Είχα μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία με ένα καλλιτέχνη από την Καταλονία, στο σπίτι της Μαρτίν και του Νίκου, στον Κεραμεικό, με θέα την Ακρόπολη, η οποία στη διάρκεια μερικών ωρών άλλαζε συνεχώς χρώμα, δεκάδες αποχρώσεις χρωμάτων, μέχρι που φωτίστηκε τεχνητά, αλλά και μετά, με το φεγγάρι, συνέχισε να αλλάζει.
Ο Tζοζέπ Τέρο είναι ένας Καταλανός διανοούμενος, τραγουδοποιός, που αγωνίζεται για τον πολιτισμό και την αυτονομία της Καταλονίας, έχοντας μεγάλη αγάπη, έρωτα ζωής μάλλον, με τον ελληνικό πολιτισμό. Η καινούργια του δουλειά βασίζεται στην ποίηση του Καβάφη. Αλλά και στις προηγούμενες δισκογραφικές συλλογές του, παντού βρίσκει κανείς αναφορές στην Ελλάδα. Δεν είναι, όμως, αυτός ο λόγος που τον επικαλούμαι. Με όλα αυτά που συμβαίνουν, ένα πολύ επίκαιρο σημείο από όσα μου είπε έχει να κάνει με το χαρακτήρα της Ευρώπης και την ιστορία των χωρών που αποτελούν αυτό που πολιτικά και οικονομικά κυρίως ονομάζουμε Ευρώπη.
Ο Καταλανός καλλιτέχνης περιέγραψε τι έχει υποστεί και εξακολουθεί να υφίσταται η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Καταλονία, από την Ισπανία, το ισπανικό κράτος, την ισπανική άρχουσα τάξη. Για παράδειγμα, πώς και οι τόσο πατριώτες Καταλανοί δεν μιλούν ή δεν μιλούν καλά τη δική τους γλώσσα, την καταλανική, αλλά όλοι μιλούν την ισπανική. «Ζούμε τριακόσια χρόνια κάτω από ισπανική κυριαρχία, όπως εσείς ζήσατε τετρακόσια κάτω από οθωμανική»! Θα υπερβάλλεις, φαντάζομαι, του είπα. «Καθόλου! Και μια απόδειξη είναι ότι μας απαγόρευαν μέχρι πρόσφατα να μιλάμε τη γλώσσα μας!» Μα αυτό δεν μας το έκαναν ούτε οι Οθωμανοί!, του αντέταξα. «Το έκαναν, όμως, οι Ισπανοί στην Καταλονία και όπου αλλού κυριάρχησαν», επέμεινε ο Τέρο. Και αμέσως, στο μυαλό μου, ήρθαν τα λόγια του Ιρλανδού Φέργκιους Ο’Χέαρ, που είναι διευθυντής ενός ραδιοσταθμού στο Μπέλφαστ, ο οποίος, μου έλεγε, στο Κόκκινο 105,5, ακριβώς το ίδιο πράγμα για την πατρίδα του. Ότι, μέχρι σήμερα, οι Ιρλανδοί δεν ξέρουν τη γλώσσα τους επειδή ήταν απαγορευμένη από τους κατακτητές Άγγλους και ακόμα αγωνίζονται για την αποκατάσταση της ιρλανδικής γλώσσας. Δηλαδή, μιλάμε, το 2015, για χώρες που είναι στον πυρήνα της Ευρώπης, που είναι μητροπόλεις, και οι οποίες με αλαζονεία επιβάλλουν στους υποτελείς τους τον κυρίαρχο πολιτισμό τους. Εμείς, λοιπόν, οι Έλληνες, μιλάμε άραγε ελληνικά, όχι μόνο γιατί το θέλαμε και το θέλουμε, αλλά και γιατί δεν είχαμε εγγλέζικη ή ισπανική κατοχή, αλλά οθωμανική; Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, μπορεί άλλο τόσο να είναι αληθινό.
