Μια βδομάδα πριν το ιταλικό δημοψήφισμα, ο Δρόμος επανέρχεται για πολλοστή φορά* στο θέμα αυτό, το οποίο τώρα αρχίζουν να «ανακαλύπτουν» τα υπόλοιπα ελληνικά ΜΜΕ… Και ο λόγος είναι ότι το δημοψήφισμα της επόμενης Κυριακής 4 Δεκεμβρίου θα χρωματίσει αποφασιστικά τις εξελίξεις όχι μονάχα στην Ιταλία αλλά σε ολόκληρη την παραπαίουσα Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι αυτή η κρίσιμη μάχη διεξάγεται μετά την επικράτηση του Brexit και την ήττα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ (δηλαδή άλλες δύο εκδηλώσεις της γενικευμένης δυσαρέσκειας που διαπερνά τις δυτικές κοινωνίες και, λόγω της απουσίας ή συνθηκολόγησης της όποιας Αριστεράς, εκφράζεται με τον πλέον στρεβλό τρόπο), γίνεται κατανοητή η διεθνής σπουδαιότητά της. Μια δύσκολη αλλά όχι εντελώς απίθανη επικράτηση του «όχι» θα επιβεβαιώσει την αδυναμία της Κεντροαριστεράς να παίξει αποτελεσματικά το ρόλο της, αυτόν του «προοδευτικού» (και άρα «κατευναστικού», σε αντίθεση με τη Δεξιά) υπηρέτη των πιο αντιδημοκρατικών και ακραία νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Και ταυτόχρονα θα δώσει κουράγιο στους λαούς που αγωνίζονται για να εξακολουθήσουν να υπάρχουν ελεύθεροι!
Βρώμικο παιχνίδι για να αποτραπεί ένα λαϊκό «όχι» στο επερχόμενο δημοψήφισμα
Το ιταλικό Σύνταγμα στο άρθρο 1 ορίζει ότι «η Ιταλία είναι μια λαοκρατική Δημοκρατία θεμελιωμένη στην εργασία» και διασφαλίζει τη λαϊκή κυριαρχία. Στο άρθρο 3 εγγυάται «ίση κοινωνική αξιοπρέπεια», απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω φύλου, φυλής, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών πεποιθήσεων, προσωπικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης», και ορίζει ότι «είναι καθήκον της Ιταλικής Δημοκρατίας να άρει τα εμπόδια οικονομικής ή κοινωνικής φύσης που περιορίζουν την ελευθερία και την ισότητα των πολιτών». Στο άρθρο 4 όχι μόνο αναγνωρίζει «το δικαίωμα όλων των πολιτών στην εργασία», αλλά προσθέτει ότι «η Ιταλική Δημοκρατία προωθεί τις συνθήκες που καθιστούν ενεργό αυτό το δικαίωμα».
Με δυο λόγια, πρόκειται για ένα Σύνταγμα που, καθώς υιοθετήθηκε μετά την ήττα του φασισμού, καταγράφει έναν ευνοϊκό συσχετισμό υπέρ των λαϊκών δυνάμεων. Μ’ αυτήν την έννοια, ναι, είναι αναχρονιστικό, όπως υποστηρίζει ο Ρέντσι και όλα τα εγχώρια και διεθνή συστημικά κέντρα – από τους βιομήχανους και τους τραπεζίτες ως τον Ομπάμα και την Ε.Ε. που έχουν ταχθεί υπέρ του «ναι» στο επερχόμενο δημοψήφισμα. Το ισχύον Σύνταγμα μπορεί να είναι λοιπόν «αναχρονιστικό», αλλά σίγουρα δεν είναι «δυσλειτουργικό», όπως διατείνεται ο Ρέντσι. Αντίθετα, το πρόβλημα του ιταλικού Συντάγματος, στην πραγματικότητα, είναι ότι ποτέ δεν εφαρμόστηκε – και ιδίως οι διατάξεις που αναφέρονταν στην έμπρακτη άρση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, της έμπρακτης διασφάλισης του δικαιώματος στην εργασία κ.λπ.
Η υποτιθέμενη δυστοκία της νομοθετικής εξουσίας, που τάχα εμποδίζει την κυβέρνηση να είναι αποτελεσματική («κεντρικό» επιχείρημα της καμπάνιας του Ρέντσι), είναι απλά ένα μεγάλο ψέμα. Το αποδεικνύει για παράδειγμα η… αστραπιαία υπερψήφιση του Jobs Act, του νόμου που έφερε ο Ρέντσι και απορρυθμίζει πλήρως τις εργασιακές σχέσεις. Οι ρυθμοί χελώνας παρατηρούνται μόνο σε νόμους που πρέπει να υιοθετηθούν μετά από τα «δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας» (άλλος ένας αναχρονισμός την άσκηση του οποίου ο Ρέντσι φιλοδοξεί να καταστήσει πρακτικά αδύνατη).
