Οι συνεχείς και θεαματικές αντιστροφές αποφάσεων και δηλώσεων σε όσα αφορούν τον πόλεμο στην Ουκρανία (αλλά και των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας) τείνουν να γίνουν «κανονικότητα» στην περίοδο που άνοιξε η διακυβέρνηση Τραμπ. Για να μείνουμε στα επεισόδια των τελευταίων μόνο εβδομάδων αυτών των μεταπτώσεων, αξίζει συνοπτικά να θυμηθούμε:
– Τη βεβαιότητα Τραμπ ότι «η Ουκρανία με τη βοήθεια της Ε.Ε. μπορεί να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη, ίσως και περισσότερα», που στάθηκε αφορμή για την εκκίνηση συνομιλιών περί παράδοσης στο Κίεβο αμερικάνικων πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, ικανών να πλήξουν στόχους βαθιά στο έδαφος της Ρωσίας.
– Ακολούθησαν βαριές κατηγορίες και απειλές εκατέρωθεν, που δεν απέτρεψαν το σχέδιο πρόσκλησης του Ζελένσκι στο Λευκό Οίκο για τον καθορισμό των λεπτομερειών.
– Μια ημέρα πριν τη συνάντηση πραγματοποιήθηκε τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ-Πούτιν, και η ανταλλαγή σκέψεων σε «καλό κλίμα» οδήγησε σε κοινή ανακοίνωση περί συνάντησης κορυφής στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας.
– Με αυτά τα δεδομένα ο Ζελένσκι δέχθηκε ψυχρολουσία στη συνάντησή του με τον Τραμπ και αντί για πυραύλους Τόμαχοκ πήρε συστάσεις (διάβαζε: πιέσεις) να αποδεχθεί μια κατάπαυση του πυρός στη βάση των δεδομένων που έχουν διαμορφωθεί στο πεδίο των μαχών, και την απώλεια σημαντικών εδαφών στην Ανατολική Ουκρανία, σύμφωνα με τις ρωσικές απαιτήσεις.
Πριν περάσουν μερικά εικοσιτετράωρα από τις θριαμβευτικές δηλώσεις για επικείμενη ειρήνη, πριν καν ξεπαγώσουν τα πικρά χαμόγελα των Ευρωπαίων προθύμων της συνέχισης του πολέμου και διατυπωθούν οι 12 προτάσεις υπονόμευσης της «επερχόμενης» ειρήνης, φάνηκαν τα πρώτα σύννεφα. Αρχικά ανακοινώθηκε η αναβολή της προπαρασκευαστικής συνάντησης των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, και λίγο αργότερα η οριστική ματαίωση της συνάντησης κορυφής. Το πρόσχημα περί ανάγκης καλύτερης προετοιμασίας της συνάντησης των δύο ηγετών δεν είναι πολύ πειστικό, καθώς δεν χρειάστηκε καθόλου χρόνος για να ανακοινωθούν αμέσως μετά σοβαρές κυρώσεις κατά της ρωσικής βιομηχανίας πετρελαίου, που πλήττουν εξίσου σοβαρά Κίνα και Ινδία.
Η διαβεβαίωση Τραμπ ότι ελπίζει οι κυρώσεις να αρθούν γρήγορα μοιάζουν περισσότερο διαπραγματευτικό ατού προς αξιοποίηση στην επικείμενη συνάντησή του με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Άλλη ερμηνεία της ματαίωσης της συνάντησης αναφέρθηκε στην έλλειψη των αναγκαίων προϋποθέσεων ασφαλείας του Ρώσου προέδρου. Οι ισχυρότατες εκρήξεις σε δύο διυλιστήρια πετρελαίου σε Ουγγαρία και Ρουμανία την επόμενη μέρα της αρχικής αναγγελίας για συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στη Βουδαπέστη προκάλεσαν δικαιολογημένους προβληματισμούς. Αλλά και πάλι αδυνατούν να εξηγήσουν τη σπουδή ανακοίνωσης των νέων αμερικάνικων κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας.
Οι παλινωδίες του Τραμπ μαρτυρούν πιέσεις, αλλά και ανάγκη διαχείρισης συμφερόντων και αντιθέσεων με δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στις φιλικές ή αντίπαλες δυνάμεις
Εσωτερικές ταλαντεύσεις στο έδαφος διεθνούς οικονομικής κρίσης
Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι προειδοποιήσεις για μια επερχόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση μεγάλης έντασης. Η πολιτική δασμών του Τραμπ, ως έκφραση της προσπάθειας των ΗΠΑ να ανακτήσουν την απολεσθείσα οικονομική παντοδυναμία τους, δεν έχει καταφέρει να κάμψει τις τάσεις της οικονομικής τους δυσπραγίας. Συνεχίζουν να βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα δυσθεώρητο χρέος και με αδυναμία χρηματοδότησης των τρεχουσών πληρωμών. Η πολιτική δασμών επιφέρει αντιδράσεις από τις χώρες που πλήττονται, μερική αποδέσμευση από το δολάριο, και περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών – που με τη σειρά τους ταράζουν βαθιά τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και τις αλυσίδες αξίας. Η μεγάλη χρηματοπιστωτική έκθεση πολυεθνικών ομίλων στις επισφάλειες της τεχνητής νοημοσύνης αποτελεί και αυτή πιθανό αποσταθεροποιητικό παράγοντα.
