρίζοντάς την. Αλλιώς, θα ήταν ένας απλός γραφιάς σαν όλους εκείνους που γράφουν αναμασώντας κλισαρισμένα σχήματα χωρίς καμιά εσωτερική έμπνευση, καμιά εξωτερική ομορφιά, χωρίς αλήθεια.

Αυτός ήταν ο Ιστράτι: ένας αληθινός συγγραφέας που δεν δανειζότανε τίποτα κι από κανένα. Γιατί στα μπαγκάζια του τα είχε όλα. Γιατί ο συγγραφέας Παναΐτ Ιστράτι σφυρηλατήθηκε μέσα από την ίδια του τη ζωή και τα απρόοπτά της. Περπάτησε στα Βαλκάνια και σ’ όλες τις μεσογειακές χώρες κι έκανε όλες τις δυνατές δουλειές για να επιζήσει. Πέρασε θάλασσες και στεριές με τον συνήθη γι’ αυτόν τρόπο –λαθρεπιβάτης σε πλοία και τρένα–, διέσχισε με τα πόδια χώρες ολόκληρες, κάποτε βρέθηκε σε σανατόριο στην Ελβετία όπου και νοσηλεύτηκε για τη φυματίωση που τον βασάνισε σχεδόν σ’ όλη του τη ζωή. Εκεί γνώρισε τον Ρωσοεβραίο συγγραφέα Γιοσουέ Γεχούντα κι έγιναν φίλοι και με τη βοήθειά του έμαθε γαλλικά. Στα τέλη του 1920 πέρασε τα σύνορα για να πάει στη Νίκαια, που την ήξερε καλά από προηγούμενα ταξίδια, κι εκεί δούλεψε σαν πλανόδιος φωτογράφος. Και τότε κατάλαβε ότι είχε φτάσει πια στο τέλος της αναζήτησης. Βρέθηκε μπροστά στο πιο δύσκολο σταυροδρόμι της ζωής του και στο μεγάλο δίλημμα. Να γράψει ή να πεθάνει.

Στράτα, στρατούλα…

Ο Παναΐτ Ιστράτι με τον Νίκο Καζαντζάκη

Τον βρήκε ένας κλοσάρ πάνω στο γρασίδι με κομμένο το λαρύγγι να σφαδάζει και να ματώνει. Αργότερα, στο νοσοκομείο, βρέθηκε στην τσέπη του παντελονιού του ένα ανεπίδοτο γράμμα που απευθυνόταν στον Ρομαίν Ρολάν, τον γνωστό Γάλλο συγγραφέα που τόσο θαύμαζε.

Κι όταν ο Ιστράτι επανήλθε στη ζωή, έμαθε ότι ο νομπελίστας Ρομαίν Ρολάν, εντυπωσιασμένος από το γράμμα του, ζήτησε να τον συναντήσει. Αναπτερωμένος, λοιπόν, πηγαίνει στο Παρίσι. Στη συνάντηση που υπήρξε πολύ θερμή, ο Ρολάν του μίλησε για το πηγαίο ταλέντο του και του ζήτησε να στρωθεί και να γράψει.

Κι ο Ιστράτι στρώνεται και κει, πάνω στο χαρτί, το ταλέντο του εκρήγνυται, κι αυτό το βλέπουμε σε κάθε αράδα των κειμένων του. Λέει γι’ αυτόν ο Βίκτορ Σερζ: «Έγραφε χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα από γραμματική και από ύφος αλλά ήταν γεννημένος ποιητής».

Το 1923 τέλειωσε το πρώτο του βιβλίο Κύρα Κυραλίνα, που αμέσως άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες σε παριζιάνικη εφημερίδα, ενώ τον επόμενο χρόνο εκδόθηκε και σε βιβλίο. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε και το δεύτερο βιβλίο του Ο μπάρμπα Αγγελής.

Τον Οκτώβρη του 1927 ο Ιστράτι, γνωστός πλέον συγγραφέας στη Γαλλία, προσκλήθηκε στη Μόσχα για τα δέκα χρόνια της οκτωβριανής επανάστασης. Κατενθουσιασμένος ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση.

