Όλες τις προηγούμενες φορές κάθε «ατύχημα» στο πόλεμο της Ουκρανίας και κάθε προβοκάτσια των Ουκρανών, κατασκευασμένη σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ-Βρετανίας, προβαλλόταν στον υπερθετικό βαθμό από τις κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ της Δύσης ως απόδειξη των «εγκλημάτων πολέμου» που διαπράττει η Ρωσία. Τις τελευταίες μέρες κάτι φαίνεται να αλλάζει.
Μιλάμε για τα θραύσματα πυραύλου που έπεσαν στο έδαφος της Πολωνίας και μάλιστα με θύματα. Το καθεστώς Ζελένσκι, από την πρώτη στιγμή, χαρακτήρισε το γεγονός ως επίθεση της Ρωσίας σε βάρος του ΝΑΤΟ και ζήτησε κλιμάκωση του πολέμου με ευθεία εμπλοκή του ΝΑΤΟ. Από κοντά και οι χώρες του βορρά: Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία.
Η αντίδραση όμως της δυτικής συμμαχίας ήταν συγκρατημένη. Από την πρώτη στιγμή ο Μπάιντεν δήλωσε ότι μοιάζει απίθανο ο πύραυλος να ήταν ρωσικός. Στην ίδια γραμμή και ο γ.γ. του ΝΑΤΟ. Την επόμενη μέρα οι κυβερνήσεις της Δύσης αποφάνθηκαν ότι ο πύραυλος τελικά προερχόταν από την αεράμυνα της Ουκρανίας στην προσπάθεια της να απαντήσει στις ρωσικές πυραυλικές επιθέσεις σε βάρος ενεργειακών υποδομών του Κιέβου. Ήταν η πρώτη φορά που η Δύση επίσημα άφηνε ακάλυπτες τις φιλοπόλεμες υστερίες του Ζελένσκι γεγονός που χαιρετίστηκε με ικανοποίηση από τη Ρωσία ως απόδειξη μιας υπεύθυνης στάσης.
Ανιχνεύοντας διαύλους διευθετήσεων
Οι χειρισμοί της Δύσης στην υπόθεση των πυραύλων που έπληξαν την Πολωνία ήταν το τελευταίο από μια σειρά γεγονότων που δείχνει τις προσπάθειες ισχυρών κρατών σε Δύση και Ανατολή να ανιχνεύσουν διαύλους επικοινωνίας ώστε να βρεθεί ένα διέξοδο στην ουκρανική κρίση.
Να θυμίσουμε ότι, παραμονές των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ, ο Λευκός Οίκος είχε διαρρεύσει μια «οργισμένη» συνομιλία Μπάιντεν-Ζελένσκι όπου ο Αμερικάνος πρόεδρος δυσφορούσε με την «αχαριστία» Ζελένσκι να ζητά ακατάπαυστα όλο και περισσότερα χρήματα και όπλα ως βοήθεια.
Ακλούθησαν προτροπές μεγάλων αμερικάνικων εφημερίδων που αποκάλυπταν ότι διπλωμάτες των ΗΠΑ «συμβούλευαν» το καθεστώς Ζελένσκι να μην απορρίπτει κατηγορηματικά προσπάθειες ειρηνευτικού διαλόγου με τη Ρωσία αλλά και οι γνωστές αποφάσεις των νέων κυβερνήσεων Βρετανίας και Ιταλίας για περικοπές των κονδυλίων για τη στρατιωτική –και όχι μόνο– βοήθεια σε τρίτες χώρες.
Παρά το γεγονός ότι στις δυτικές πρωτεύουσες οι υποστηρικτές μιας ολοκληρωτικής σύγκρουσης με τη Ρωσία συνεχίζουν να διατηρούν ισχυρή επιρροή στα κυβερνητικά επιτελεία αρχίζουν να διαμορφώνονται δεύτερες σκέψεις
Παρά το γεγονός ότι στις δυτικές πρωτεύουσες οι υποστηρικτές μιας ολοκληρωτικής σύγκρουσης με τη Ρωσία συνεχίζουν να διατηρούν ισχυρή επιρροή (και να κατέχουν αποφασιστικές θέσεις γεγονός που διατηρεί το ενδεχόμενο ενός «ατυχήματος» πολύ πιθανό) στα κυβερνητικά επιτελεία αρχίζουν να διαμορφώνονται δεύτερες σκέψεις. Ο κίνδυνος εκτροπής του πολέμου σε πυρηνική σύγκρουση, η εντεινόμενη οικονομική και ενεργειακή κρίση και η δυσφορία των πολιτών που δημιουργεί πια και πολιτικά αποτελέσματα –όπως οι πολιτικές εξελίξεις σε ΗΠΑ, Ιταλία, Σουηδία, Γαλλία κ.λπ.–, διαμορφώνουν ήδη ένα διαφορετικό τοπίο.