Ακόμη και ο Μπερλουσκόνι δουλεύει για τον Ρέντσι…
Σήμερα ο Ρέντσι (σημειωτέον, δεν έγινε πρωθυπουργός μετά από εκλογές, αλλά αντικατέστησε τον Λέτα μετά από εσωκομματικό παλατιανό πραξικόπημα) αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα που ο ίδιος διόγκωσε με την αλαζονεία του. Κερδίζοντας τις ευρωεκλογές του 2014 με 40,8%, και παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι σ’ αυτές σχεδόν το 50% των πολιτών ακολούθησε απορριπτική στάση (αποχή, άκυρο, λευκό), νόμισε ότι είναι απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Έτσι, εμφανιζόμενος ως μέγας εκσυγχρονιστής και ποντάροντας σε μια οικονομική ανάκαμψη που δεν ήρθε ποτέ, αποφάσισε να προωθήσει μια αντιδραστική συνταγματική «μεταρρύθμιση» την οποία πολλοί προκάτοχοί του μάταια επιχείρησαν. Πέρυσι τέτοια εποχή, ήταν σίγουρος ότι θα πετύχει.
Σταδιακά όμως ο περίπατος άρχισε να γίνεται εφιάλτης. Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών ήταν το πιο πρόσφατο χαστούκι για τον φέρελπι κεντροαριστερό ηγέτη. Τώρα πια το ενδεχόμενο επικράτησης του «όχι» δεν αποκλείεται, παρόλο που όλοι μα όλοι οι δυναμικοί συστημικοί παράγοντες στηρίζουν φανατικά τον Ρέντσι. Ακόμη κι ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος για πολιτικάντικους λόγους έχει ταχθεί τυπικά υπέρ του «όχι», τον βοηθά όπως μπορεί: τα τρία μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας που του ανήκουν κάνουν εντατικά καμπάνια υπέρ του «ναι»! Από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, μονάχα το Κίνημα 5 Αστέρων που έχει ιδρύσει ο Μπέπε Γκρίλο και η Λέγκα του Βορρά κάνουν καμπάνια υπέρ του «όχι» (χωρίς να συμμετέχει ενεργητικά σ’ αυτήν το σύνολο των στελεχών τους…).
Τα υπολείμματα της λεγόμενης αριστερής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος φαίνεται να τσιμπάνε τα ψίχουλα που αναγκάζεται να τους πετάξει τώρα ο Ρέντσι σχετικά με τον νέο εκλογικό νόμο. Συγκεκριμένα, ο Ρέντσι πλέον υπόσχεται ότι ο εκλογικός νόμος δεν θα είναι τόσο αντιδημοκρατικός όσο αρχικά σχεδίαζε, για δύο λόγους: πρώτον για να κερδίσει την υποστήριξη «αριστερών» στην αλλαγή του Συντάγματος, και δεύτερον επειδή πλέον φοβάται μια πρωτιά του Κινήματος 5 Αστέρων στις επόμενες εθνικές εκλογές (σε μια τέτοια περίπτωση κινδυνεύει να του γυρίσει μπούμερανγκ ο εκλογικός νόμος-έκτρωμα που ετοίμαζε, βάσει του οποίου ένα κόμμα μπορούσε να έχει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ακόμη και με το… 25% του εκλογικού σώματος).
Δαβίδ εναντίον Γολιάθ
Το στρατόπεδο του «όχι» είναι πράγματι ετερόκλητο και με ελάχιστη πρόσβαση στα μεγάλα ΜΜΕ – τηλεοπτικά και έντυπα. Τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, τα συνδικάτα βάσης και οι προοδευτικές συλλογικότητες που, μαζί με τα διάσπαρτα υπολείμματα μιας κομμουνιστικής Αριστεράς χωρίς ίχνος της παλιάς της επιρροής, σηκώνουν σε «τοπικό» επίπεδο το βάρος της καμπάνιας του «όχι», μοιάζουν με τον Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ. Οι συνταγματικοί δικαστές που πρώτοι (και για πολύ καιρό σχεδόν μόνοι) είχαν ξεσηκωθεί ενάντια στη μεταρρύθμιση συκοφαντούνται ως «γέροι προσκολλημένοι στο παρελθόν». Από τη στιγμή όμως που το στρατόπεδο του «όχι» αποφάσισε να πολιτικοποιήσει την καμπάνια, και παρά τις αδυναμίες του, κατάφερε να «μιλήσει» σε πλατιά λαϊκά στρώματα και να ξεγυμνώσει τη δήθεν προοδευτικότητα του Ρέντσι.