Ένα ανυπότακτο πλάσμα. Ένας περιπλανώμενος τροβαδούρος που διέσχιζε την ύπαιθρο, τις πόλεις και τα χωριά. Ένας αλήτης που περπάτησε στις στράτες του κόσμου κι έζησε τη ζωή. Για να μπορέσει κάποτε να τραγουδήσει το τραγούδι της

Ανάμεσα σε κείνους που τον υποδέχτηκαν, όταν έφτασε στη Μόσχα, ήταν και ένας γαλλόφωνος νέος άντρας, ο Βίκτορ Σερζ. Η αμοιβαία συμπάθεια που δημιουργήθηκε μεταξύ τους γρήγορα εξελίχθηκε σε φιλία. Λίγες μέρες αργότερα, ο Ιστράτι γνώρισε τον Νίκο Καζαντζάκη ο οποίος ήταν επίσης προσκεκλημένος της σοβιετικής κυβέρνησης.

Ο διανοούμενος Βίκτορ Σερζ, γεννημένος στο Βέλγιο, έζησε στη Γαλλία όπου έγινε γνωστός για τη συμμετοχή του στην αναρχική ομάδα Μπονό και την καταδίκη του γι’ αυτή του τη δράση. Μετά την οκτωβριανή επανάσταση πήγε στην πατρίδα των γονιών του, τη Ρωσία, γιατί πίστεψε στο όραμα μιας νέας εποχής για τον άνθρωπο.

Τον Νοέμβρη μαζί με τον Καζαντζάκη ταξιδεύουν σε διάφορες κοντινές περιοχές της Μόσχας, γνωρίζουν κόσμο, συνομιλούν μαζί του. Ο Ιστράτι θέλει να μάθει, να ακούσει από τους ίδιους πώς είναι τα πράγματα, όμως οι άνθρωποι είναι επιφυλακτικοί και φοβισμένοι κι ο Ιστράτι συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά.

Επιστρέφοντας στη Μόσχα μαθαίνει ότι ο Ρουσάκοφ, γνωστός επαναστάτης και πεθερός του Σερζ, είχε κατηγορηθεί από την εφημερίδα Πράβδα ως αντεπαναστάτης και απειλούνταν με εκτέλεση. Ο Ιστράτι θέλοντας να βοηθήσει τον φίλο του χρησιμοποίησε τις γνωριμίες που είχε κάνει αυτό το διάστημα κι έφτασε μέχρι τον πρόεδρο Καλίνιν για να του ζητήσει να αποσυρθούν οι άδικες κατηγορίες εναντίον του γνωστού μπολσεβίκου. Και πράγματι ο Ρουσάκοφ στη δίκη αθωώθηκε, όμως σε δεύτερο βαθμό, καταδικάστηκε τελεσίδικα.

Στα τέλη του 1920 πέρασε τα σύνορα για να πάει στη Νίκαια, που την ήξερε καλά από προηγούμενα ταξίδια, κι εκεί δούλεψε σαν πλανόδιος φωτογράφος. Και τότε κατάλαβε ότι είχε φτάσει πια στο τέλος της αναζήτησης. Βρέθηκε μπροστά στο πιο δύσκολο σταυροδρόμι της ζωής του και στο μεγάλο δίλημμα. Να γράψει ή να πεθάνει

Ο Καζαντζάκης έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα κι έτσι πρότεινε στον Ιστράτι να ταξιδέψουν μαζί. Κι αφού συμφώνησαν ότι θα συνεχίσουν το ταξίδι τους στη Ρωσία στις αρχές της άνοιξης, έφτασαν στα τέλη του Δεκέμβρη στον Πειραιά. Και την παραμονή της πρωτοχρονιάς, στην εφημερίδα Πρωία δημοσιεύτηκε ένα κείμενο του Καζαντζάκη που παρουσίαζε στο ελληνικό κοινό τον μεγάλο πεζογράφο από τη Βραΐλα. Λίγες μέρες αργότερα, στις 11 Γενάρη του 1928, το θέατρο Αλάμπρα ήταν κατάμεστο από τον κόσμο που είχε μαζευτεί για ν’ ακούσει από τους δυο συγγραφείς τις εντυπώσεις τους από το μεγάλο λαϊκό επίτευγμα, τη ρώσικη επανάσταση.

