Μοιράζοντας νερά, συμβάλλοντας στις διασώσεις και τον απεγκλωβισμό κατοίκων, συλλέγοντας φάρμακα, φαγητό και είδη πρώτης ανάγκης, βοηθώντας στο άνοιγμα δρόμων και το καθάρισμα από τα λασπόνερα, στηρίζοντας τους ανθρώπους με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας. Ένα τεράστιο κύμα αλληλεγγύης και εθελοντισμού έκανε την εμφάνισή του μετά τις πλημμύρες στην Θεσσαλία. Το έχουμε δει να ξανασυμβαίνει στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, από την Εύβοια μέχρι τον Έβρο και από τη Ρόδο μέχρι την Αττική. Αποτελεί την ελπίδα μέσα στο σκοτάδι της διαρκούς κρίσης, της «νέας κανονικότητας». Αποτελεί την ένδειξη, ότι παρ’ όλα όσα, δεν έχουμε τελειώσει και έστω και σπασμωδικά, έστω και «στο και πέντε» μεγάλων καταστροφών, μπορούμε να ξαναεφεύρουμε ένα «Εμείς» που να μας υποστυλώσει ως κοινωνία.

Το νέο αυτό κύμα συμμετοχής και αλληλεγγύης έχει να αναμετρηθεί με τη χρόνια απαξίωση κάθε συλλογικής ταυτότητας και δράσης, να σπάσει το μούδιασμα και την απουσία εναλλακτικής, τον κατακερματισμό και τον εγκλωβισμό στον ατομισμό και τα ατομικά προβλήματα. Αναζητά για αυτό νέες μορφές οργάνωσης, δίνει νέα περιεχόμενα σε παλιές ή χρησιμοποιεί υπαρκτές δομές ως πρόσκαιρο εργαλείο. Σε κάθε περίπτωση, μέσα από την συνειδητοποίηση της κοινής μοίρας, αναζητά μια εκ νέου κοινωνικότητα, ως όρο επιβίωσης σε έναν κόσμο που δεν παρέχει καμία σταθερά στη ζωή και την καθημερινότητα, που μπορεί από τη μία μέρα στην άλλη, να βρεθείς πρόσφυγας στην ίδια σου τη χώρα.

Φωτογραφία του Αλέξανδρου Σταματίου (πολεμικού ανταποκριτή)

Πρώτο επίπεδο αυτού του «εμείς», οι ίδιοι οι κάτοικοι, στις γειτονιές και τα χωριά που χτυπήθηκαν από την κακοκαιρία Daniel, που δεν άκουσαν την εντολή «εκκενώστε», αλλά πάλεψαν, με ό,τι μέσα είχαν να σώσουν ό,τι σώζεται. Μετέφεραν ηλικιωμένους και άλλους ευπαθείς κατοίκους, με βάρκες, βαρέα οχήματα ή ακόμη και κουβαλώντας τους στην πλάτη τους, σε ασφαλές μέρος, άνοιξαν το σπίτι τους στο γείτονα, έσωσαν ζώα και περιουσίες, μετέφεραν πόσιμο νερό με υδροφόρες (όπως οι κάτοικοι των Σταγιατών) από τις πηγές των χωριών στις πόλεις. Και τώρα μετά την καταστροφή, βάζουν στην άκρη την κούραση, την απελπισία και την οργή, σφίγγουν τα δόντια για να ξελασπώσουν την περιοχή τους, όχι ο καθένας μόνο το δικό τους σπίτι ή τη δική τους περιουσία.

Δεύτερο επίπεδο, η συνεισφορά διαφόρων υπαρκτών συλλογικοτήτων σε όλη την χώρα, που από την πρώτη στιγμή, έσπευσαν να συλλέξουν ήδη πρώτης ανάγκης, να έρθουν σε επαφή με φορείς και κατοίκους των πλημμυροπαθών  περιοχών, να στήσουν ένα δίκτυ αλληλεγγύης. Εργατικά σωματεία, πολιτιστικοί σύλλογοι, κινηματικά στέκια και καταλήψεις, η εκκλησία, αθλητικοί σύλλογοι και σύνδεσμοι οπαδών, καλλιτέχνες, ακόμη και μεμονωμένες επιχειρήσεις έστειλαν τόνους νερού, φαγητού και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης. Κορμός αυτής της προσπάθειας, μόνιμες δομές αλληλεγγύης που διατηρούν διαύλους μέσα στα χρόνια της κρίσης, κοινωνικά ιατρεία, συλλογικές κουζίνες κ.ά. και πλάι σε αυτά και ομάδες ανθρώπων και επιτροπές, που στήνονται για τον σκοπό αυτό, αποτελώντας την έκτακτη μορφή οργάνωσης που εφευρίσκει η κοινωνία.

