Μια από τις σημαντικές επανεκδόσεις του καλοκαιριού είναι το ασπρόμαυρο αριστούργημα Η άρπα της Βιρμανίας (1956) του Κον Ιτσικάουα, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Μίκιο Τακεγιάμα.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, στη διάρκεια της ιαπωνικής εκστρατείας στη Βιρμανία και ο συνεσταλμένος νεαρός Μιζουσίμα, ψυχή της διμοιρίας, κουβαλάει μαζί του μια παραδοσιακή άρπα, εμψυχώνοντας τους στρατιώτες, ενώ βαδίζει μπροστά, για να δίνει σινιάλο κινδύνου, όποτε χρειαστεί, με συνθηματικές μελωδίες. Με τη λήξη του πολέμου, τα ιαπωνικά στρατεύματα παραδίδονται και οδηγούνται σε βρετανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων. Όταν οι τελευταίοι Ιάπωνες στο βουνό αρνούνται να παραδοθούν, βομβαρδίζονται από τους Βρετανούς, με μοναδικό επιζόντα τον Μιζουσίμα, που είχε μείνει για να τους ειδοποιήσει. Σοκαρισμένος, στοιχειώνεται απ’ την εικόνα των άταφων στρατιωτών. Βυθίζεται στη σιωπή και περιφέρεται ως φάντασμα στην κοιλάδα, με ιερή αποστολή την ταφή όσων περισσότερων μπορεί. Στη φιγούρα ενός νεαρού μοναχού, με ένα παπαγάλο γαντζωμένο στον ώμο, πάνω σε μια γέφυρα, οι αιχμάλωτοι στρατιώτες βλέπουν τον χαμένο Μιζουσίμα και προσπαθούν να τον πείσουν να επαναπατριστεί μαζί τους.

Σε μια από τις πρώτες αντιπολεμικές ταινίες, από την πλευρά των ηττημένων, μόλις μια δεκαετία μετά τη λήξη του πολέμου, ο Ιτσικάουα δεν επιλέγει άγριες εικόνες. Επιχειρεί κυρίως να εκφράσει τη βαθύτερη υπαρξιακή οδύνη για τον παραλογισμό του πολέμου, με λυρική διάθεση και πνευματιστικές προεκτάσεις, πάντα σε ανθρωποκεντρικά πλαίσια, μακριά από τη σύγχρονη αντίληψη, για την καταγραφή της φρικαλεότητας.

Το σενάριο αποδυναμώνει τους διαλόγους, ώστε η εκφορά συναισθημάτων να επιμερίζεται σε άλλα εκφραστικά μέσα, όπως η εικαστικότητα του κάδρου και η χρήση της μουσικής, που επωμίζεται το συγκινησιακό φορτίο του ανείπωτου. Έτσι, τα δυτικότροπα μελοποιημένα ιαπωνικά ποιήματα που τραγουδούν οι στρατιώτες, αναβλύζουν μια ευαισθησία, κόντρα στη βιαιότητα, ενώ οι μελωδικές φράσεις της άρπας, εκτός από τα κωδικοποιημένα μηνύματα, τονίζουν την ανθρώπινη υπόσταση και τα συναισθήματα των στρατιωτών.

Η ταινία κινείται γύρω από αντιθετικά σχήματα και παιχνίδια ανταλλαγών, με τη διαδρομή του μηνύματος να διαμορφώνει την κινηματογραφική πλοκή.

Η διακριτικότητα και η έμμεση προσέγγιση αντανακλούν τη φιλοσοφία του Ιτσικάουα, για μια αρμονική σχέση ανθρώπου-φύσης. Εκτός από το λυρισμό, επιστρατεύει κι έναν νατουραλισμό, διανθισμένο με μυστικιστική διάθεση. Στο πρώτο πλάνο, η άγρια βλάστηση κατακλύζει την ανθρώπινη παρουσία, στο κέντρο του κάδρου. Τα βουδιστικά αγάλματα που ξεπροβάλλουν ως πρωτόγονα τοτέμ, πίσω από τους ηθοποιούς, υπογραμμίζουν τον ασιατικό μυστικισμό, μαζί με την έντονη παρουσία ναών τοπικής αρχιτεκτονικής.

Η επιμελημένη εικαστικότητα πηγάζει απ’ την έφεση του Ιτσικάουα στη ζωγραφική και την ενασχόλησή του με κινούμενα σχέδια, πριν γίνει σκηνοθέτης. Γι’ αυτό, εκτός απ’ την πανέμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία σε γκρι τονισμούς, συναρπάζει και με τη χωροθέτηση των μορφών στο κάδρο, αναδεικνύοντας πότε το βάθος πεδίου, με την περιμετρική κατανομή ενός συνόλου, γύρω από τον κεντρικό ομιλητή, και πότε με την επιδίωξη της δισδιάστατης αίσθησης μέσα από φωτισμούς, με σκοτεινές φιγούρες να ξεπετάγονται από το φωτισμένο φόντο. Τα σκηνοθετικά τεχνάσματα του Ιτσικάουα συνθέτουν ένα συγκινησιακό αποτέλεσμα, κατατάσσοντας την ταινία αυτή στα πιο αξιόλογα, αντιπολεμικά αριστουργήματα.

Ιφιγένεια Καλαντζή

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!