του Νίκου Σταθόπουλου*
Απορώ με την ακαταλόγιστη εμμονή κάποιων του «ριζοσπαστισμού» να μετέχουν σε τελετές όπου μάλιστα προπορεύεται η ελληνική σημαία! Ίσως είναι κεκτημένη ταχύτης ή μια πληκτική συνήθεια, αλλά, πάντως, είναι σίγουρα μια ύποπτη νόθευση των «σύγχρονων ιδεών», δεν βρίσκετε;
Διότι, η Πορεία του Πολυτεχνείου, είναι «εθνική τελετή», όσες «ερμηνείες» κι αν καταστρώσεις. Είναι, δηλαδή, ένα κτήμα κοινόν αυτής της πολιτικής κοινωνίας, με το υψηλό συμβολικό φορτίο της πλατιάς δημοκρατικής συσπείρωσης. Με εξαιρούμενες κάποιες θλιβερές μειοψηφίες, ο λαός μας «βλέπει» στο Πολυτεχνείο τον ελεγειακό ηρωισμό μιας εποχής του ενάντια στις τυραννίες. Ω και μην αρχίσετε αυτά τα «δε συμπεριλαμβάνεται η άρχουσα τάξη στη δημοκρατική συσπείρωση», διότι θα αντιτείνω την πλατιά λαϊκή στήριξη στις φασιστικές εκτροπές. Δεν προοδεύει με τέτοια στενόμυαλα η ώριμη πολιτική σκέψη.
Και είναι μια κανονική τελετή, δηλαδή μια εμπράγματη-ενσώματη οργανωμένη σημειολογία αναπαράστασης, όπου πλήθη, με συμμορφωμένη βούληση και πειθαρχία, βαδίζουν στα παραγγέλματα μιας ιδέας υπό τους ήχους κάποιου «εμβατηρίου». Δεν είναι το τυπικό «στρατιωτικό βήμα», αλλά είναι, αυτονόητα, ο συντονισμένος βηματισμός του πολιτικοποιημένου πλήθους σε «φάση» αγωνιστικής έξαρσης. Υπάρχουν οργανωτές, και υπάρχουν και (αόρατοι) επίσημοι που μπροστά τους, «βαράει προσοχές» το στρατευμένο πλήθος. Ξέρετε, στη σημειωτική σφαίρα, ουδόλως ενδιαφέρει το περιεχόμενο.
Διαπιστώνονται όλα τα αναγνωριστικά μιας κατευθυνόμενης υπακοής, καθώς αυτό επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Και είναι ευδιάκριτες οι θρυλικές «ομάδες περιφρούρησης» που τυπικά «προστατεύουν» και ουσιαστικά ελέγχουν και ρυθμίζουν. Οι μεθύστερες ιδεολογικές αφηγήσεις, δεν ακυρώνουν τη βασική δυναμική, ούτε το αναπαραγωγικό Θέαμα.
Και το χείριστον όλων: «την πάνε τέσσερις» μπροστά, την ελληνική σημαία, αυτό το «σύμβολο εθνικιστικής μονομέρειας». Και διεξάγονται μάχες επικές για το ποια «παράταξη» θα κουβαλήσει το «ματωμένο λάβαρο» που, αξιοσημείωτον, δεν είναι, ας πούμε, ένα «ματωμένο πουκάμισο», ούτε ο δικέφαλος της ΑΕΚ, αλλά η «επάρατος γαλανόλευκος»!
Η αφαίρεση των ταυτοποιητικών συμβόλων, συντείνει σε μια ομοιομορφοποίηση των λαϊκών αγώνων, που αντιστοιχεί στην ομογενοποιητική ισοπέδωση της Παγκοσμιοποίησης. Ναι, οι «προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα» (ως μόνιμο χώρο ενοικίασης της εργατικής δύναμης) αλλά έχουν εθνική πολιτισμική ταυτότητα, αλλιώς θα ήταν εργοστασιακά προϊόντα
Είναι, λοιπόν, αδιανόητη η συμμετοχή σε μια τέτοια αντιδραστική παράτα, είναι προδοσία η ανταπόκριση σε αυτό τον «ιδεολογικό μηχανισμό συνειδησιακής ομογενοποίησης». Τι; όχι; Επείγει η επιστράτευση κάποιου «καλλιτεχνικού ακτιβισμού», ώστε να χλευαστούν οι (μετα)μιλιταριστικές εικονικότητες και να καταπέσουν οι φασίζουσες ιερότητες.