Πρώτος μίλησε ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Γληνός που παρουσίασε και τους ομιλητές κι όταν ήρθε η σειρά του, ο Ιστράτι μίλησε με πάθος για τη δίμηνη εμπειρία του στη Σοβιετική Ένωση και για τον νέο πολιτισμό που χτίζεται. Είπε ότι στην αχανή χώρα υπάρχουν ακόμη προβλήματα, δεν υπάρχει εργασία για όλο τον κόσμο, ούτε η τροφή είναι άφθονη, μα ό,τι υπάρχει το μοιράζεται ίσα και δίκαια όλο το έθνος. Κι αυτό είναι η μεγάλη Δικαιοσύνη, η μεγάλη δύναμη της επανάστασης. Στην ομιλία του ο Ιστράτι καταφέρθηκε κατά των διανοουμένων κατηγορώντας τους ότι ενδιαφέρονται μόνο για την προσωπική τους επιτυχία και μένουν βουβοί μπροστά στα κοσμοϊστορικά γεγονότα της εποχής.

Ο κόσμος κατενθουσιασμένος από όσα άκουσε από τον Ιστράτι, βγήκε αυθόρμητα στον δρόμο για να διαδηλώσει. Η πορεία προκάλεσε την επέμβαση της αστυνομίας με συνέπεια επεισόδια και συγκρούσεις.

Την επόμενη μέρα, 12 Ιανουαρίου 1928, στον αθηναϊκό τύπο εμφανίστηκαν άρθρα που ασκούσαν οξεία κριτική κατά των ομιλητών. Η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ χαρακτηρίζει τον Ιστράτι «Γαλλορουμάνο αλήτη».

Πλήθος επιστολών φτάνουν στις εφημερίδες καθημερινά, γραμμένες από οργισμένους εναντίον του Ιστράτι συγγραφείς και διανοούμενους αλλά και πολλές υποστηρικτικές από άλλους. Ο εισαγγελέας κάλεσε τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Δημήτρη Γληνό, υπεύθυνο της διοργάνωσης, και τους ανακοίνωσε ότι παραπέμπονται σε δίκη με την κατηγορία της διατάραξης της ειρήνης των πολιτών και της ανευλάβειας προς τις αρχές.

Δυο μέρες μετά, στις 14/1/1928, στην εφημερίδα Αθηναϊκή άρχισε η δημοσίευση σε συνέχειες του μυθιστορήματος «Κύρα Κυραλίνα» του Παναΐτ Ιστράτι. Ο Ιστράτι υποχρεώθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι του μουσικοσυνθέτη Γεώργιου Νάζου στην Κηφισιά. Για όσα είπε στην Αλάμπρα αλλά και για τα δύο άρθρα που είχαν δημοσιευτεί στον ημερήσιο τύπο, όπου κατήγγειλε τις ελεεινές συνθήκες νοσηλείας των φυματικών στο νοσοκομείο Σωτηρία και τις συνθήκες κράτησης των κομμουνιστών στις φυλακές Συγγρού, ο Ιστράτι απελάθηκε από την Ελλάδα ως ανεπιθύμητος. Η δίκη των Γληνού και Καζαντζάκη που είχε οριστεί για τις 3 Απριλίου πήρε αναβολή και τελικά δεν έγινε ποτέ.

Τον Απρίλιο του 1928, οι δυο φίλοι με τις συντρόφους τους αυτή τη φορά, ξαναβρέθηκαν στο Κίεβο.

Μαζί με τον Ιστράτι ήταν η Μπιλιλί Μποντ-Μποβί, ενώ μαζί με τον Καζαντζάκη ταξίδευε η Ελένη Σαμίου. Οι τέσσερίς τους ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι, πότε με τον σιδηρόδρομο, πότε με ποταμόπλοιο και διασχίσανε την αχανή χώρα, σε μια διαρκή εναλλαγή τόπων που θα κρατούσε αρκετούς μήνες.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τσακισμένος από τη φυματίωση, απομονωμένος από γνωστούς και φίλους, χωρίς βοήθεια από πουθενά, o Παναϊτ Ιστράτι σβήνει σε ένα σανατόριο στο Βουκουρέστι…

Στα τέλη του 1928 οι τέσσερις συνταξιδιώτες πήραν τη στράτα τού γυρισμού.

Στη διάρκεια εκείνου του ταξιδιού, ο Ιστράτι είδε κι άκουσε πολλά και ένιωθε ότι όλα όσα είχε πιστέψει σκορπίζονταν τελικά σε κομμάτια. Δεν υπήρχε πουθενά άλλη φωνή πέρα από το κόμμα και τον Στάλιν. Η αντιπολίτευση σιωπηλή, φιμωμένη και κανείς δεν τολμούσε να εκφράσει δημόσια διαφορετική άποψη. Επιστρέφοντας στη Μόσχα έμαθαν για νέες διώξεις γνωστών τους, εξαφανίσεις και αυτοκτονίες διαφωνούντων στελεχών του κόμματος.