Η μάχη θα κριθεί στην κόψη του ξυραφιού. Από τη μια η λαϊκή δυσαρέσκεια ενάντια στις παλιές κάστες παίρνει πλέον μπάλα και τον Ρέντσι, που ξιφουλκούσε ενάντια στο «παλιό». Από την άλλη, υπάρχει η μακρά ιταλική παράδοση των αναποφάσιστων (που ακόμη είναι πολλοί, πάνω από το 20% των ψηφοφόρων), οι οποίοι συνήθως τελευταία στιγμή ακολουθούν τον επικρατέστερο. Το στρατόπεδο του Ρέντσι παίζει αυτές τις μέρες τα ρέστα του: μοιράζει επιδόματα και αυξήσεις (που θα ανακληθούν την επομένη του δημοψηφίσματος), κινητοποιεί τους μαφιόζικους μηχανισμούς πελατειακών σχέσεων, ποντάρει στην ψήφο του εξωτερικού (4% του εκλογικού σώματος, στο οποίο αποκλείστηκε η πρόσβαση της καμπάνιας του «όχι»), κινητοποιεί τους πολιτικούς συμμάχους του στην Ε.Ε. και υπερατλαντικά, δεν διστάζει να επιτεθεί και στον Σόιμπλε ώστε να ξανακερδίσει τη λαϊκή συμπάθεια.
Ο Ρέντσι προπομπός μιας ευρύτερης επιχείρησης
Αυτό που κρίνεται ξεπερνά τα σύνορα της Ιταλίας. Με αιχμή του δόρατος την (αποτελεσματικότερη της Δεξιάς) Κεντροαριστερά, επιχειρείται καταρχήν στο Νότο αλλά και σταδιακά σε όλη την Ευρώπη η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια μιας οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας απαλλαγμένης και επίσημα από τον «δυσλειτουργικό» έλεγχο των πολιτών. Η «μεταρρύθμιση» του Ρέντσι είναι απ’ αυτήν την άποψη εμβληματική: καταργεί τους… αναχρονισμούς της παλιάς αστικής δημοκρατίας, καθιστά άνευ σημασίας τη λαϊκή ψήφο διορίζοντας βουλευτές και γερουσιαστές, υποτάσσει στην εκτελεστική τις άλλες εξουσίες… Και το κάνει με ένα τρόπο όσο δεν πάει περίπλοκο, ώστε να μη βγάζει άκρη ο πολίτης. Για παράδειγμα, το άρθρο 70 του ισχύοντος Συντάγματος είναι απλό: «Η νομοθετική εξουσία ασκείται συλλογικά από τα δύο Σώματα [Βουλή και Γερουσία]». Στην προτεινόμενη μεταρρύθμιση ορίζονται… από 7 έως 13 τρόποι και συνδυασμοί άσκησης της νομοθετικής εξουσίας! Η «μεταρρύθμιση» του Ρέντσι είναι ένα αντιδημοκρατικό έκτρωμα που έχει τις ρίζες του στη διαχρονική απέχθεια των ελίτ για τη δημοκρατία. Είθε να τα καταφέρει τελικά ο Δαβίδ, για το καλό όλων μας. Αν και είναι βέβαιο ότι, ακόμη κι αν επικρατήσει το «όχι», το σχέδιο θα επανέλθει με τη μια ή την άλλη μορφή, με ή χωρίς Ρέντσι.
Ερρίκος Φινάλης
* Για λεπτομέρειες σχετικά με το περιεχόμενο της «μεταρρύθμισης» που επιδιώκει ο Ρέντσι, την εξέλιξη της προεκλογικής καμπάνιας και τη μεγάλη σημασία του δημοψηφίσματος εντός και εκτός Ιταλίας, βλ. μεταξύ άλλων τα φύλλα 302, 315 και 323.