Και μπορεί να ακούγεται παράδοξο, με βάση τον αξιολογικό πίνακα που έχουν καταρτίσει οι νικητές δυτικοί, αλλά η πραγματικότητα είναι χειροπιαστή. Ούτε οι Καταλανοί, ούτε οι Βάσκοι, ούτε οι Ιρλανδοί και πολλοί άλλοι λαοί και εθνότητες μέσα στην Ευρώπη, με δική τους ιστορία, δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τη γλώσσα τους εφ’ όσον βρέθηκαν κάτω από την κυριαρχία των Άγγλων, Γάλλων, Ισπανών, Πορτογάλων και λοιπών Ευρωπαίων κατακτητών. Και εδώ δεν μιλάμε για τους λαούς και τις εθνότητες της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής που υπέστησαν γενοκτονίες από τις οποίες δεν συνήλθαν ποτέ και είναι αμφίβολο, ακόμα κι αν αποκτήσουν κάποια στιγμή την πλήρη ανεξαρτησία τους, εάν θα μπορέσουν να επανασυστήσουν τα βασικά στοιχεία της δικής τους κουλτούρας. Γιατί, πώς να αλλάξει η πορτογαλική γλώσσα στη Βραζιλία; Πώς να αλλάξει η ισπανική σε όλη την υπόλοιπη νότια και κεντρική Αμερική; Πώς να αλλάξει η αγγλική στην Τζαμάικα ή η γαλλική στο Τσαντ;
Οι γλώσσες των κατακτητών επιβλήθηκαν δια πυρός και σιδήρου, στην κυριολεξία. Όχι γιατί οι λαοί ήτανε άγλωσσοι, μουγγοί ή συνεννοούνταν με νοήματα, αλλά γιατί σφάξανε τόσους πολλούς, βασάνισαν τόσους πολλούς, κατέστρεψαν τόσα πολλά στοιχεία των τοπικών πολιτισμών και άσκησαν τέτοιο εξανδραποδισμό, που ήταν αδύνατο να επιβιώσουν οι πολιτισμοί αυτών των λαών, όσο κι αν αγωνίστηκαν εναντίον τεχνολογικά υπέρτερων δυνάμεων, όσο κι αν θυσιάστηκαν για την υπεράσπιση της κουλτούρας, του φυσικού τους πλούτου, της εδαφικής τους κυριαρχίας και της ανθρώπινης τους αξιοπρέπειας. Ηττήθηκαν και ισοπεδώθηκαν.
Ο λύκος παραμένει λύκος
Και ήταν αφελές να πιστέψουμε ότι αυτή η ιμπεριαλιστική νοοτροπία θα μπορούσε να έχει αλλάξει εκ βάθρων. Αναμφίβολα υπήρξε αξιοσημείωτη πρόοδος, αλλά, στις μέρες μας, διαπιστώνουμε με απογοήτευση και φρίκη, ότι ο λύκος κι αν άλλαξε το τομάρι του παρέμεινε λύκος. Το βλέπουμε και το βιώνουμε αυτό σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στη γλώσσα. Μπορεί να μην εφαρμόζονται αυτές οι επεκτατικές πολιτικές επί ευρωπαϊκού εδάφους με τα όπλα και τη γενοκτονία, αλλά εφαρμόζονται με πιο σύγχρονα μέσα. Με τη βοήθεια της εκτεταμένης διαφθοράς στις ηγετικές πολιτικές κάστες, με τη χειραγώγηση των πολιτών με τη χρήση των ΜΜΕ, με την καθολική παρακολούθηση της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής των πολιτών, με τη διαστρέβλωση της ιστορίας, με την καλλιέργεια φόβου και ανασφάλειας, με την ομηρία των πολιτών και την υποτέλεια των πιο αδύναμων κρατών μέσω των δανείων, με την υποχρεωτική συμμετοχή σε στρατιωτικά μπλοκ και με άλλες εξίσου απεχθείς μεθόδους ελέγχου και καθυπόταξης. Απεχθείς, αλλά όχι πάντα δυσάρεστες στις κοινωνίες. Γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνο οικονομικό και στενά πολιτικό, είναι και πολιτισμικό, κάτι το οποίο συνήθως διαφεύγει από τις ιεραρχήσεις και αναλύσεις που κάνουν οι πολιτικοί της Αριστεράς. Η μαζική κουλτούρα που αλλοιώνει τις εθνικές και τοπικές κουλτούρες, διαστρέφει την ιστορία, καταργεί γλώσσες, εξαφανίζει μουσικές, διατροφές και έθιμα, σερβίρεται με απολαυστικά μέσα. Και προλειαίνει το έδαφος για κάθε πολιτική και οικονομική αγριότητα. Ακόμα και η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος κάθε χώρας και κάθε λαού σερβίρεται σαν πρόοδος, αναγκαία για την ευημερία. Οι μεγάλες και ρυπογόνες κατασκευές και δράσεις που επιβάλλουν οι μητροπολιτικές εταιρίες, προωθούνται με την αιτιολογία ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξη. Έτσι αλλοτριώνονται οι κοινωνίες, λεηλατούνται οι χώρες και αποδομούνται τα κράτη.