Τρίτο επίπεδο, η ίδια η ανθρωπιά και συνεισφορά των πολλών απλών ανθρώπων, που έσπευσαν από το υστέρημα τους να ενισχύσουν τις δράσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η ανθρωπιά, η δοτικότητα, η διάθεση για δράση που να παράγει αποτέλεσμα, συνυπάρχει με την απογοήτευση, τον βουβό θυμό, την κούραση από τα απανωτά χαστούκια. Η κοινωνία μας συνεχίζει να βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κατακερματισμό της, οργανωμένο από το ίδιο το σύστημα και με τα αποστήματα που αυτός γεννά με τον αγριανθρωπισμό, τη διάχυτη κοινωνική βία, τον ατομισμό και την αδιαφορία για τον άλλο. Η αντίθεση αυτή γίνεται ολοένα και πιο εκρηκτική.

Το νέο αυτό κύμα συμμετοχής και αλληλεγγύης έχει να αναμετρηθεί με τη χρόνια απαξίωση κάθε συλλογικής ταυτότητας και δράσης, να σπάσει το μούδιασμα και την απουσία εναλλακτικής, τον κατακερματισμό και τον εγκλωβισμό στον ατομισμό και τα ατομικά προβλήματα

Και το κράτος;

Οι πολίτες γνωρίζουν πως ο κρατικός μηχανισμός, απαξιωμένος για χρόνια, από τις ελίτ, τις κυβερνητικές πολιτικές και τις αποικιοκρατικές επιλογές του πολιτικού συστήματος, δεν θέλει και δεν μπορεί να εγγυηθεί τη συλλογική ασφάλεια των πολιτών της χώρας. Οι κραυγές αγωνίας κατοίκων που για μέρες βρίσκονταν εγκλωβισμένοι σε σπίτια στην Καρδίτσα, το Πήλιο και αλλού, χωρίς ρεύμα, πόσιμο νερό ή τροφή, και λάμβαναν την απάντηση «δεν μπορούμε να σας προσεγγίσουμε» από τους αρμόδιους, η επικοινωνιακή διαχείριση της αλληλεγγύης από τους δημάρχους, που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να οργανώνουν όλη την εκστρατεία ανακούφισης των πληγέντων, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια εμπιστοσύνης σε ένα πολλαπλά χρεοκοπημένο κράτος.

Η συνειδητοποίηση αυτή, μπορεί να δράσει απελευθερωτικά, από τη μία πλευρά, να σπάσει την ανάθεση, να μας κάνει και πάλι πολίτες, που δρούμε για όσα μας αφορούν και όχι υποστηρικτές ή πελάτες του πολιτικού συστήματος. Την ίδια στιγμή όμως, ελλείψει αξιόπιστης εναλλακτικής, μπορεί να μπλοκάρει τη σκέψη, να κάνει να φαίνεται μονόδρομος η προσαρμογή σε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, που πάνε να επιβάλλουν ως «νέα κανονικότητα». Άλλωστε το «επιτελικό κράτος» ποτέ δεν υποσχέθηκε ότι θα μας λύνει όλα τα προβλήματα, ούτε ότι θα μπορεί να εγγυηθεί τη συλλογική μας ασφάλεια, είναι δική μας ευθύνη να γίνουμε πιο ανθεκτικοί και ευπροσάρμοστοι.


Και όμως το κρατικό πεδίο δεν μπορεί να παρακαμφθεί

Είναι φανερό ότι μεγάλο μέρος αυτής της καταστροφής θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, αν είχαν γίνει άλλες επιλογές. Αν τα έργα υποδομής γινόταν με κριτήριο το συλλογικό συμφέρον και όχι τις τσέπες των εργολάβων, αν οι προειδοποιήσεις των ειδικών για το μπάζωμα των ρεμάτων και τον περιορισμό της κοίτης των ποταμών δεν είχαν απορριφθεί ως κινδυνολογίες, αν η πολιτική προστασία είχε μέσα και προσωπικό για να επέμβει έγκαιρα και αποτελεσματικά. Επίσης είναι φανερό, πως το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι θέμα ενός προσώπου (αν και υπάρχουν προφανείς πολιτικές και ποινικές ευθύνες και σε αυτή την περίπτωση) ή μιας πολιτικής απόφασης αλλά συνολικά του τρόπου με τον οποίο λειτουργούμε ως κοινωνία.