Μια «μεταρρύθμιση» με βαθιές και σκοτεινές ρίζες
Ο Ιταλός πρωθυπουργός Ρέντσι επανειλημμένα έχει δηλώσει… αγανακτισμένος από το γεγονός ότι «επί 30 χρόνια εμποδίζονται οι αναγκαίες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, που θα καταστήσουν πιο αποτελεσματική την εκτελεστική εξουσία». Αν μη τι άλλο, το «30 χρόνια» είναι λάθος, και μάλλον όχι τυχαίο… Ας δούμε την προϊστορία της συνταγματικής «μεταρρύθμισης» που επιδιώκει ο Ρέντσι:
1975: Κυκλοφορεί μια έκθεση που συντάχθηκε κατ’ εντολή της «Τριμερούς Επιτροπής», ενός οργανισμού που ίδρυσε ο Ντέιβιντ Ροκφέλερ και στον οποίο συμμετέχουν «επιφανή μέλη» της διεθνούς ελίτ (σήμερα την κοσμούν με την παρουσία τους και 4 εκλεκτοί συμπατριώτες μας: ο πρώην πρωθυπουργός κ. Παπαδήμος, η κα Παπαλεξοπούλου του Ομίλου Τιτάν, ο πρώην πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Κυριακόπουλος και ο πρώην πρόεδρος του ΟΤΕ κ. Βουρλούμης…). Εκεί διατυπώνεται για πρώτη φορά με σαφήνεια –και με ρητές αναφορές στο «κακό παράδειγμα» της Ιταλίας– η άποψη ότι η παραδοσιακή αστική δημοκρατία είναι δυσλειτουργική, και προτείνεται η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας με απαλλαγή της από «υπερβολικές συνταγματικές εγγυήσεις» και «υπερβολικούς ελέγχους» μέσω εκλογών, δημοψηφισμάτων κ.λπ. Ο Ρέντσι έχει κοπιάρει τα βασικά «επιχειρήματά» του από αυτήν την έκθεση που δημοσιεύθηκε πριν 40 χρόνια…
1979: Ο επικεφαλής του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Μπετίνο Κράξι (τελεύτησε το 2000 στην Τυνησία, όπου κατέφυγε το 1994 για να αποφύγει τη σύλληψη κατηγορούμενος για διαφθορά…) γράφει βαρυσήμαντο άρθρο στην εφημερίδα Αβάντι. Σ’ αυτό τονίζει την ανάγκη «μιας γενναίας κρατικής και συνταγματικής μεταρρύθμισης ώστε να ενισχυθεί και να γίνει πιο αποτελεσματική η εκτελεστική εξουσία»…
1980: Ο ακροδεξιός Λίτσιο Τζέλι (που εκείνη την περίοδο παρίστανε τον υπεράνω υποψίας διαμεσολαβητή σε εμπορικές συναλλαγές της Ιταλίας μεταξύ άλλων με τη χούντα της Αργεντινής) σε συνέντευξή του στην Κοριέρε ντελα Σέρα μιλά για την ανάγκη μιας… «δημοκρατικής αναγέννησης». Που θα επέλθει (πώς αλλιώς;) με την «απαραίτητη μεταρρύθμιση του παλαιικού πλέον Συντάγματος»! Δεν πρόλαβε να προωθήσει αυτό το ευγενές σχέδιο, καθώς λίγους μήνες αργότερα αποκαλύφθηκε ο πρωταγωνιστικός ρόλος του στη συνωμοσία της μασονικής στοάς Ρ2, στην οποία συμμετείχαν πολιτικοί, στρατιωτικοί, μυστικές υπηρεσίες και μαφιόζοι. Μεταξύ άλλων κατηγορήθηκε για πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις που επιχειρήθηκε να φορτωθούν στην άκρα αριστερά. Για αρκετά χρόνια είχε καταφύγει στη Χιλή του Πινοσέτ…
1985: Ο χριστιανοδημοκράτης Κοσίγκα (εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας με τις ψήφους και του Ιταλικού Κ.Κ.!) μιλά κι αυτός για την «ανάγκη μεταρρύθμισης του ξεπερασμένου Συντάγματος, το οποίο περιέχει υπερβολικούς ελέγχους της εκτελεστικής εξουσίας και υπερβολικές εγγυήσεις»! Ακολουθεί μια περίοδος αποπειρών αντιδραστικής συνταγματικής «μεταρρύθμισης» που αποτυγχάνουν στο μεγαλύτερο μέρος τους, αφού αντιμετωπίζουν την αντίσταση του κινήματος και την αντίθεση του τότε Ιταλικού Κ.Κ. αλλά και της αριστερής πτέρυγας της Χριστιανοδημοκρατίας.
