του Γιώργου Αναστασίου
Το είπε αυτήν την εβδομάδα και το πάλαι ποτέ Σκαθάρι, ο αειθαλής τραγουδοποιός και σερ (αφότου τον έχρισε ιππότη η Ελισάβετ) Πολ ΜακΚάρτνεϊ: «Το δημοψήφισμα για το Brexit ήταν μάλλον ένα λάθος». Ο 77χρονος σήμερα Πολ απλώς επαναλαμβάνει το συμπέρασμα στο οποίο έχουν καταλήξει, από την επαύριο κιόλας του δημοψηφίσματος, οι επιφανέστεροι και σοβαρότεροι Βρετανοί πολιτικοί, τραπεζίτες, μπίζνεσμεν κ.λπ.: «Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που το επιτρέψαμε». Διότι εδώ και τρία χρόνια προσπαθούν να διορθώσουν το λάθος, κι ακόμα να τα καταφέρουν. Στα τελευταία επεισόδια του σίριαλ, που έχει παρουσιαστεί σε όλες τις διαστάσεις του από τον Δρόμο*, προστέθηκε τώρα και μια ομόφωνη απόφαση του Ανώτατου Δικαστήριου του Ηνωμένου Βασιλείου: η απόφαση του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον να αναστείλει τις εργασίες της βρετανικής βουλής ως τα μέσα Οκτωβρίου είναι παράνομη.
Κάποιος κακόβουλος θα πρόσθετε ότι εμμέσως πλην σαφώς οι δικαστές αποφάνθηκαν ότι, αντίθετα, είναι νόμιμη η διαρκής παρακώλυση από την πλειοψηφία των βουλευτών της υλοποίησης της απόφασης των Βρετανών πολιτών για έξοδο από την Ε.Ε. Αλλά εδώ μπαίνουμε στην ουσία: το θέμα δεν είναι το τι ψήφισαν οι Βρετανοί, αλλά η πεποίθηση των ελίτ ότι ήταν λάθος αυτό καθαυτό το γεγονός ότι τους επιτράπηκε να ψηφίσουν. Με άλλα λόγια, καλή η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία, αλλά… μόνο όταν μας συμφέρει. Από εδώ εκπορεύεται και η συγκινητική υποστήριξη των ελίτ και των ΜΜΕ προς την πλειοψηφία της βρετανικής βουλής (χάρη στην αποστασία και δεκάδων Συντηρητικών βουλευτών στο στρατόπεδο της «με κάθε θυσία παραμονής στην Ε.Ε.»), η οποία έχει αυτοεξευτελιστεί δεκάδες φορές ψηφίζοντας αποφάσεις που αλληλοαναιρούνται με μοναδικό στόχο να παρεμποδίσει το Brexit.
Επιδιώκουν «κυβέρνηση αποστατών»
Και τώρα τι; Για πολλοστή φορά ο Τζόνσον, που έτσι κι αλλιώς δεν διαθέτει πλέον κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κάλεσε την αντιπολίτευση να εφαρμόσει το αυτονόητο: δηλαδή να τον ρίξει μέσω της υποβολής πρότασης μομφής. Αλλά πού! Το αυτονόητο έχει εξοριστεί από το τσίρκο της αρχαιότερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, διότι μια πτώση της κυβέρνησης Τζόνσον θα σήμαινε εκλογές. Κι αυτό, δηλαδή η επίλυση στις κάλπες ενός αδιεξόδου που προκλήθηκε και συντηρείται από μια βουλή αναντίστοιχη προς το εκλογικό σώμα, είναι για τους Βρετανούς ευρωπαϊστές το δεύτερο χειρότερο πράγμα στον κόσμο μετά το Brexit. Γιατί; Επειδή τις εκλογές θα τις χάσουν, και πολλοί σημερινοί βουλευτές θα βρεθούν άνεργοι.
Οπότε τι αντιπροτείνει ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Εργατικός ηγέτης Τζέρεμι Κόρμπιν; Να… παραιτηθεί ο Τζόνσον. Πράγματι, με μια παραίτηση δεν θα προκαλούνταν εκλογές: απλά θα έπρεπε να βρεθεί μια νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία η οποία θα στήριζε έναν νέο πρωθυπουργό. Ήδη οι αποστάτες των Συντηρητικών έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι, προκειμένου να αποφευχθεί το Brexit, προτιμούν να δουν πρωθυπουργό ακόμη και τον «μπολσεβίκο» Κόρμπιν. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα στηρίξουν τον… Βρετανό Τσιριμώκο, τόσο όσο χρειάζεται για να βγάλει τη βρωμοδουλειά: να ζητήσει δηλαδή από τις Βρυξέλλες μια νιοστή παράταση του Brexit, και τελικά να οργανώσει ένα νέο δημοψήφισμα υπό την απειλή του χάους, θεωρώντας μη γενόμενο το προηγούμενο. Οι Βρυξέλλες, από την πλευρά τους, δηλώνουν έτοιμες να συζητήσουν οποιαδήποτε «λογική πρόταση». Και για την ώρα όλοι μαζί προτιμούν να μην σκέφτονται τις μακροπρόθεσμες ιστορικές επιπτώσεις που θα έχει ο διχασμός της βρετανικής κοινωνίας, που γίνεται όλο και βαθύτερος εξαιτίας της απόφασης των ελίτ να δείξουν στις «παρασυρμένες μάζες» πόσο (δεν) τις υπολογίζουν.
* Βλ. μεταξύ άλλων το άρθρο «Νόμος είναι το δίκιο του… Σίτι» (φύλλο 466, σελ. 18).