Αρχικά ηχολήπτης σε ταινίες και ντοκιμαντέρ, ο Αρκάδας Δημήτρης Κανελλόπουλος, σκηνοθέτης μικρού μήκους ταινιών, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Αγέλη Προβάτων», συνυπογράφει και το σενάριο εκτός από τη σκηνοθεσία, με ένα εξαιρετικό καστ Ελλήνων ηθοποιών.
Ο Θανάσης (Δημήτρης Λάλος), επαρχιώτης μικροεπιχειρηματίας αδυνατεί να αποπληρώσει τα δανεικά, που πήρε από τοκογλύφο για να ανοίξει φυτώριο. Προσεγγίζει μερικούς άλλους ομοιοπαθείς συγχωριανούς, όπως τον συνεσταλμένο Αποστόλη (Άρης Σερβετάλης), που είναι μπακάλης και τον Βαγγέλη (Δημήτρης Λιόλιος), που είναι καφετζής, στοχεύοντας να τους συσπειρώσει, ώστε να αντιμετωπίσουν όλοι μαζί τον αδίστακτο τοκογλύφο, ο οποίος έχει ήδη στείλει δυο μπράβους, με τον πιο σκληρός, τον Παραδείση (Λευτέρης Πολυχρόνης), να κρατάει πατερίτσα, κάτι που τον κάνει εξαιρετικά ευάλωτο, δίνοντας φαινομενικά προβάδισμα στη λυκοσυμμαχία των φοβισμένων νοικοκυραίων.
Εφαρμόζοντας στη σύγχρονη συνθήκη χαρακτήρες και σκηνοθεσία που απαντάμε στα σπαγγέτι γουέστερν, ο Κανελλόπουλος βάζει στο στόχαστρο την υποκρισία, τη δειλία και το αντριλίκι των ευυπόληπτων οικογενειαρχών, αποκαλύπτοντας τα πυραμοειδή σχήματα εξουσίας, σε μια ταινία που παρουσιάζει θεματικές και σεναριακές συγγένειες με το σινεμά του Οικονομίδη, αντιστρέφοντας όμως τους ρόλους ανάμεσα σε θήτες και θύματα, καθώς όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης «όλα τίθενται υπό αμφισβήτηση: επιβολή-ανυπακοή, άτομο-σύνολο, νίκη-ήττα».
Ο ανεκδοτολογικός διάλογος της εισαγωγής, για το αν ο καρπός που έπεσε στην οροφή του αυτοκινήτου των δυο μπράβων είναι πορτοκάλι ή νεράντζι, θυμίζει τους διαλόγους περί ανέμων και υδάτων στις ταινίες του Ταραντίνο, προσδιορίζοντας τους χαρακτήρες. Ο νεαρός οδηγός είναι πολυλογάς και πιστεύει στις συμπτώσεις, σε αντίθεση με τον ατρόμητο και λιγομίλητο Παραδείση, που από «μια στραβή», περνάει σε άλλη μοίρα και από λύκος γίνεται πρόβατο. Στη σκηνή που οι μπράβοι βλέπουν γουέστερν στην τηλεόραση, τρώγοντας γαριδάκια, ο Παραδείσης παρατηρεί «όλοι νομίζουν ότι οι άλλοι είναι πιο μάγκες, αλλά τελικά είναι τα ίδια σκατά», φανερώνοντας έναν πιο εγκεφαλικό χαρακτήρα. Από τις αιχμηρές ατάκες της ταινίας, στον Παραδείση αποδίδονται οι πιο χαρακτηριστικές. Αυτός αναγνωρίζει τον Θανάση ως «αρχηγό», ενώ αναφέρει και τη φράση-κλειδί της ταινίας που ενέπνευσε τον τίτλο «Δεν έχω καταλάβει αν είστε λύκοι ή πρόβατα. Γιατί στα πρόβατα, μόνο ένα έχει κέρατα. Στους λύκους όμως, ακόμα και να είσαι ο αρχηγός, αν είναι να σε φάνε, θα σε φάνε, όποιος και αν είσαι», που εύστοχα εικονογραφείται προς το τέλος.
Ως άλλος πολυμήχανος Οδυσσέας, ο ηγετικός Θανάσης συνταιριάζει θράσος, θάρρος και μυαλό. Στην προσπάθειά του να τους πείσει πως «η ενότητα είναι δύναμη», εντέχνως μετατρέπει το «εσείς» σε «εμείς», κάνοντας το ατομικό πρόβλημα συλλογικό.