Αυτά συμβαίνουν συστηματικά επί ευρωπαϊκού εδάφους. Γιατί στον έξω κόσμο, στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, εφαρμόζονται όλα τα παραπάνω μαζί με τις αναβαθμισμένες παραλλαγές των πιο παλιών μεθόδων, των πιο απροκάλυπτα βάρβαρων. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά. Μέσα σε λίγα χρόνια, οι Αμερικάνοι και οι Ευρωπαίοι, ξεθεμελίωσαν καμιά εικοσαριά χώρες, μερικές ολοσχερώς. Στον τρίτο κόσμο, όπως λεγόταν πριν από μερικές δεκαετίες, οι μητροπόλεις αλωνίζουν. Να σκεφτεί κανείς ότι βομβαρδίζουν το Αφγανιστάν από το 2001 και το Ιράκ από το 2003. Συνεχώς επί 14 και 12 χρόνια αντίστοιχα. Παράνοια! Και αφού διέλυσαν ολοκληρωτικά τη Λιβύη, κάνουν το ίδιο στην Υεμένη έχοντας ήδη μετατρέψει σε ερείπια τη Συρία! Ενώ παρέσυραν τη Γεωργία και την Ουκρανία σε μία δίνη χωρίς τέλος.
Είμαστε, δηλαδή, σε φάση, που ενεργούν πλέον χωρίς προσχήματα, με μια τεράστια βιομηχανία παραγωγής ψεμάτων. Επιμένοντας στον τομέα της προπαγάνδας, που σήμερα πιο εύσχημα αποκαλείται ενημέρωση, ότι όλα αυτά που κάνουν οι Ευρωπαίοι, από την Καταλονία, τη χώρα των Βάσκων, την Ιρλανδία και την Ελλάδα μέχρι τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και παραπέρα, είναι μέρος του εκπολιτιστικού και εκσυγχρονιστικού τους προγράμματος, μιας απελευθέρωσης που ονομάζεται παγκοσμιοποίηση. Ενώ είναι πια σαφές ότι η ευμάρεια των ολιγαρχών στη Δύση μεταφράζεται με υποταγή, ρήμαγμα και λεηλασία όλων των υπολοίπων.
Διαπλεκόμενοι προσκυνητές
Αυτά, λοιπόν, περί της Ευρώπης προστάτιδας των κρατών και λαών, μοναδικής εστίας ευημερίας και δημοκρατίας, είναι αναμενόμενο να τα ακούς χύμα από τον Σαμαρά, τον Μεϊμαράκη, τον Σταύρο Θεοδωράκη ή τον Φώτη Κουβέλη. Αλλά να τα ακούς κι από μερικούς που ισχυρίζονται ότι είναι αριστεροί, δημοκράτες και πατριώτες, είναι αποκρουστικό. Αριστεροί που σε συντονισμό με τους δεξιούς καλλιεργούν την ψευδαίσθηση μιας Ευρώπης που δεν υπάρχει, υπερασπιζόμενοι την μόνη πραγματική, την Ευρώπη που συνδέεται άρρηκτα με την τρομαχτική καταστροφή της Ελλάδας.