Ο Ιστράτι ένιωθε συγκλονισμένος από όλα όσα βίωνε, ενώ ο Καζαντζάκης δεν έδειχνε να συμμερίζεται τον πόνο του φίλου του και κρατούσε αποστάσεις από τα γεγονότα. Η στάση του Καζαντζάκη εξόργισε τον Ιστράτι και οι δυο φίλοι χώρισαν ψυχραμένοι για να μην ξαναβρεθούν ποτέ. Αργότερα, μετά από μεσολάβηση της Ελένης, θα αρχίσουν να αλληλογραφούν.

Ο Ιστράτι θα επιστρέψει στο Παρίσι απόλυτα απογοητευμένος. Το ταξίδι στη Ρωσία υπήρξε για εκείνον η αιτία για να γράψει ένα βιβλίο σκληρής κριτικής στο σοβιετικό καθεστώς. Όλη η εμπειρία του από το ταξίδι τόσων μηνών στη Σοβιετική Ένωση αποτυπώθηκε στο βιβλίο Προς την άλλη φλόγα. Ένα κείμενο ποταμός, σε τρεις τόμους, που φέρουν το όνομα του Ιστράτι. Στην πραγματικότητα μόνον ο πρώτος τόμος ήταν γραμμένος από εκείνον, το όνομά του όμως μπήκε σε ολόκληρο το έργο για την προστασία των αληθινών συντακτών του δεύτερου και του τρίτου τόμου, οι οποίοι είχαν ήδη συγκρουστεί με τον Στάλιν και κινδύνευαν να «εξαφανιστούν», όπως συνέβαινε με όσους διαφωνούσαν με τις επιλογές της εξουσίας. Ο 2ος τόμος Τα Σοβιέτ είχε γραφτεί από τον Βίκτορ Σερζ και ο 3ος τόμος Η Ρωσία γυμνή από τον Μπορίς Σουβαρίν.

Το βιβλίο του Ιστράτι, που άσκησε για πρώτη φορά δημόσια κριτική στη Σοβιετική Ένωση και τόλμησε να επικρίνει τον λαϊκό ηγέτη Στάλιν, προκάλεσε την πρώτη ραγισματιά στην εικόνα του λαϊκού κράτους. Την έκδοση του βιβλίου ακολούθησε μια βίαιη εκστρατεία κατασυκοφάντησης του Ιστράτι από τους Γάλλους διανοούμενους, τη νομενκλατούρα του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, προεξάρχοντος του Ανρί Μπαρμπύς ο οποίος είχε γράψει παλιότερα για τον Ιστράτι ότι τα βιβλία του «…λάμψανε σαν μετεωρίτης ανάμεσα σε άλλους παρωχημένους συγγραφείς του Βυζαντίου».

Όλοι οι καλοί του φίλοι έκαναν πλέον ότι δεν τον ξέρουν κι ανάμεσά τους ο άνθρωπος που του είχε σταθεί και τον είχε βοηθήσει στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής του, ο Ρομαίν Ρολάν.

Άρρωστος και χωρίς κουράγιο πλέον, ο Ιστράτι επέστρεψε στη Ρουμανία. Αλλά και εκεί αντιμετώπισε τα ίδια. Διασύρθηκε από τους κομμουνιστές που τον αποκαλούσαν προδότη, κατάσκοπο και φασίστα, ενώ για τους φασίστες ήταν «κοσμοπολίτης» κι άνθρωπος χωρίς πατρίδα.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, τσακισμένος από τη φυματίωση, απομονωμένος από γνωστούς και φίλους, χωρίς βοήθεια από πουθενά, σβήνει σε ένα σανατόριο στο Βουκουρέστι, χωρίς να υπάρξει κάποιος Ρομαίν Ρολάν τούτη τη φορά για να τον αναστήσει. Και μόνη του παρηγοριά φαίνεται πως υπήρξαν κάποια γράμματα που λάβαινε αραιά και πού από τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος συνέχιζε τα ταξίδια του στα πέρατα του κόσμου, κι έκαναν και τη δική του παγωμένη καρδιά να χτυπάει για λίγο δυνατά.

 

Έσβησε στις 16 Απριλίου 1935 στα 51 του χρόνια…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!