Η απάτης της αναδιαπραγμάτευσης, ο διχαστικός λόγος που ενοποιεί το μνημονιακό στρατόπεδο και οι πραγματικοί κίνδυνοι. Του Γιάννη Τσούτσια
Οι τελευταίες ημέρες αποπνέουν μια αίσθηση ακινησίας, μοιρολατρίας, νωθρότητας, όχι βέβαια καλοκαιρινής. Το πολιτικό σκηνικό, παρά τη μεταβολή των συσχετισμών, δείχνει να μην μπορεί να διαμορφώσει εικόνα ανανέωσης, ικανής να θέσει τα πράγματα σε τροχιά. Το κυβερνητικό στρατόπεδο αναδύει οσμή φθοράς, σημάδι ενός εκ γενετής γήρατος. Αλλά και η αντιπολίτευση, παρά την απογείωση των εκλογικών της ποσοστών, δεν εκπέμπει μια αίσθηση αφετηρίας. Στην ουσία, η κρίση συμπυκνώνεται στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος που καθηλώνει τις εξελίξεις. Και πάλι καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις ένα κενό εκπροσώπησης, τόσο ποιοτικά όσο και αριθμητικά. Και πάλι επαναλαμβάνεται το γνωστό σκηνικό, όπου ενταγμένα σε σύντομους κύκλους συμπυκνωμένου πολιτικού χρόνου, χρεοκοπούν τα εκάστοτε διλήμματα και οι αιχμές και όσα πριν από λίγο έμοιαζαν επίκαιρα, αποκαλύπτονται ως απατηλά. Και πάλι αποδομείται κάθε προοπτική σταθεροποίησης, τόσο σε ό,τι αφορά τα επικοινωνιακά συστημικά πλάνα, όσο και σε ό,τι αφορά την εύκολη κριτική τους.
Εν τω μεταξύ, η ενορχηστρωμένη απάτη περί αναδιαπραγμάτευσης, κατέρρευσε. Χωρίς όμως και το αντίστοιχο πολιτικό κόστος. Διότι το έτερο σκέλος, η απειλή εξόδου από την Ε.Ε., εξακολουθεί να χρεώνεται στον ΣΥΡΙΖΑ. Κι έτσι πάντως, η κατάρρευση οδηγεί στην αποκάλυψη της γύμνιας. Σ’ ένα μόλις μήνα αποκαλύπτεται ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει τίποτα απ’ όσα διαφήμιζε προεκλογικά. Καμία προετοιμασία, κανένα σχέδιο για τα αναγκαία και τα αυτονόητα. Μια κυβέρνηση άχρωμη, εξαπατητική, με στελέχη ικέτες, χωρίς αντίκρισμα. Αρκεί μια πρόχειρη σύγκριση με τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις για να επιβεβαιώσει την απουσία δυναμικής: Ο ΓΑΠ με τις πιρουέτες του στο διεθνή στίβο και τις επικοινωνιακές του ενορχηστρώσεις, εξασφάλισε τουλάχιστον λίγο χρόνο πριν φθαρεί. Ο Παπαδήμος έπαιξε το χαρτί του τεχνοκράτη τραπεζίτη, του γνώστη των ευρωπαϊκών. Ετούτοι εδώ, δεν ξέρουν τι χαρτί να παίξουν! Της συγκυβέρνησης; Ούτε το θέλουν, ούτε και μπορούν να προωθήσουν τις αναγκαίες παραπλανητικές μεταθέσεις. Κάθε μέρα προβάλλεται κάτι βιαστικό, επιπόλαιο. Η εξοικονόμηση πόρων και η συνετή διαχείριση κάηκε από τους ίδιους τους υπουργούς. Η ανασύνταξη του κράτους έπαιξε για λίγο και μετά αποσύρθηκε. Και η συμμετοχή του Σαμαρά στις διαπραγματευτικές διαδικασίες, ως μια προσπάθεια αναγόρευσής του σε βαρύ πυροβολικό της κυβέρνησης, μοιάζει χλομό να πραγματοποιηθεί. Δεν ξέρουν πια πού να επενδύσουν! Οι απαιτήσεις των εκπροσώπων της τρόικας παραμένει ο μόνος άξονας γύρω από τον οποίο αποπειράται η διαμόρφωση πολιτικής. Βάλτος.