2005: Ο Μπερλουσκόνι επιχειρεί εκ νέου την επιβολή «μεταρρύθμισης» του Συντάγματος, με στόχο να ενισχύσει, μεταξύ άλλων, τις εξουσίες του πρωθυπουργού. Τότε η Κεντροαριστερά (αλλά και η Λέγκα του Βορρά) είχε ταχθεί κατά της πρότασης Μπερλουσκόνι, παρόλο που –όπως παραδέχονται οι σημερινοί οπαδοί του «ναι»– αυτή ήταν όμοια με τη σημερινή πρόταση του Ρέντσι. Η πρόταση απορρίφθηκε από το 61,3% των ψηφοφόρων στο σχετικό δημοψήφισμα που έγινε το 2006…
Ψάρια τηγανητά a la Mafia!
Το καθεστώς Ρέντσι δεν σταματά μπροστά σε τίποτα για να διασφαλίσει την επικράτηση του «ναι». Για πολλοστή φορά αποκαλύπτεται η διαπλοκή του με τον ιταλικό υπόκοσμο, που… συμμετέχει ολόψυχα στην καμπάνια του Ρέντσι. Στο τελευταίο σχετικό επεισόδιο πρωταγωνιστεί ο Βιντσέντσο ντε Λούκα, στέλεχος του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος και περιφερειάρχης της Καμπανίας. Ο εν λόγω κύριος, που ξεκίνησε την καριέρα του στο Ιταλικό Κ.Κ., σε κεκλεισμένων των θυρών συνάντηση με 300 δημάρχους της περιφέρειάς του κάλεσε τους παρευρισκόμενους να στηρίξουν αποτελεσματικά το «ναι» ακολουθώντας το παράδειγμα του δημάρχου της Αγκρόπολι, Φράνκο Αλφιέρι.
Το πρόβλημα είναι ότι η σχέση του Αλφιέρι με τη Μαφία έχει πλέον αποδειχθεί, και του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη. Συγκεκριμένα, ο Αλφιέρι κατηγορείται ότι εμπόδισε την κατάσχεση διαμερισμάτων που ανήκαν σε μέλη της γνωστής μαφιόζικης οικογένειας Μαρότα, με αντάλλαγμα την ψήφο της τοπικής κοινότητας των Ρομά, την οποία ελέγχουν οι Μαρότα, υπέρ του «ναι»! Παρ’ όλα αυτά, ο Βιντσέντσο ντε Λούκα δεν δίστασε να πει: «Ξέρουμε πώς κινείται ο Αλφιέρι, οργανώνοντας επιστημονικά την πελατεία του. Έχει αναλάβει το θεάρεστο καθήκον να οδηγήσει στις κάλπες τους μισούς τουλάχιστον εκλογείς του, οπλισμένους με τις σημαίες του “ναι”. Φράνκο, εσύ ξέρεις πώς να κινηθείς, πρόσφερέ τους μια τηγανιά ψάρια [παραδοσιακό έδεσμα της Καμπανίας], πήγαινε τους βόλτα με γιοτ, κάνε τέλος πάντων ό,τι σου κατέβει – αλλά μη φέρεις λιγότερες ψήφους από όσες υποσχέθηκες!».
Αυτή η… παθιασμένη έκκληση του περιφερειάρχη διέρρευσε, με αποτέλεσμα η υπόθεση να φτάσει στον εισαγγελέα μετά από σχετική καταγγελία του Λουίτζι Γκαέτι, επικεφαλής του Κινήματος 5 Αστέρων στην ιταλική Γερουσία. Ο Γκαέτι ζητά τη δίωξη του Βιντσέντσο ντε Λούκα βάσει του άρθρου 416 του ιταλικού Ποινικού Κώδικα, που τιμωρεί τις πολιτικές σχέσεις με τη Μαφία. Παρ’ όλα αυτά ο Ρέντσι έσπευσε να καλύψει τον περιφερειάρχη, ζητώντας του παράλληλα να μην κάνει καμιά άλλη δήλωση μέχρι το δημοψήφισμα για το «ατυχές γεγονός». Ο πιστός Βιντσέντσο ντε Λούκα εφαρμόζει πλέον κατά γράμμα το μαφιόζικο νόμο της σιωπής, ελπίζοντας ότι θα πέσει στα μαλακά… εάν οι πολιτικάντηδες τύπου Αλφιέρι και οι μαφιόζοι φίλοι τους φέρουν αρκετές ψήφους στο στρατόπεδο του «ναι».