Παιδιά θάβονται κάτω από τα ερείπια, νοσοκομεία βομβαρδίζονται, υποδομές διαλύονται συστηματικά. Κι όμως, η επίσημη «πολιτισμένη» Δύση είτε σιωπά είτε συναινεί. Οι κυβερνήσεις νομιμοποιούν το μακελειό πίσω από φράσεις όπως «δικαίωμα στην αυτοάμυνα». Τα ΜΜΕ μιλούν για «σύγκρουση», όχι για κατοχή. Κι η κοινωνία – η κοινωνία κοιτάζει αλλού, εθισμένη πια στην αγριότητα, κουρασμένη να θυμώνει.
Όμως μέσα σε αυτή τη φρίκη, το πιο οδυνηρό δεν είναι μόνο η κραυγαλέα υποκρισία των ισχυρών. Είναι και η διάσπαση των φωνών που θα μπορούσαν να σταθούν απέναντί τους. Στην Ελλάδα, η Αριστερά –κατακερματισμένη, φοβική, κλεισμένη στον καθρέφτη της– διστάζει να φωνάξει δυνατά. Όχι επειδή δεν νοιάζεται, αλλά επειδή πριν από τη δράση προηγείται πάντα το ηθικό ξεδιάλεγμα. Πριν χτίσει συμμαχίες, φροντίζει να ελέγξει την καθαρότητα του άλλου: «Είναι αρκετά προοδευτικός;», «μήπως έχει πει κάτι προβληματικό στο παρελθόν;», «του αξίζει η αλληλεγγύη μου;».
Την ώρα που καίγονται οι Παλαιστίνιοι, η ελληνική Αριστερά επιλέγει να καταγγείλει όσους προσπαθούν – γιατί δεν είναι «αμόλυντοι». Μετατρέπει την πολιτική σε ηθική κατήχηση και τη συλλογική πάλη σε διαγωνισμό αρετής. Όποιος δεν χωράει στα στενά κριτήρια «ορθότητας», ακυρώνεται. Όποιος τολμά να ενεργεί χωρίς την έγκριση των θεματοφυλάκων, στιγματίζεται. Όλα αυτά, τη στιγμή που θα έπρεπε να υψώνουμε ενιαία φωνή ενάντια σε μια από τις μεγαλύτερες ντροπές του αιώνα.
Δεν προτείνεται η σιωπή απέναντι σε λάθη ή πραγματικές παρεκτροπές. Προτείνεται όμως η ιεράρχηση. Κι αυτή τη στιγμή, η απόλυτη προτεραιότητα είναι η επιβίωση ενός ολόκληρου λαού. Δεν μπορούμε να μιλάμε για κοινωνική δικαιοσύνη και να παραμένουμε αμήχανοι μπροστά στην εξαφάνιση των Παλαιστινίων.
Η ιστορία δεν θα μας ρωτήσει αν ήμασταν οι πιο καθαροί. Θα μας ρωτήσει αν σταθήκαμε απέναντι στην αδικία. Κι αν απαντήσουμε πως «δεν συμφωνούσαμε όλοι με όλους», θα έχουμε απλώς ντροπιαστεί μια φορά ακόμα.