Η ιδέα ότι τα είδη εξελίσσονται, δεν ανήκει στον Κάρολο Δαρβίνο. Ψήγματα εξελικτικής λογικής μπορούμε να βρούμε στον Αναξίμανδρο, στον Λάο Τσε και άλλους αρχαίους στοχαστές καθώς και σε φιλόσοφους-ερευνητές όπως στον Λαμάρκ και τον παππού του Κάρολου, Έρασμο Δαρβίνο. Αυτό που πράγματι έκανε ο συγγραφέας της «Καταγωγής των ειδών» ήταν να προτείνει ένα λογικό και συνεκτικό μηχανισμό με τον οποίο συνέβαινε η εξέλιξη.
Ένα από τα κεντρικά σημεία της δαρβίνειας εξελικτικής θεωρίας είναι αυτό της Φυσικής Επιλογής, δηλαδή ότι στη φύση αφήνουν περισσότερους απογόνους όσοι αντεπεξέρχονται καλύτερα στις διάφορες περιβαλλοντικές πιέσεις. Τα υπόλοιπα μέρη ενός πληθυσμού ή τα υπόλοιπα «ανταγωνιστικά» είδη είναι προορισμένα να εξαφανιστούν σταδιακά. Συνεπώς, η Φυσική Επιλογή είναι μια διαδικασία εξάλειψης των «λιγότερο ικανών». Πριν προχωρήσουμε, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η διαδικασία είναι κεντρική για την εξελικτική θεωρία, αλλά δεν είναι η μόνη εξελικτική δύναμη. Το δεύτερο διάσημο βιβλίο του Δαρβίνου δεν τιτλοφορείται απλώς «Η καταγωγή του ανθρώπου», αλλά «Η καταγωγή του ανθρώπου και επιλογή σχετικά με τα φύλα», υποδεικνύοντας εξαρχής πως η Φυσική Επιλογή είναι μία μόνο από τις κινητήριες δυνάμεις της εξέλιξης.
Ήδη από την επομένη της δημοσίευσης της «Καταγωγής των ειδών» τέθηκε το εξής ερώτημα: «Πώς ακριβώς εξελίσσονται τα είδη;». Για τον Δαρβίνο τα στοιχεία-κλειδιά για να απαντηθεί η ερώτηση ήταν «η γεωγραφική απομόνωση» και ο «σταδιακός χαρακτήρας των αλλαγών». Παράλληλα, όμως, ομολογούσε ότι, στην πραγματικότητα, ο μηχανισμός τού διαφεύγει. Όταν ανακαλύφθηκαν τα γονίδια και ο μηχανισμός πρόκλησης μεταλλάξεων, φάνηκε τελικά ότι δόθηκε απάντηση. Αυθόρμητες μεταλλάξεις με ευνοϊκό ρόλο θα πριμοδοτούνταν από τη Φυσική Επιλογή, ενώ οι βλαπτικές θα χάνονταν άμεσα ή σε βάθος χρόνου. Η ιδέα ήταν λογική και σύμφωνη με τα αρχικά ευρήματα της γενετικής, ενώ οδήγησε σε προεκτάσεις όπως αυτή του «εγωιστικού γονίδιου», όπου, λίγο πολύ, υποστηρίζει ότι, όταν μιλάμε για Φυσική Επιλογή, στην πραγματικότητα μιλάμε για ανταγωνισμό γονιδίων.
Οι αντιρρήσεις και η Λιν Μαργκούλις
Ωστόσο, τα σύννεφα μαζεύονταν γοργά πάνω από τη θεωρία των μεταλλάξεων. Αφενός κανείς δεν είχε καταφέρει, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες, να παράξει εργαστηριακά μια επωφελή, γενετικά εξαπλούμενη μετάλλαξη. Αφετέρου, κάποιοι ανεξάρτητοι και μεμονωμένοι ερευνητές άρχισαν να παρατηρούν ότι υπήρχαν κάποιοι «τομείς» της βιολογίας όπου η εξέλιξη φαινόταν να δρα εντελώς διαφορετικά. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, μια ερευνήτρια με το όνομα Λιν Μαργκούλις, η οποία τύγχανε να είναι σύζυγος του Καρλ Σαγκάν, ανακάλυψε πως τα μιτοχόνδρια στο εσωτερικό κάθε ζωικού κυττάρου ήταν, στην πραγματικότητα, συμβιωτικά βακτήρια.
Αλλεπάλληλες έρευνες έδειξαν πως τα μιτοχόνδρια και οι χλωροπλάστες (τα οργανίδια παραγωγής ενέργειας σε ζώα και φυτά, αντίστοιχα) διέθεταν το δικό τους DNA, το οποίο ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό του πυρήνα και το οποίο ήταν οργανωμένο όχι σε μορφή χρωμοσωμάτων αλλά σε μορφή κυκλικών ακολουθιών, κάτι που είναι χαρακτηριστικό των βακτηριδιακών γονιδιωμάτων. Ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν ότι, κατά τη διάρκεια της κυτταρικής διαίρεσης, τα μιτοχόνδρια διαιρούνταν ξεχωριστά από τον πυρήνα, υποδεικνύοντας ότι, κατά κάποιον τρόπο, αποτελούν κάτι ουσιωδώς διαφορετικό από το υπόλοιπο κύτταρο. Το ερώτημα ήταν πώς βρέθηκε εκεί κάτι τέτοιο.