Η ταινία ακολουθεί παλιότερο σχήμα συσχετισμών μεταξύ αντρικών αποκλειστικά χαρακτήρων, που παρατηρείται κυρίως στα γουέστερν. Οι δυο μοναδικές γυναικείες παρουσίες περιορίζονται σε στερεοτυπικούς δευτερεύοντες ρόλους συζύγου και ερωμένης. Ο διάλογος μεταξύ Θανάση και μικρού γιού του, που αναφέρει ότι ένας συμμαθητής του «κατούρησε τους μαρκαδόρους», είναι αποκαλυπτικός της άσκησης των αγοριών στη μαγκιά από μικρή ηλικία, ενώ αντίστοιχα, ο νεαρός μπράβος ανταποκρίνεται βίαια στο πείραγμα της εύσωμης φίλης του, προκαλώντας της πόνο, σε ένα επαναλαμβανόμενο μοντέλο βίας και εξουσίας.
Οι διαφορετικοί χαρακτήρες χτίζονται μέσα από μικρές χειρονομίες, που όμως ενδέχεται να αντιστραφούν. Η κίνηση του Θανάση να παραμερίσει το μηχανάκι από την πόρτα του σχολείου, είναι ενδεικτική της ευθύνης ενός ηγετικού χαρακτήρα, σε αντίθεση με ό,τι αποκαλύπτεται στη συνέχεια. Αλλά και οι μπράβοι παρουσιάζονται με αμφισημία, σπάζοντας το στερεότυπο καλού/κακού, μπολιάζοντας την ιστορία με περισσότερο κυνισμό, που παραπέμπει στα σπαγγέτι γουέστερν, όπου καλός και κακός μπορεί να γίνει ο καθένας.
Περιορισμένη χρήση πρωτότυπης μουσικής πλαισιώνει την ταινία, κυρίως σε περάσματα πριν από την ένταση ή και κατά τη διάρκειά της, εκφράζοντας ρήξη και αποξένωση, ενίοτε όμως υπογραμμίζει μια επικείμενη απειλή. Χαρακτηριστικό είναι το ροκ λαϊκό κομμάτι με μπουζούκι που ακούγεται ως μουσική του μπαρ, με παύσεις που εύστοχα συγχρονίζονται για να δώσουν έμφαση σε φράσεις-τελεσίγραφα.
Χρησιμοποιώντας στο έπακρο τα εκφραστικά σκηνοθετικά μέσα, αποκαλύπτονται με εικόνες δίχως λόγια, αρκετές λεπτομέρειες, όπως ο εθισμός στο αλκοόλ του Αποστόλη, μέσα από σταθερά διαδοχικά κοντινά πλάνα. Προς το τέλος, περιορίζονται τα σταθερά πλάνα και η κάμερα κινείται παράλληλα με τους χαρακτήρες, υπογραμμίζοντας φούρια, αγωνία και ένταση, ενώ και η επιμελημένη τοποθέτηση των χαρακτήρων στο χώρο παρουσιάζει επιρροές από σπαγγέτι γουέστερν. Συχνά γίνεται χρήση μιας χαρακτηριστικής κίνησης της κάμερας, που από το αρχικό σταθερό πλάνο, κινείται εντάσσοντας σταδιακά στο φιλμικό κάδρο μια επιπλέον πληροφορία, όπως στο μπαρ, όταν ενώ ο Αποστόλης συνομιλεί με τον μπάρμαν, σε σταθερό πλάνο, η κάμερα στρέφεται διευρύνοντας το οπτικό πεδίο, ώστε να φανερωθεί παραδίπλα ο νεαρός μπράβος. Δίνεται έμφαση και στο παιχνίδι πρώτου-δεύτερου πλάνου, όταν ο Θανάσης, ξαπλωμένος σε πρώτο πλάνο στο αμάξι του, ανασηκώνεται τυχαία, αποκαλύπτοντας στο βάθος έναν από τους μπράβους.
