Υπάρχουν δυο κοινά στοιχεία στον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις νομοθετούν στις μέρες μας. Θα εστιάσουμε εδώ στα θέματα της Παιδείας αν και το μοτίβο εμφανίζεται με διάφορες παραλλαγές και αλλού. Το πρώτο είναι η παρουσίαση των αλλαγών σαν από καιρό ώριμων και σαν να ήταν φυσικοί νόμοι. Μια μεγάλη «καθυστέρηση», «αναντιστοιχία», «στρέβλωση» επιτέλους διορθώνεται. Η υπαρκτή κατάσταση στιγματίζεται κατά το δοκούν και με ό,τι υλικά προσφέρονται ενώ διλήμματα κατασκευάζονται στη δημόσια συζήτηση για να κρύψουν το τι πραγματικά συμβαίνει. Το δεύτερο στοιχείο αφορά την προσπάθεια να αποσπαστούν διαφόρων ειδών συναινέσεις για τις αλλαγές αυτές. Για την ακρίβεια, τα όποια νέα μέτρα να οργανωθούν και να προχωρήσουν με την ευθύνη των ίδιων των εμπλεκόμενων. Με μια φράση, η κοινωνία οδηγείται στο «να βάλει τα χεράκια της, να βγάλει τα ματάκια της». Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι με ορισμένα παραδείγματα:

ΕΔΩ ΚΑΙ ΑΡΚΕΤΑ χρόνια καταγγέλλεται με μανία ο δασκαλοκεντρισμός. Παρουσιάζεται μια εικόνα ωσάν το μάθημα να είναι μια βαρετή διάλεξη από καθέδρας, χωρίς διάλογο, ερωτήσεις, συζήτηση και συμμετοχή. Ο «παραδοσιακός» εκπαιδευτικός μιλάει και τα παιδιά ακούν παθητικά. Και τι προτείνεται απέναντι σε αυτή την καρικατούρα –έστω εξαιρετικά μειοψηφική κατάσταση; Μια ακόμα πιο ξερή και απρόσωπη επικοινωνία, αυτή τη φορά ανάμεσα στο μαθητή και το… εκπαιδευτικό βίντεο και μάλιστα στο σπίτι. Το ψηφιακό σχολείο, αυτό με τα χιλιάδες και φοβερά «μέσα», «εργαλεία» και «βοηθήματα» δεν έρχεται να βάλει στο επίκεντρο τον μαθητή αλλά ακριβώς το ανάποδο. Στην καλύτερη -για τους «καλύτερους»- να τον πετάξει χωρίς εφόδια σε μια ασυνάρτητη πηγή δεδομένων, στη χειρότερη –για τους «χειρότερους»- να του στερήσει κάθε κίνητρο μάθησης που μόνο η τάξη σαν κοινωνική σχέση μπορεί να δημιουργήσει. Γι’ αυτό και το αίτημα «έλα λάπτοπ σε κάθε μαθητή» όχι απλά δε λύνει το πρόβλημα…

Ένα ακόμα παράδειγμα είναι οι μαγικές λέξεις αξιολόγηση/αξιοκρατία σε διάφορες εκδοχές και χρήσεις. Από το «δεν είναι δυνατόν να μπαίνει κάποιος σε πανεπιστήμιο με τόσο χαμηλούς βαθμούς» μέχρι το «δεν υπάρχει κανένας εργαζόμενος που να μην αξιολογείται». Γίνεται πια κάτι σαν φυσικό φαινόμενο που έρχεται να κρύψει όλα εκείνα τα πραγματικά κοινωνικά φαινόμενα που γεννούν διαχωρισμούς και ανισότητες, νοσηρότητες και «νοσηρότητες». Κι αν αυτό μοιάζει σαν μια αφηρημένη, ιδεολογική κριτική, υπάρχει και το «δια ταύτα». Με γενικούς όρους, η υπαρκτή αξιολόγηση έρχεται να τιμωρήσει και όχι να διορθώσει. Να απορρίψει και όχι να μορφώσει. Να κλείσει σχολές και όχι να τις αναβαθμίσει. Να κατηγοριοποιήσει σχολεία και όχι να φροντίσει για όλους. Να σπρώξει τους μαθητές στην -εκτός αξιολόγησης- ιδιωτική εκπαίδευση. Να επιβάλει μια σειρά μοντέλα, είδη, σχολείων και πανεπιστημίων. Να επιβάλει μια σειρά μοντέλα και πρότυπα μάθησης και διδασκαλίας. Και στο φόντο όλων αυτών, το ζουμί: Όλα να αποκτήσουν μια λογικοφανή εξήγηση, μια αντικειμενική ερμηνεία που θα παγώνει κάθε άλλη σκέψη.