Υπό το βάρος αυτών των παραγόντων και των αλληλεπιδράσεών τους όλοι οι ισχυροί της γης, σε Δύση και Ανατολή, επενδύουν στους πολεμικούς εξοπλισμούς και στον πόλεμο, ως ασφαλή σταθερά. Οι πιο μικρές δυνάμεις οδηγούνται στην αγορά όπλων. Η πολεμική βιομηχανία, ως κινητήρια δύναμη συνολικά της βιομηχανικής παραγωγής και της κερδοφορίας, αποκτά βάρος καθορίζοντας τις εξελίξεις. Ιδιαίτερα για τις ΗΠΑ, η ευνοημένη από την Τραμπ πολεμική βιομηχανία, αντιλαμβάνεται ότι άλλες παραγγελίες πραγματοποιούνται με ενεργές πολεμικές συγκρούσεις και άλλη ζήτηση έχει ο αναγκαστικός επανεξοπλισμός της Ευρώπης σε καιρούς ειρήνης. Μια τέτοια ματιά δικαιολογεί την παρατήρηση ότι η πολιτική αντιπαράθεση στο εσωτερικό των ΗΠΑ ανάμεσα σε Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς μπορεί να συμπαρασύρει στη δίνη της οικονομικά συμφέροντα που στήριξαν και στηρίζουν την πολιτική Τραμπ.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι παλινωδίες του Τραμπ μαρτυρούν πιέσεις, αλλά και ανάγκη διαχείρισης συμφερόντων και αντιθέσεων με δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στις φιλικές ή αντίπαλες δυνάμεις. Δικαιολογούνται έτσι θεαματικές και επαναλαμβανόμενες μεταπτώσεις από τη μία πολιτική στην αντίθετή της… Τέτοιες όμως ταλαντώσεις δεν μπορεί παρά να δημιουργούν αντίστοιχες αντιδράσεις και στην απέναντι πλευρά. Επειδή είναι παραπάνω από φανερό ότι, αν και η προσπάθεια Πούτιν εστιάζει στην ικανοποίηση των επιλογών Τραμπ και τη σταθεροποίηση του ρήγματος μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε., και η πολιτική της Ρωσίας παρουσιάζει αντιφάσεις –ίσως και διαφορετικές προσεγγίσεις– έναντι των ΗΠΑ. Πιέσεις ολιγαρχικών συμφερόντων με ισχυρούς δεσμούς με τη Δύση δεν μπορεί παρά να ασκούν πιέσεις για επίλυση των αντιθέσεων της χώρας με τη Δύση, και επίδειξη ευελιξίας στο Ουκρανικό.
Ανταγωνιστικοί γεωστρατηγικοί σχεδιασμοί
Ανεξάρτητα από το βαθμό και την ένταση που εκδηλώνονται οι εσωτερικές αντιθέσεις σε ΗΠΑ και Ρωσία, η επίδραση των σχεδιασμών των υπόλοιπων δυνάμεων που σχετίζονται με την Ουκρανική κρίση παίζουν και αυτές ρόλο στις αμφιταλαντεύσεις που παρατηρούμε. Η «συμμαχία των προθύμων» (Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία) αποτελεί τον ευρωπαϊκό πυλώνα του κόμματος του πολέμου. Δεν είναι ότι ξύπνησε αίφνης ο Ναπολέοντας στις ηγεσίες τους. Αντιλαμβάνονται, μετά τις εξαγγελίες Τραμπ για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ε.Ε., ότι μοναδικός δρόμος περιορισμού της διεθνούς υποβάθμισής τους και της τεράστιας οικονομικής και παραγωγικής κρίσης που συμπαρασύρει και τις τρεις δυνάμεις ταυτόχρονα, είναι η καταφυγή στην πολεμική οικονομία και τη στρατιωτικοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Ο περιορισμός των φυγόκεντρων πολιτικών και κοινωνικών συμπεριφορών που δημιουργεί μια τέτοια επιλογή έχει ανάγκη από τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και την καλλιέργεια μια αντιρωσικής υστερίας ως αντίδοτο. Το σύνολο των διατιθέμενων μέσων, όπως διπλωματικές πρωτοβουλίες, αξιοποίηση μυστικών υπηρεσιών, προβοκάτσιες, εξαπατήσεις, εκβιασμοί, ασφυκτικός έλεγχος των Ουκρανών ιθυνόντων, στρατολόγηση πολιτικού προσωπικού δεύτερης επιλογής (φον ντερ Λάιεν, Κάγια, Κόστα, Ρούτε κ.λπ.), αξιοποιείται για αυτό το σκοπό. Ο «ρεαλισμός» τους επιβάλει την προσπάθεια συγκράτησης και μεγαλύτερης εμπλοκής των ΗΠΑ στην Ουκρανική κρίση ως κρίσιμο παράγοντα της ευρωπαϊκής ασφάλειας, αν ο πόλεμος στην Ουκρανία γενικευτεί σύμφωνα με την επιθυμία τους. Ο τυχοδιωκτισμός τους οδηγεί στην αξιοποίηση της προβοκάτσιας ως εκβιαστικό παράγοντα εμπλοκής των ΗΠΑ. Η συνεργασία με τον αντίστοιχο αμερικάνικο πυλώνα του κόμματος του πολέμου ασκεί ενεργή επίδραση στην εξέλιξη της Ουκρανικής κρίσης.
Στους «κερδισμένους» της παράτασης ενός αργόσυρτου παρατεταμένου πολέμου στην Ουκρανία συγκαταλέγεται και η Κίνα. Αργόσυρτου με την έννοια της αποφυγής ανεξέλεγκτων κλιμακώσεων και γενικευμένου αρπάγματος, που θα την ανάγκαζε σε μια άλλη πρακτική στάση. Παρατεταμένου με την έννοια της εξασφάλισης του αναγκαίου χρόνου προετοιμασίας για τη στιγμή που θα έρθει η σειρά της. Επειδή όλοι βλέπουν ότι το κλείσιμο του μετώπου στην Ουκρανία θα σημάνει το άνοιγμα του, απείρως ισχυρότερου, μετώπου της Ν.Α. Ασίας.






































