Μπορεί να καταλάβει κανείς πώς σκέφτονται οι πολιτικοί της καθεστηκυίας τάξης. Όλα αυτά που είναι αληθινά δεν τους αφορούν. Αυτοί έχουν διαπλεκόμενα συμφέροντα. Είναι εξαρτήματα. Ανέκαθεν κυβερνούσαν την Ελλάδα με τις πλάτες των ξένων κηδεμόνων. Κάποτε το έλεγαν ανοιχτά. Αγγλικό κόμμα, γαλλικό κόμμα, ρωσικό κόμμα. Προσκυνούσαν βασιλιάδες Γερμανούς, ξένους αναντάν-παπαντάν! Γκλίξμπουργκ λέγανε τους τελευταίους. Αλλά κι όταν δεν το έλεγαν ανοιχτά, το έπρατταν με φανατισμό. Από τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς ναζί, από την επιβολή της κυριαρχίας τους μεταπολεμικά με τα αγγλικά τανκς και τις αμερικάνικες βόμβες ναπάλμ, μέχρι και τη δικτατορία, που υπηρέτησε μια χαρά τους Αμερικάνους και τους Άγγλους παραδίδοντας τη μισή Κύπρο στους Τούρκους. Νο πρόμπλεμ. Δικοί τους είναι όλοι αυτοί. Άνοιξε ποτέ ο φάκελος της Κύπρου; Να φωτιστεί περίτρανα η προδοσία των εθνικοφρόνων; Όχι, βέβαια. Κι εδώ κολλάνε και οι ευθύνες της Αριστεράς. Που δεν πάλεψε με σθένος να ανοίξει αυτός ο καταραμένος φάκελος. Αλλά ούτε γι’ αυτό είναι η ώρα τώρα.
Έχουν, λοιπόν, οι καραμπινάτοι Δεξιοί συμφέροντα. Έτσι κυβέρνησαν, έτσι πλούτισαν. Πώς θα αμφισβητήσουν την Ευρώπη και πώς θα αποσυγκολληθούν; Δεν ξέρουν κανένα άλλο τρόπο για να πλουτίζουν και να κυβερνούν. Γι’ αυτό δεν εκπλήσσει η ευκολία με την οποία η Δεξιά, με νεοφιλελεύθερο ή σοσιαλδημοκρατικό πρόσημα, παρέδωσε τη χώρα ολόκληρη στους Γερμανούς και τους άλλους προστάτες Ευρωπαίους με τόση άνεση, ευκολία και ενθουσιασμό. Τους είδαμε και τις μέρες που η κυβέρνηση διαπραγματευόταν με τους Ευρωπαίους, πώς όλοι μαζί φώναζαν, ούρλιαζαν, απειλούσαν, τρομοκρατούσαν, για να υπογραφεί όποια συμφωνία μας δώσουνε, ό,τι και να λέει, όσο ταπεινωτική, εξευτελιστική και καταστροφική κι αν είναι. Δεν έχει σημασία τι λέει η συμφωνία που μας επιβάλλουν οι Γερμανοί, μην γυρίσετε εάν δεν έχετε βάλει την υπογραφή σας στη διαιώνιση της υποτέλειας, έλεγαν υστερικά. Ήταν τόσο εξωφρενική η απαίτησή τους, τόσο ξεπουληματική, τόσο δουλική, που έμενες άναυδος. Όσο κι αν ξέρεις περί τίνος πρόκειται, δυσκολευόσουν να πιστέψεις αυτό που έβλεπες και άκουες μέσα από όλα τα κανάλια, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Υπογράψτε, υπογράψτε, δώστε τα όλα, όλα! Αυτό που έχει σημασία είναι να ικανοποιήσουμε τους κηδεμόνες, να μην μας μαλώσουν, να μην μας διώξουν, να μην άρουν την κηδεμονία τους. Δεν έπρεπε καθόλου να μας ξαφνιάζουν. Γιατί η νομενκλατούρα που κυβερνάει πατροπαράδοτα τον τόπο είναι ξενόδουλη, εξαρτημένη, υποτελής. Δεν χρειάζεται να είσαι αριστερός ή να έχεις διαβάσει το περίφημο έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια» για το επιβεβαιώνεις αυτό καθημερινά.