Οι αρχικές ανησυχίες μετατρέπονται σταδιακά σε επιλογές αν εξετάσει κανείς την ακολουθία των γεγονότων. Πρώτα η συνάντηση των επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και Ρωσία στην Κωνσταντινούπολη και ακολούθως οι αποφάσεις της Συνόδου των G20 στην Ινδονησία (δείτε σελίδα 9 και 15 αντίστοιχα). Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συνάντηση των 20 πλουσιότερων χωρών του πλανήτη η αμερικάνικη αντιπροσωπεία δεν αποχώρησε κατά την ομιλία του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σ. Λαβρόφ αλλά και το γεγονός ότι η Κίνα και η Ινδία δεν εμπόδισαν τη Σύνοδο των G20 να καταλήξει σε ένα προσεκτικά διατυπωμένο, είναι η αλήθεια, κείμενο σαφούς εναντίωσης στον ουκρανικό πόλεμο. Είναι βέβαια γνωστό ότι οι δύο ισχυρές χώρες της Ανατολής ουδέποτε έχουν καταγγείλει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και έχουν εμποδίσει αποφάσεις καταδίκης της Ρωσίας στον ΟΗΕ την ίδια στιγμή που διατυπώνουν δημόσιες επιφυλάξεις για τον πόλεμο της Ουκρανίας καθώς αντιλαμβάνονται ότι κινδυνεύουν και οι δικές τους στρατηγικές επιδιώξεις για κέρδισμα χρόνου ώστε να επιτευχθεί η οικονομική τους ενδυνάμωση.
Μέσα σε αυτό το κλίμα δεν είναι καθόλου τυχαίες οι πρόσφατες ανακοινώσεις για μερική άρση των μέτρων σε βάρος της Ρωσίας σχετικά με την εμπορία λιπασμάτων, σιτηρών και πετρελαίου που διυλίζεται σε τρίτες χώρες. Ομοίως στη λογική των πραγμάτων εντάσσονται οι όλο και πιο πυκνές δηλώσεις Ρώσων ιθυνόντων για την προθυμία της Μόσχας για εκκίνηση ειρηνευτικών συνομιλιών με το Κίεβο.
Η Ρωσία ενώπιον ισχυρών διλημμάτων
Η διεθνής κινητικότητα για αναζήτηση διευθετήσεων στην ουκρανική κρίση γίνεται σε μια δύσκολη συγκυρία για την Ρωσία. Η αποχώρηση χωρίς μάχη από τη Χερσώνα θεωρήθηκε ως στρατηγική ήττα για τον Πούτιν τόσο από τις χώρες της Δύσης όσο και από ισχυρούς παράγοντες στο εσωτερικό της Ρωσίας. Δεν είναι λίγοι στη Μόσχα που επισημαίνουν τις φανερές αδυναμίες της ρωσικής επιχείρησης στην Ουκρανία και την αδυναμία ανατροπής των δεδομένων. Η επίσημη δικαιολόγηση της «παράδοσης» της Χερσώνας συνοδεύτηκε και από άλλες υποχωρήσεις σε κρίσιμες περιοχές κυρίως όμως από την αμυντική πλέον διάταξη των ρωσικών δυνάμεων και τον κίνδυνο απώλειας περισσότερων πόλεων που πρόσφατα εντάχθηκαν στη Ρωσική Ομοσπονδία. Οι πυραυλικές επιθέσεις στη δυτική Ουκρανία και το Κίεβο παρότι δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην επιμελητεία των ουκρανικών δυνάμεων στη πρώτη γραμμή του πολέμου δεν τροποποιούν το σημερινό τέλμα των συγκρούσεων.
Με αυτή την έννοια οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις αποτελούν μια διέξοδο και για τη Ρωσία. Με μία προϋπόθεση: Ότι αυτές δεν θα είναι ταπεινωτικές για τη Ρωσία και τον Πούτιν. Ο Ρώσος πρόεδρος θα είναι αδύνατο να δικαιολογήσει στο εσωτερικό της χώρας μια αποχώρηση από τα εδάφη που έχει ήδη καταλάβει. Θα είναι αδύνατο να δικαιολογήσει μια αλλαγή του καθεστώτος που διέπει την Κριμαία. Το ερώτημα δεν είναι άλλο από τις προϋποθέσεις ειρήνευσης που σχεδιάζουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ανεξάρτητα από τις παράλογες απαιτήσεις του Ζελένσκι. Και όσο αυτές οι προθέσεις δεν ξεκαθαρίζονται τόσο οι πιθανότητες ειρήνευσης παραμένουν στάσιμες και τόσο οι πιθανότητες κλιμάκωσης του πολέμου παραμένουν στη λογική των πραγμάτων. Άλλωστε είναι σε όλους γνωστό ότι όσο πιο ισχυρές είναι οι θέσεις που κατέχει κάποιος στα πεδία τόσο πιο ευνοϊκοί είναι και οι όροι ειρήνευσης.