Σήμερα στο «και πέντε» της καταστροφής, η πραγματική συζήτηση που πρέπει να ανοίξει (τροφοδοτώντας και τις επιλογές και τις πράξεις μας) είναι αν θα συνεχίσουμε ως χώρα να πορευόμαστε όπως πορευόμαστε, αναμένοντας καρτερικά την επόμενη «πρωτοφανή» καταστροφή (πυρκαγιά, πλημμύρα, χιονόπτωση, σεισμός, πανδημία κ.ο.κ.), ή αν θα αναζητήσουμε δρόμους ανάταξης της κοινωνίας και της χώρας, χτίζοντας μια ριζικά διαφορετική πολιτεία, με διαφορετικές ιεραρχήσεις από αυτές που επιβάλλει το σύστημα, ξενοκρατίας, κλεπτοκρατίας και μετριοκρατίας.

Γιατί πράγματι, τόσο η ανακούφιση των ανθρώπων που ξεσπιτώθηκαν από τις πλημμύρες και η αποκατάσταση ζημιών σε περιουσίες και υποδομές ώστε να επανέλθουν οι τοπικές κοινωνίες σε μια στοιχειώδη λειτουργία, όσο κυρίως το μεγάλο έργο ανασυγκρότησης των περιοχών αυτών σε βάθος χρόνου απαιτεί την ενεργοποίηση όλης της κοινωνίας, από κοινού των κρατικών και αυτοδιοικητικών δομών, των επιχειρήσεων και των πολιτών.

Φωτογραφία του Αλέξανδρου Σταματίου (πολεμικού ανταποκριτή)

Το κράτος θα όφειλε να έχει κηρύξει την περιοχή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, να στρέψει κονδύλια του προϋπολογισμού στην περιοχή, να διεκδικήσει δημοσιονομικό χώρο από την Ε.Ε. για να καλύψει τις έκτακτες ανάγκες, να επιβάλει διατίμηση (πραγματική και όχι όπως το πλαφόν 2,5 ευρώ στην εξάδα νερού, που κοστίζει κανονικά 1,8 ευρώ, και επιβλήθηκε κλείνοντας το μάτι στους κάθε λογής μαυραγορίτες, λέγοντας τους ότι μπορούν να συνεχίσουν να κερδοσκοπούν αλλά με νόμιμο τρόπο) στα είδη πρώτης ανάγκης για τους πληγέντες κατοίκους και να ελέγχει αυστηρά την κερδοσκοπία σε όλη τη χώρα, να προχωρήσει σε επιτάξεις μέσων από τους «εθνικούς εργολάβους» για τα έργα αποκατάστασης και όχι να τάζει απευθείας αναθέσεις σε όσους βλέπουν την καταστροφή ως ευκαιρία για μπίζνες, να ανακοινώσει ουσιαστικά μέτρα ανακούφισης, όπως η σεισάχθεια για τους ανθρώπους που καλούνται να ξαναχτίσουν τη ζωή τους από την αρχή και να μην εγκαταλείψουν τον τόπο τους, και όχι να εξαντλεί την οικονομική στήριξη σε μερικές αποζημιώσεις που δεν αρκούν ή να τάζει pass για πάσα νόσο.

Τα παραπάνω φαντάζουν τόσο μακρινά, και ξένα, με τις προτεραιότητες που σήμερα έχει η ελληνική πολιτεία. Έχουμε εκπαιδευθεί (ειδικά τα τελευταία χρόνια) να έχουμε χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών, να μην πιστεύουμε ότι η κοινωνία μας μπορεί να σταθεί σε στέρεες βάσεις, με τις δικές της δυνάμεις. Και όμως η δράση των πολλών ανθρώπων που με την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά τους, έσωσαν ότι μπορούσε να σωθεί και στις πλημμύρες στην Θεσσαλία, μας επιβάλει να σκεφτούμε για μια άλλη ποιότητα, ως εφικτή εναλλακτική για τη χώρα μας. Μπλοκαρισμένη σήμερα από ένα σημαδεμένο πολιτικό σκηνικό, και ένα εχθρικό για τον λαό και την χώρα πολιτικό σύστημα, αυτή η δυναμική, αποτελεί ανάγκη να εκφραστεί, να λάβει σάρκα και οστά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!