Η απάντηση της Μαργκούλις ήταν,ταυτόχρονα λογική και εντελώς επαναστατική. Τα μιτοχόνδρια και οι χλωροπλάστες δεν είναι παρά πραγματικά βακτηρίδια τα οποία, κάποια στιγμή στην εξέλιξη, ενσωματώθηκαν για πάντα στη δομή των κυττάρων, επωφελούμενα από την ασφάλεια και τη συνεχή ροή θρεπτικών συστατικών και ανταποδίδοντας με το να παράσχουν ενέργεια.
Πώς συνέβη κάτι τέτοιο; Δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως σίγουροι, αλλά πιθανότατα προέκυψε από ατελή χώνεψη, η οποία μετατράπηκε σε συμβίωση, όταν τα δύο μέρη «διαπίστωσαν» ότι τα απόβλητα του ενός ήταν τροφή για το άλλο.
Πολύ γρήγορα οι αντιδράσεις μετατράπηκαν σε καθολική, αν και απρόθυμη, αποδοχή, ενώ η Μαργκούλις πήγαινε ήδη ένα βήμα πιο πέρα. Αν κάθε κύτταρο είναι ένα συμβιωτικό σύμπλεγμα ευκαρυωτικών και προκαρυωτικών οργανισμών, τότε η συμβίωση εν γένει θα έπρεπε να είναι πολύ σημαντικότερη για την εξέλιξη από όσο είχαν έως τότε υποπτευθεί οι βιολόγοι. Ξαφνικά, οι ενδείξεις ότι η βιολογία είχε σκοντάψει σε κάτι σημαντικό άρχισαν να αυξάνονται γεωμετρικά.
Οι αγελάδες δεν μπορούν να χωνέψουν την τροφή τους χωρίς τα εντερικά τους συμβιωτικά βακτήρια, οι άνθρωποι το ίδιο, οι τερμίτες επίσης, τα φυτά δεν μπορούν να προσλάβουν θρεπτικά συστατικά χωρίς τους συμβιωτικούς τους μύκητες (μυκόριζες), οι μύκητες και τα βακτήρια ενίοτε ενώνονταν για να σχηματίσουν κάτι εντελώς διαφορετικό, όπως οι λειχήνες και, κυρίως, υπήρχε ένα ολόκληρο βασίλειο στην ταξονομία (τα πρώτιστα) που φαινόταν να κυριαρχείται καθολικά από συμβιωτικές σχέσεις.
Αυτό που καθόριζε πλέον η Φυσική Επιλογή δεν ήταν απλώς το ποιος οργανισμός είναι ικανότερος να επιβιώσει, αλλά το ποιες συμβιωτικές σχέσεις ήταν αποδοτικότερες από τις άλλες. Για πρώτη φορά υπήρχε μια εναλλακτική οδός που συμπλήρωνε ή ξεπερνούσε τη σημασία των μεταλλάξεων. Η εξέλιξη προέκυπτε από τη μόνιμη σύμφυση γενετικού υλικού όσο και συμπεριφορών, σε μια διαδικασία ολοένα αυξανόμενης πολυπλοκότητας και, συνεπώς, σταθερότητας για το γήινο οικοσύστημα.
Συμβιωτικός υπεροργανισμός
Κάποιοι από τους βιολόγους που τόλμησαν να ακολουθήσουν αυτήν τη συλλογιστική μέχρι τέλους οδηγήθηκαν επαγωγικά σε ένα ακόμη τολμηρότερο συμπέρασμα: όχι μόνο οι συμβιωτικές σχέσεις είναι η κύρια βάση της εξέλιξης των ειδών, αλλά όλη η βιόσφαιρα του πλανήτη Γη είναι ένας συμβιωτικός υπεροργανισμός, ο οποίος είναι απαραίτητος για να υπάρξει ζωή. Ένας πλανητικός οργανισμός που ρυθμίζει «ασυνείδητα» τη θερμοκρασία και τα αέρια του πλανήτη σε επιθυμητό επίπεδο, μέσω ενός μηχανισμού που περιγράφεται ως ομοιόσταση. Η «Υπόθεση της Γαίας» αναπτύχθηκε μεν ανεξάρτητα από τη συμβιωτική υπόθεση, αλλά βρήκε σε αυτήν τη βιολογική και γενετική της δικαιολόγηση. Σήμερα είναι γενικώς παραδεκτό ότι οι συμβιωτικές σχέσεις είναι καθοριστικές για την εξέλιξη των ειδών και ότι δεν υπάρχει ούτε ένα είδος που να μη συμμετέχει σε κάποια μορφή συμβιωτικής σχέσης.
Ο δαρβινισμός και, γενικότερα, οι εξελικτικοί κατηγορούνται συχνά ότι δικαιολογούν εξουσιαστικές σχέσεις, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι αγνοούμε αν αυτά που ισχύουν στη φύση ισχύουν και στην κοινωνία. Αν λοιπόν δεχτούμε ότι η μεταφορά των εξελικτικών συμπερασμάτων έχει κάποια αξία για την κοινωνία, τότε θα πρέπει να δεχτούμε και πως χωρίς συμβίωση δεν υπάρχει εξέλιξη.
Η ζωή στη γη σίγουρα μετέχει σε έναν αέναο εξοπλιστικό αγώνα, αλλά παράλληλα ανακάλυψε πολύ νωρίς πως ο καλύτερος τρόπος να αντεπεξέλθεις σε ένα «φονικό» περιβάλλον είναι να συνεργαστείς επωφελώς ακόμη και με τον απολύτως ανόμοιό σου. Αν, όπως λένε μερικοί, «η φύση μιλάει πολιτικά», τότε οφείλουμε να λάβουμε πολύ σοβαρά υπ’ όψιν μας αυτή την υπόδειξη.
Ομάδα «Ερυθρόδερμων»