Δίχως μουσική, μονάχα μέσα από ατάκες και επεξεργασμένο μοντάζ με εναλλαγές μακρινών-κοντινών πλάνων διαδραματίζεται και η σκηνή με τον Παραδείση που πηγαίνει στο φυτώριο να απειλήσει τον Θανάση, ο οποίος τον αντιμετωπίζει χλευαστικά. Η ένταση απεικονίζεται μέσα από σειρά εναλλασσόμενων κοντινών πλάνων στις ματιές που ανταλλάσσουν, σε ένα κλουβί με παπαγαλάκια και στα λουλούδια του φυτώριου, ακολουθώντας το εμβληματικό ντεκουπάζ των σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, με κορύφωση την αριστοτεχνικά γυρισμένη σκηνή κυνηγητού, που γυρίστηκε στο δάσος της Φολόης. Ιεραρχία, απειλή, φόβος, αμφισβήτηση, ανταρσία και αλλαγή συμμαχίας αποδίδονται μόνο μέσα από τις εικόνες, δίχως λόγια, απαλλαγμένα από τη φόρτιση της μουσικής. Τρέχοντας ο μπράβος μπροστά, έχει στο κατόπι του τον Θανάση με την καραμπίνα, και τους υπόλοιπους να ακολουθούν. Στη συνέχεια, σε μετωπικό πλάνο, βρίσκεται μπροστά, στο κέντρο του κάδρου ο οπλοφόρος πρωταγωνιστής, έχοντας από πίσω του συμμετρικά στις άκρες, δυο-δυο αντικριστά τους υπόλοιπους. Η μακρά σιωπή στο δάσος, όπου ο Θανάσης ανήσυχος απομονώνεται, εντείνει την αγωνία σε μια περίοδο σύγχυσης και ανασύστασης των προκαθορισμένων συσχετισμών. Μετά από το εκφραστικής δύναμης παιχνίδι απόκρυψής του ανάμεσα στα δέντρα, ανακαλώντας Μιζογκούτσι αλλά και τον «Ουρανό» (1962/ Τάκη Κανελλόπουλου), ο Θανάσης σταδιακά περικυκλώνεται απειλητικά από τους «συμμάχους» του, που κραδαίνουν κούτσουρα. Όσο σφίγγει ο κλοιός, παρεμβάλλονται περισσότερα κοντινά πλάνα από τα πρόσωπα σε λεπτομέρειες, στα μάτια, στο τραυματισμένο αυτί του ενός, στα χέρια που σφίγγουν το κούτσουρο. Ήχοι φύσης υποχωρούν, δίνοντας χώρο σε μόνιμο βόμβο που αυξάνει κατακόρυφα την ένταση, μεταφράζοντας κινηματογραφικά την προφητική ατάκα του Παραδείση, στην τρομερή ανατροπή που ακολουθεί, με πολλές αναφορές στο υποδειγματικό ντεκουπάζ της τελικής σκηνής στον «Καλό, τον κακό και τον άσχημο» (1966/Λεόνε), μέσα από τη σοφία όμως της ησυχίας πριν την ένταση, που χαρακτηρίζει την εισαγωγική σεκάνς. Ακόμα και ο περικυκλωμένος και δαρμένος Παραδείσης, που ανίκανος να διαφύγει με το πονεμένο του πόδι αρχινάει τις βρισιές, θυμίζει έντονα τον χαρακτήρα του χειροπόδαρα δεμένου Τούκο, του Λεόνε.
Εκτός όμως, από την προσοχή που δίνεται στο ηχητικό πεδίο, το σενάριο δίνει έμφαση προς το τέλος και στη μυρωδιά, που θα αποτελέσει κομβικό στοιχείο τραγικής ανακάλυψης και καθοριστικής ανατροπής.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]
INFO
– Στην Ταινιοθήκης της Ελλάδος, διοργανώνεται 23-28/6/2022, αφιέρωμα στον «Κινηματογραφικό Καμπανέλλη». Περισσότερα στο: www.tainiothiki.gr/el/ekdiloseis/arxeio-ekdiloseon/1193-o-kinimatografiko-kampanellis
– Η Ομάδα Πολιτισμού Δροσιάς του Δήμου Διονύσου, προβάλει με ελεύθερη είσοδο αυτή τη Δευτέρα 27/6/2022, στις 20:00, την ταινία «Ο Κύριος με τα Γκρι» (1997) του Περικλή Χούρσογλου, στο Πολιτιστικό Κέντρο Δροσιάς, Γρ. Λαμπράκη 19.