Ας μη διαφεύγει, πάντως, ότι χρεοκοπεί το έκδηλο, δηλαδή η πρακτική της κυβέρνησης. Δεν έχουν ακόμη διασαλευτεί τα στηρίγματά της. Πρώτο απ’ όλα, η πολιτική της ανασύστασης του πολιτικού συστήματος, που «περπατάει», όσο η Αριστερά δεν την αντιστρατεύεται και εμμέσως συναινεί, όσο αποδέχεται ως πρόσφορη την πόλωση που της προτείνεται, προσβλέποντας ότι αυτή θα της αποφέρει κέρδη. Δεύτερον, εξακολουθεί η ευθυγράμμιση των τριών κυβερνητικών εταίρων, παρά τις αλληλοϋπονομεύσεις και παρά το γεγονός ότι αυτή έχει εκπέσει σε φτηνή αποδοχή του Μνημονίου. Διότι το αρχικό σενάριο αφορούσε άλλα πράγματα, προφανώς σε μια συντεταγμένη προσπάθεια εμφάνισης ενός πνεύματος πολιτικού φιλελευθερισμού. Ενισχυμένη από επικοινωνιακές δυνατότητες και στηρίγματα αυτή θα απέβλεπε στο να οργανωθούν διλήμματα γύρω από τις αποκρατικοποιήσεις, την ιδιωτική οικονομία, να αρθρωθούν κατηγορίες για τον κρατισμό της Αριστεράς, επικλήσεις για τη δημοκρατία και την εκπροσώπηση του ατόμου, (μέσα από αντίστοιχες πρωτοβουλίες στο πολιτικό πεδίο) κ.λπ. Αλλά τώρα όλα αυτά τα παίρνει ο άνεμος του άνευ όρων ξεπουλήματος. Ο Σαμαράς δυσκολεύεται να πείσει ότι οι επιλογές του συνάδουν με κάποιου είδους σοβαρή κοσμοαντίληψη. Οι ιδιωτικοποιήσεις των 50 δισ. που υπόσχονταν μαζί με την τρόικα, έχουν φτάσει σε τιμή εκκίνησης τα 6 δισ. και θα πέσουν ακόμη παρακάτω. Σιγά-σιγά αποδεικνύεται πως τα χαρτιά κάθε δυνατότητας, χρειάζονται και προϋποθέσεις για να αναδειχθούν, τις οποίες ο πρωθυπουργός αδυνατεί να οικοδομήσει.
Μένει λοιπόν ο διχαστικός λόγος να ενοποιεί το συστημικό στρατόπεδο. Λόγος πολωτικός, ηθελημένα παραπλανητικός, εν δυνάμει εμπρηστικός απέναντι στην Αριστερά, λόγος στα χνάρια του μετεμφυλιακού αντικομμουνισμού. Λόγος που αποκαλύπτει μια πολιτική που επιθυμεί περιχαρακώσεις και δημιουργεί βαθειά ρήγματα στην κοινωνία, πολλαπλά κρίσιμα εν όψει εκρηκτικών αντιθέσεων στο άμεσο μέλλον.
Στον αντίποδα, η κοινωνία προβληματίζεται αλλά και ανακυκλώνεται. Παραμένει βουβή και δείχνει σε σύγχυση. Το ρεύμα της αμφισβήτησης που συγκροτήθηκε ενάντια στο Μνημόνιο, ανοίγοντας πρωτότυπους δρόμους αναζήτησης, ενισχύοντας ταυτόχρονα και την Αριστερά, δείχνει να τεμαχίζεται. Τμήματά του καταρρέουν, αναδιπλώνονται, εκτρέπονται. Η επόμενη φάση δεν θα είναι αυτονόητα σωρευτική προς τα αριστερά, όπως κάποιοι προεξοφλούν.
Η χώρα παγιδευμένη δεν ακολουθεί μόνο πορεία παράδοσης στους δανειστές και τις ορέξεις της Μέρκελ. Καθώς αδυνατίζει, εκτίθεται ολοένα και πιο πολύ στις εξελίξεις και τα σχέδια ξένων παραγόντων. Εξαρτάται από τις εκλογές του Νοέμβρη στις ΗΠΑ και από τις τακτικές που θα επιλέξει η Αμερική απέναντι στην Ευρώπη. Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο γεωπολιτικών ανταγωνισμών, μεγαλοκρατικών βλέψεων, παγκοσμιοποιημένων συμφερόντων. Είναι εκτεθειμένη στη θύελλα της Συρίας και όπως πάντα στην απειλή στο Αιγαίο.
