«Παιδί» των μνημονιακών πολιτικών τα «κόκκινα» δάνεια – Κορυφώνεται η ανθρωπιστική κρίση. ΤΟυ Παύλου Δερμενάκη
Η ελληνική οικονομία βυθίζεται για 6ο συνεχή χρόνο, ακολουθώντας το σπιράλ της ύφεσης. Τα μηνύματα και για τον 7ο χρόνο (2014) τα έδωσε μόλις προχθές ο ΟΟΣΑ, προβλέποντας συνέχιση της πτώσης (-0,4%).
Ολόκληρη η κοινωνία στραγγαλίζεται οικονομικά από την επιδρομή κυβέρνησης, τρόικας και φυσικά του μεγάλου κεφαλαίου που πάντοτε βγαίνει συνολικά κερδισμένο σε τέτοιες περιόδους. Τα εισοδήματα των νοικοκυριών έχουν μειωθεί δραματικά. Για τους εργαζόμενους οι ονομαστικοί μισθοί στην περίοδο 2009-2013 έχουν μειωθεί κατά 34% και σε πραγματικούς όρους, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το κόστος ζωής, κατά 44%. Η ανεργία έχει φτάσει στο 30%, οι συντάξεις έχουν μειωθεί κατά μέσο όρο στο μισό. Όταν σε αυτά προστεθεί η αμείλικτη φοροεπιδρομή στα πλατιά λαϊκά στρώματα σε συνδυασμό με τη μείωση των κοινωνικών παροχών και τις αυξήσεις συμμετοχής σε νοσήλια, φάρμακα κ.λπ. προκύπτει μια δραματική μείωση των εισοδημάτων για το σύνολο των νοικοκυριών που ξεπερνά το 60% συγκριτικά με το δεδομένα του 2009.
Σε αυτές τις συνθήκες τα νοικοκυριά καλούνται να εξυπηρετήσουν τα δάνεια που έλαβαν κατά την περίοδο που οι τράπεζες μοίραζαν τις πιστωτικές κάρτες στο δρόμο και χρηματοδοτούσαν το 120% και πλέον της αξίας των ακινήτων προς αγορά. Φυσικό είναι όταν η κρίση βαθαίνει τα νοικοκυριά σταδιακά να αδυνατούν να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις και οι τράπεζες να μειώνουν τη χρηματοδότηση. Τα στοιχεία του πίνακα είναι ξεκάθαρα.
(*) Εκτίμηση ΚΕΠΕ για το τέλος του 2013
(**) Εκτίμηση σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα
1. Η τραπεζική χρηματοδότηση μειώνεται συνεχώς σε όλη την περίοδο της μνημονιακής πολιτικής. Η μείωση της χρηματοδότησης προς τα νοικοκυριά είναι μεγαλύτερη.
2. Η ραγδαία επιδείνωση της οικονομίας οδηγεί σε αδυναμία αποπληρωμής των δανείων. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν ξεπεράσει τα 70 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύουν το 32% της συνολικής τραπεζικής χρηματοδότησης. Δηλαδή, 1 στα 3 δάνεια πλέον δεν εξυπηρετείται. Από αυτά πάνω από τα μισά αφορούν τα νοικοκυριά (καταναλωτικά και στεγαστικά).
3. Η συσχέτιση της επιδεινούμενης συνολικά οικονομικής θέσης των νοικοκυριών, λόγω της πολιτικής των μνημονίων με την αλματώδη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι προφανής. Ενδεικτική είναι η εικόνα και στο σχετικό γράφημα που παρουσιάζει την εξέλιξη της αύξησης του ποσοστού της ανεργίας με την αντίστοιχη εξέλιξη αύξησης του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος, σχετικά με το τι σημαίνουν αυτά τα μεγέθη, σημειώνεται ότι στην επίσης σε δύσκολη οικονομική κατάσταση Ισπανία, με τα πολλά προβλήματα στον τραπεζικό κυρίως τομέα και ιδιαίτερα στην κτηματική πίστη, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έφτασαν σε ποσοστό που θεωρείται ρεκόρ 12,68% το Σεπτέμβριο του 2013 και αφορούν χορηγήσεις 188 δισ. ευρώ επί συνόλου χορηγήσεων 1,48 τρισ. ευρώ.
Επίσης, για να διαπιστωθεί το μέγεθος του προβλήματος στις τράπεζες στην Ελλάδα, όσον αφορά την φερεγγυότητά τους, αρκεί να σημειωθεί ότι έναντι των 70 δισ. ευρώ που είναι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια τα κεφάλαια των τραπεζών, μετά και την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση, είναι περίπου 30 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται, δε, τέλος ότι στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν έχουν συμπεριληφθεί τα δάνεια που έχουν αναδιαρθρωθεί λόγω αδυναμίας ανταπόκρισης των δανειοληπτών. Τα δάνεια αυτά αντιπροσωπεύουν ένα ποσοστό της τάξης περίπου του 6% στο σύνολο του τραπεζικού δανεισμού. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν: α) το γεγονός ότι οι τράπεζες προχωρούν σε συνεχείς ρυθμίσεις των ίδιων δανείων, β) το παράλογο ύψος των επιτοκίων αλλά και τη φύση των ρυθμίσεων που προτείνουν οι τράπεζες και είναι θνησιγενείς (για το λόγο αυτό επαναρρυθμίζουν το ίδιο δάνειο για τρίτη ή ακόμα και τέταρτη φορά) και γ) τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας υπό μνημονιακή-τροϊκανή εποπτεία, είναι σαφές ότι και αυτά τα δάνεια εντός ολίγου θα ενταχθούν στα μη εξυπηρετούμενα μαζί με αυτά που σταδιακά θα δημιουργούνται από τη συνεχή μείωση των λαϊκών εισοδημάτων.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι με την ακολουθούμενη μνημονιακή πολιτική, όσον αφορά τα δάνεια, λόγω της πραγματικής αδυναμίας να τα «βγάλουν πέρα» τα νοικοκυριά θα μεγαλώνουν όλο και περισσότερο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και συνεπώς θα αναζητούνται συνεχώς λύσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών.
Σχετικά, δε, με το ποιες είναι οι πραγματικές προοπτικές του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα των μνημονίων, δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ για να τις ανακαλύψουμε. Τις είπαν με τον «καλύτερο» τρόπο οι τραπεζίτες της Credit Agricole της Societe General και της Πορτογαλικής BCP που παρέδωσαν τις Τράπεζες που κατείχαν Εμπορική, Γενική και Millennium και αποχώρησαν από την Ελληνική αγορά.
* Ο Παύλος Δερμενάκης
είναι M.Sc. οικονομολόγος – ερευνητής