Επειγόντως «τα κορίτσια» να μετασκευάσουν μια «βλάσφημη» θεατρικότητα του Λαζόπουλου ή του Σεφερλή, ώστε να «απελευθερωθεί το ατομικό αυθόρμητο» ενάντια στην κρατική βιομηχανοποίηση. «Ταξικοί» και «ριζοσπαστικοί» αγώνες με σημαία;και δη «ματωμένη» (δηλαδή ψυχαναγκαστικής αισθηματολογίας..); Α πα πα! Τι οπισθοδρομικός φασίζων ρομαντισμός παρακμιακής ηρωολατρίας! Μόνο ο αναρχικός-αντιεξουσιαστικός «χώρος» είναι, στα θέματα αυτά, συνεπής.
***
Βέβαια, εκείνη τη νύχτα της Σφαγής, ο σπαραγμός της ελπίδας εξελισσόταν υπό τη φωνή του Παπαχρήστου που έψελνε, με απογειωμένη επαναστατικότητα εκτός καναπέ, τον εθνικό ύμνο. «Για δες θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο», να εγκωμιάζεται το όραμα της δημοκρατικής πολιτείας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, και του αντιιμπεριαλισμού, με «εθνικιστικά παραληρήματα και κουρελόπανα»! Όντως, σημείο καμπής για την παγκοσμιοποιητική Αριστερά.
Για δες, που η παλικαροσύνη του τρομερού Νοέμβρη, περιφερόταν ενδεδυμένη τα ίδια «μιχαλολιάκεια σύμβολα» με τον Παύλο Μελά και τον Γρηγόρη Αυξεντίου και τον Σολωμό και τον (μπρρρρ! επάρατον) Κατσίφα. Και να μην είναι «αφήγηση», αλλά η μνήμη της ζωντανής ιστορίας, να είναι το εκπεμπόμενο «μήνυμα» στην διαρκή επικοινωνία της γνήσιας εξεγερμένης συνείδησης με το μέλλον.
Και, εντός του Νοέμβρη υπήρξαν και «φωτοβολίδες» από «Μάη» και πυρωμένη οργή για το πρόσφατο μακελειό στο Σαντιάγο, μα όλα τούτα σε έναν καθολικού κύρους ιστορικό μανδύα εντελώς γαλανόλευκο. Γιατί φοβόσαστε τόσο πολύ την ιστορία των λαών; Και πότε θα καταλάβετε ότι η ιστορία τους έχει ταυτότητα και παγιωμένα σημεία αναφοράς και επαναλαμβανόμενες τελετουργίες κοινοτικοποίησης; Γιατί χωρίς αυτά δεν υπάρχει ομάδα με προοπτική, αλλά περιστασιακές συνευρέσεις – φτερά στον άνεμο. Πότε θα νιώσετε ότι είστε απλά θίασος του Φουκουγιάμα;
Διότι, η όποια «σύγκρουση» διεξάγεται με τους όρους της ιστορικής ανάγκης, δηλαδή με τις λειτουργικές σημασίες που συνέχουν την οργανική συνείδηση των λαών. Και οι λαοί, οι πραγματικοί και όχι τα ιδεομοντάζ της «αφηγησιομανίας», θέλουν οι «αναπαραστάσεις» να έχουν πιστότητα και «επαφή» με το τρέχον φαντασιακό τους. Και επιβάλλουν την ανάγκη τους, και καταντούν φαιδροί παρανοϊκοί όσοι παραληρούν εργαστηριακές «ουτοπίες». Η αφαίρεση των ταυτοποιητικών συμβόλων, συντείνει σε μια ομοιομορφοποίηση των λαϊκών αγώνων, που αντιστοιχεί στην ομογενοποιητική ισοπέδωση της Παγκοσμιοποίησης. Ναι, οι «προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα» (ως μόνιμο χώρο ενοικίασης της εργατικής δύναμης) αλλά έχουν εθνική πολιτισμική ταυτότητα, αλλιώς θα ήταν εργοστασιακά προϊόντα.