Μ’ ένα σχεδόν αλληγορικό τρόπο, πάλι οι πυρκαγιές, ανέδειξαν, για πολλοστή φορά, την πραγματική κατάσταση της χώρας. Χωρίς μέσα, χωρίς πόρους, χωρίς σχέδιο, με αποδυναμωμένο ανθρώπινο δυναμικό, αφήνεται έρμαιο στην καταστροφή, σε μια τύχη που δεν ορίζει η ίδια.
Η ελπίδα όμως παραμένει, παρά τις παλινδρομήσεις, επικεντρωμένη στην Αριστερά. Και είναι μια ελπίδα ζωντανή, βάσιμη και ακόμη πραγματοποιήσιμη.
Εν τω μεταξύ, η ενορχηστρωμένη απάτη περί αναδιαπραγμάτευσης, κατέρρευσε. Χωρίς όμως και το αντίστοιχο πολιτικό κόστος. Διότι το έτερο σκέλος, η απειλή εξόδου από την Ε.Ε., εξακολουθεί να χρεώνεται στον ΣΥΡΙΖΑ. Κι έτσι πάντως, η κατάρρευση οδηγεί στην αποκάλυψη της γύμνιας. Σ’ ένα μόλις μήνα αποκαλύπτεται ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει τίποτα απ’ όσα διαφήμιζε προεκλογικά. Καμία προετοιμασία, κανένα σχέδιο για τα αναγκαία και τα αυτονόητα. Μια κυβέρνηση άχρωμη, εξαπατητική, με στελέχη ικέτες, χωρίς αντίκρισμα. Αρκεί μια πρόχειρη σύγκριση με τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις για να επιβεβαιώσει την απουσία δυναμικής: Ο ΓΑΠ με τις πιρουέτες του στο διεθνή στίβο και τις επικοινωνιακές του ενορχηστρώσεις, εξασφάλισε τουλάχιστον λίγο χρόνο πριν φθαρεί. Ο Παπαδήμος έπαιξε το χαρτί του τεχνοκράτη τραπεζίτη, του γνώστη των ευρωπαϊκών. Ετούτοι εδώ, δεν ξέρουν τι χαρτί να παίξουν! Της συγκυβέρνησης; Ούτε το θέλουν, ούτε και μπορούν να προωθήσουν τις αναγκαίες παραπλανητικές μεταθέσεις. Κάθε μέρα προβάλλεται κάτι βιαστικό, επιπόλαιο. Η εξοικονόμηση πόρων και η συνετή διαχείριση κάηκε από τους ίδιους τους υπουργούς. Η ανασύνταξη του κράτους έπαιξε για λίγο και μετά αποσύρθηκε. Και η συμμετοχή του Σαμαρά στις διαπραγματευτικές διαδικασίες, ως μια προσπάθεια αναγόρευσής του σε βαρύ πυροβολικό της κυβέρνησης, μοιάζει χλομό να πραγματοποιηθεί. Δεν ξέρουν πια πού να επενδύσουν! Οι απαιτήσεις των εκπροσώπων της τρόικας παραμένει ο μόνος άξονας γύρω από τον οποίο αποπειράται η διαμόρφωση πολιτικής. Βάλτος.