Αλλά όταν ακούς ανάλογες ασυναρτησίες, τύπου «πάση θυσία Ευρώπη» από πολίτες και πολιτικούς που προέρχονται από τον χώρο της Αριστεράς, τι να πεις; Εδώ, τόσο ο Θεός, όσο και η επιστήμη σηκώνουν τα χέρια ψηλά.
Η ρήξη θέλει δουλειά
Όλα αυτά έχουν πολύ μεγάλη σημασία. Όσο περνάει ο καιρός και εμπλουτίζονται οι εμπειρίες μας, και κατανοούμε τα φαινόμενα σε μεγαλύτερο βάθος έχοντας μια λεπτομερέστερη εικόνα του τι συμβαίνει μέσα στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο, με βασικότερη, εννοείται, τη δική μας ζοφερή πραγματικότητα, μειώνονται οι επιφυλάξεις μας για την αποστασιοποίησή μας από την Ευρώπη. Αλλά δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να πούμε ότι η κοινωνία υποστηρίζει την άποψη να βγούμε αύριο. Δεν έχουν διαλυθεί ακόμα όλες οι ψευδαισθήσεις. Μπορεί, στο βάθος, να ζυμώνεται η νέα συνείδηση, αλλά για να μεταφραστεί αυτό σε πολιτική αιχμή χρειάζεται περισσότερο χρόνοι και ουσιαστικότερη πολιτική δουλειά.
Προσωπικά, είμαι πια σίγουρος ότι η Ευρώπη όπως τη βιώσαμε στα νιάτα μας και όπως φανταζόμασταν ότι θα εξελιχθεί, ξεγελασμένοι από την πρόσκαιρη περίοδο της ειρήνης, της πολιτιστικής παραγωγής και του κοινωνικού κράτους, είναι μια χίμαιρα. Εάν κάποιος δεν είναι διαπλεκόμενος, εάν δεν έχει ατομικό κέρδος απ’ αυτή την εξάρτηση και πιστεύει ακόμα ότι μια άλλη Ευρώπη, ιδανική, των λαών, μπορεί να προκύψει από την μετεξέλιξη αυτής της κυρίαρχης Ευρώπης με την οποία διαπραγματευόμαστε από μειονεκτική θέση, τότε πλανιέται επικίνδυνα. Μια άλλη Ευρώπη, μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μεγάλες ανατροπές, θεμελιακές. Αλλά, σίγουρα, όχι από τον εξωραϊσμό της υπαρκτής Ευρώπης.
Με τον ενδοτισμό, την υποτέλεια και την υποταγή ξέρουμε πλέον τι μας συμβαίνει και τι ακόμα θα μας συμβεί. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο γιατί είναι χειροπιαστό, δεν είναι μόνο κάποια αόριστη απειλή. Συμβαίνει εδώ και τώρα. Καταστροφή και μόνο καταστροφή. Για την Ελλάδα, για τον πολιτισμό μας, για τον πλούτο μας, για την ύπαρξή μας. Πρέπει, λοιπόν, να πάμε αναγκαστικά για ρήξη. Αλλά ρήξη χωρίς μεγάλη προπαρασκευή, για ένα τόσο σοβαρό εγχείρημα, δεν ενδείκνυται. Πήραμε ήδη μια γεύση. Οι Ευρωπαίοι μας είναι βάρβαροι. Δεν καταλαβαίνουν ούτε από επιχειρήματα, ούτε από δίκιο, ούτε από αλληλεγγύη. Είναι ψυχροί δολοφόνοι, κίλερς. Γι’ αυτό, εύχομαι και ελπίζω, λοιπόν, την επόμενη φορά, να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι.
Στέλιος Ελληνιάδης
(Με υλικό από την εκπομπή μου στο Κόκκινο, στις 5 Σεπτεμβρίου 2015)