Οι κοινωνίες οδηγούνται μεθοδικά στο να ενσωματώνουν τους διχασμούς που οι κυβερνώντες επιβάλλουν. Χάνεται η μεγάλη εικόνα, χάνεται μαζί και ο αναστοχασμός που θα αντιμετώπιζε τα κοινωνικά ζητήματα με μια κοινωνιοκεντρική -και όχι ατομική ή συντεχνιακή- σκοπιά

ΕΔΩ ΟΜΩΣ κολλάει και το δεύτερο σημείο που τέθηκε εισαγωγικά. Ο τρόπος υλοποίησης της αξιολόγησης βάζει στο παιχνίδι τους πάντες. Η κυβέρνηση θέτει το αυστηρό πλαίσιο και πετάει έπειτα το μπαλάκι σε συλλόγους, διοικήσεις, όργανα, καθηγητές, γονείς. Μας κάνει συμμέτοχους. Έτσι ο αυταρχισμός της κρύβεται και την ίδια στιγμή καταφέρνει κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Διαλύει χώρους και συνειδήσεις. Ή καλύτερα χτίζει σχέσεις και συνειδήσεις πάνω σε άλλες προτεραιότητες. Ο καθηγητής θα πρέπει να φροντίσει να παρακολουθήσει κάθε δυνατό σεμινάριο που θα του δίνει μόρια. Ο ένας θα αξιολογεί τον άλλο με πιο πιθανό αποτέλεσμα η συλλογικότητα να υποχωρεί ανάμεσα στον καριερισμό και μια «εξασφάλιση», η συναδελφικότητα να μορφοποιείται σε κλίκες και ομαδοποιήσεις. Προφανώς η ιεραρχία θα διατηρείται και το wanna be –και άρα σχετικά υπάκουο- στέλεχος δε θα είναι στην ίδια μοίρα με τον φοβισμένο και σε συνεχές τρεχαλητό αναπληρωτή. Η επαγγελματική εξέλιξη θα επικεντρωθεί στο «ένα ακόμα μεταπτυχιακό» και λιγότερο στο «πώς θα γίνω καλύτερος δάσκαλος». Ο σύλλογος θα πρέπει να αποφασίσει και να πράξει αναλόγως για το εάν το σχολείο θα είναι πρότυπο ή «για τους κακούς μαθητές». Ενώ κάποιοι γονείς θα σκαρώνουν τρόπους τα παιδιά τους να πάνε τελικά στα «καλά σχολεία» της κάθε περιοχής. Όλα αυτά δεν γεννήθηκαν τώρα, όμως τώρα έρχονται να θεσμοθετηθούν και να γίνουν επίσημα, πράγμα καθόλου αδιάφορο.

Παρόμοια και για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα διάφορα τμήματα καλέστηκαν να θέσουν την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής. Φέτος -σε χρονιά πανδημίας και τηλεκπαίδευσης, ας μην το ξεχνάμε- αντί να υπάρξει κατηγορηματική άρνηση, οι διοικήσεις αποδέχτηκαν το μέτρο. Και όχι μόνο κάποιες «κακές δεξιές» διοικήσεις, και αυτό να μην το ξεχνάμε… Αποτέλεσμα; Χιλιάδες απόφοιτοι να βρεθούν εκτός πανεπιστημιακών τμημάτων, τα οποία με τη σειρά τους θα διαχωρίζονται σταδιακά σε «δύσκολα» και «εύκολα». Αυτά με τις «υψηλές απαιτήσεις» και τα υπόλοιπα «χαμηλού κύρους». Κάποια θα κλείσουν, κάποια θα εξαναγκαστούν να δέχονται λιγότερους πρωτοετείς, αφού η χρηματοδότηση βαίνει μειούμενη. Στα υπόλοιπα ίσως ευδοκιμήσουν περισσότερες καριέρες και προγράμματα, με την ακαδημαϊκότητα να πηγαίνει περίπατο και το θεσμό να μετατρέπεται σε μαγαζί, δίπλα στα υπόλοιπα ιδιωτικά. Η σιωπή πανεπιστημιακών και φοιτητών και η μονομερής ευαισθησία στο ζήτημα της πανεπιστημιακής αστυνομίας άφησε τα πράγματα να κυλήσουν όπως κύλησαν.

ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ λοιπόν στον αρχικό προβληματισμό. Οι κοινωνίες οδηγούνται μεθοδικά στο να ενσωματώνουν τους διχασμούς που οι κυβερνώντες επιβάλλουν. Χάνεται η μεγάλη εικόνα, χάνεται μαζί και ο αναστοχασμός που θα αντιμετώπιζε τα κοινωνικά ζητήματα με μια κοινωνιοκεντρική -και όχι ατομική ή συντεχνιακή- σκοπιά. Δεν είναι μια δευτερεύουσα συνέπεια. Είναι στον πυρήνα της πολιτικής τους οι βολικές πολώσεις, η κατηγοριοποίηση, οι διχασμοί, ο ανταγωνισμός, οι στρατοπεδεύσεις. Μαζί και τα διλήμματα: Γιατί αυτοί που δεν έκαναν το παραμικρό για να λειτουργήσει η ζωντανή εκπαίδευση, θα εμφανιστούν πιθανά τον Σεπτέμβρη «καλά οργανωμένοι στην τηλεκπαίδευση» και δημιουργώντας νέες συγχύσεις περί των εμβολιασμών.

Οι συνέπειες πρέπει έτσι να λογαριάζονται κι από αυτή την πλευρά. Ας μην επικρατήσει αυτό το πνεύμα. Τουλάχιστον στους πολλούς, γιατί πρόθυμοι και ευνοημένοι πάντα υπάρχουν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!