Ας μη διαφεύγει, πάντως, ότι χρεοκοπεί το έκδηλο, δηλαδή η πρακτική της κυβέρνησης. Δεν έχουν ακόμη διασαλευτεί τα στηρίγματά της. Πρώτο απ’ όλα, η πολιτική της ανασύστασης του πολιτικού συστήματος, που «περπατάει», όσο η Αριστερά δεν την αντιστρατεύεται και εμμέσως συναινεί, όσο αποδέχεται ως πρόσφορη την πόλωση που της προτείνεται, προσβλέποντας ότι αυτή θα της αποφέρει κέρδη. Δεύτερον, εξακολουθεί η ευθυγράμμιση των τριών κυβερνητικών εταίρων, παρά τις αλληλοϋπονομεύσεις και παρά το γεγονός ότι αυτή έχει εκπέσει σε φτηνή αποδοχή του Μνημονίου. Διότι το αρχικό σενάριο αφορούσε άλλα πράγματα, προφανώς σε μια συντεταγμένη προσπάθεια εμφάνισης ενός πνεύματος πολιτικού φιλελευθερισμού. Ενισχυμένη από επικοινωνιακές δυνατότητες και στηρίγματα αυτή θα απέβλεπε στο να οργανωθούν διλήμματα γύρω από τις αποκρατικοποιήσεις, την ιδιωτική οικονομία, να αρθρωθούν κατηγορίες για τον κρατισμό της Αριστεράς, επικλήσεις για τη δημοκρατία και την εκπροσώπηση του ατόμου, (μέσα από αντίστοιχες πρωτοβουλίες στο πολιτικό πεδίο) κ.λπ. Αλλά τώρα όλα αυτά τα παίρνει ο άνεμος του άνευ όρων ξεπουλήματος. Ο Σαμαράς δυσκολεύεται να πείσει ότι οι επιλογές του συνάδουν με κάποιου είδους σοβαρή κοσμοαντίληψη. Οι ιδιωτικοποιήσεις των 50 δισ. που υπόσχονταν μαζί με την τρόικα, έχουν φτάσει σε τιμή εκκίνησης τα 6 δισ. και θα πέσουν ακόμη παρακάτω. Σιγά-σιγά αποδεικνύεται πως τα χαρτιά κάθε δυνατότητας, χρειάζονται και προϋποθέσεις για να αναδειχθούν, τις οποίες ο πρωθυπουργός αδυνατεί να οικοδομήσει.
Μένει λοιπόν ο διχαστικός λόγος να ενοποιεί το συστημικό στρατόπεδο. Λόγος πολωτικός, ηθελημένα παραπλανητικός, εν δυνάμει εμπρηστικός απέναντι στην Αριστερά, λόγος στα χνάρια του μετεμφυλιακού αντικομμουνισμού. Λόγος που αποκαλύπτει μια πολιτική που επιθυμεί περιχαρακώσεις και δημιουργεί βαθειά ρήγματα στην κοινωνία, πολλαπλά κρίσιμα εν όψει εκρηκτικών αντιθέσεων στο άμεσο μέλλον.
Στον αντίποδα, η κοινωνία προβληματίζεται αλλά και ανακυκλώνεται. Παραμένει βουβή και δείχνει σε σύγχυση. Το ρεύμα της αμφισβήτησης που συγκροτήθηκε ενάντια στο Μνημόνιο, ανοίγοντας πρωτότυπους δρόμους αναζήτησης, ενισχύοντας ταυτόχρονα και την Αριστερά, δείχνει να τεμαχίζεται. Τμήματά του καταρρέουν, αναδιπλώνονται, εκτρέπονται. Η επόμενη φάση δεν θα είναι αυτονόητα σωρευτική προς τα αριστερά, όπως κάποιοι προεξοφλούν.
Η χώρα παγιδευμένη δεν ακολουθεί μόνο πορεία παράδοσης στους δανειστές και τις ορέξεις της Μέρκελ. Καθώς αδυνατίζει, εκτίθεται ολοένα και πιο πολύ στις εξελίξεις και τα σχέδια ξένων παραγόντων. Εξαρτάται από τις εκλογές του Νοέμβρη στις ΗΠΑ και από τις τακτικές που θα επιλέξει η Αμερική απέναντι στην Ευρώπη. Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο γεωπολιτικών ανταγωνισμών, μεγαλοκρατικών βλέψεων, παγκοσμιοποιημένων συμφερόντων. Είναι εκτεθειμένη στη θύελλα της Συρίας και όπως πάντα στην απειλή στο Αιγαίο.
Μ’ ένα σχεδόν αλληγορικό τρόπο, πάλι οι πυρκαγιές, ανέδειξαν, για πολλοστή φορά, την πραγματική κατάσταση της χώρας. Χωρίς μέσα, χωρίς πόρους, χωρίς σχέδιο, με αποδυναμωμένο ανθρώπινο δυναμικό, αφήνεται έρμαιο στην καταστροφή, σε μια τύχη που δεν ορίζει η ίδια.
Η ελπίδα όμως παραμένει, παρά τις παλινδρομήσεις, επικεντρωμένη στην Αριστερά. Και είναι μια ελπίδα ζωντανή, βάσιμη και ακόμη πραγματοποιήσιμη.
Σχόλια