Το Πολυτεχνείο υπήρξε το ματωμένο πεδίο επαναβεβαίωσης της ωριμάζουσας συνείδησης του λαού μας εντός των «αντικειμενικών συνθηκών» της στιγμής. Και αυτή η συνείδηση δε μπορούσε παρά να βρει την «ψυχοκινητική» (κατά Γληνό) συμβολική της, στα κατακτημένα και πλέον ιερά εικονοποιημένα και ποιητικοποιημένα «φετίχ» της βαθιάς της ενότητας. Η Χούντα ήταν ο οριακός «επίορκος» στην ελληνική πολιτεία, και σαν τέτοιος αντιμετωπίστηκε από τη φοιτητική πρωτοπορία της λαϊκής αντίδρασης.
***
Αφού μόνο με ενότητα (ψυχής και δράσης) μπορεί να τσακιστεί ένα θεριό, και αυτή η ενότητα δε μπορεί να είναι ιστορικώς περιστασιακή και κοινωνικώς επιλεκτική. Άρα, πρέπει να είναι εθνική. Ναι, εθνική, δηλαδή ενός ενιαίου πολιτισμού, αφού το εθνικό, σ’ εμάς εδώ, το όρισε ο Σολωμός που τοποθέτησε τη φρικτή «γυναίκα της Ζάκυθος» στο φόντο των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Για ένα «αλωνάκι» ο ριζικός λόγος της ιστορικής μας αναγεννητικής δέησης, από το Δραγατσάνι στο Σαραντάπορο, από το Κάστρο του Υμηττού στο Πολυτεχνείο. Και αυτή η, ας πούμε, «πολιτισμική πλαισίωση», δεν αναιρεί τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της κοχλάζουσας κοινωνικής ζωής, αλλά τα «διαχρονικοποιεί» ως φανερώσεις ενός διαρκούς συλλογικού υποκειμένου που μαστορεύει αέναα το πεπρωμένο του.
Είτε ενάντια στον «Τούρκο», είτε ενάντια στον τσιφλικά, είτε ενάντια στο «Γερμανό», είτε ενάντια στο Παλάτι και τη Χούντα και τον «παρασιτικό βιομηχανισμό» και τους ξενότροπους εφοπλιστάδες της πατριδοκάπηλης κερδομανίας: ένας «καημός της Ρωμιοσύνης» γνέθει και βάφει και πλουμίζει το συλλογικό πεπρωμένο. Έλληνες ουν εσμέν το γένος. Και εντός αυτής της ελληνικότητας μαστορεύουμε τη θητεία μας στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Δεν είμαστε ένας «λαός» – μεταβλητή φιγούρα που φτιάχνεται, καταναλώνεται και ξαναφτιάχνεται κατά ιστορικοπολιτική συγκυρία. Μα θα μας τρελάνετε εντελώς;
Άλλο είναι οι επιμέρους και κοινωνικά και πολιτικά εστιασμένες συγκρούσεις (π.χ. τα Ιουλιανά, οι ταξικές κινητοποιήσεις κ.λπ.) και άλλο οι κομβικές αναμετρήσεις με μια καθολική απειλή της παράδοσης, έστω και ως φαντασιακού. Εδώ, ούτε «σφυροδρέπανα» ούτε «μαίανδροι» ούτε «Α σε κύκλο» χωρούν. Εδώ, η πολεμική συλλογική συνείδηση θα κάνει τις προβολές της στα ιστορικά της σύμβολα.
Γι’ αυτό και ο ΕΛΑΣ είχε το «Ε» μπροστά και με την ελληνική σημαία ξεφτίλιζε τις δυνάμεις Κατοχής..όπως ο «Διγενής» στην Κύπρο. Τι δεν καταλαβαίνετε;
Όταν, λοιπόν, αναπαράγεις τη συμβολική πλαισίωση του Πολυτεχνείου, defacto αποδέχεσαι τη νοηματική της προϋπόθεση. Θες δε θες, απονέμεις τιμή και σεβασμό στη σημαία και τον εθνικό ύμνο. Η επίθεση των εθνομηδενιστών στις «παρελάσεις» και τα σχετικά, είναι απλώς ευπώλητοι ιδεολογισμοί προκειμένου να δημιουργηθεί μια συναίνεση στη ριζική αναθεώρηση της ιστορικής μας αλήθειας. Όταν εσύ, από τη μια παρελαύνεις στο συγκεκριμένο Πολυτεχνείο, και αμέσως μετά βάλλεις κατά βούλησιν κατά αυτών που σε πλαισίωσαν, ε τότε υπάρχει σοβαρό πρόβλημα!
*Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος