Του Τρύφωνος Χρυσοφρύδη. Τα παραμικρά γεγονότα, αυτά που μοιάζουν με άναμμα σπίρτου όταν κοπεί το ρεύμα, είναι τα κατεξοχήν εύγλωττα, επειδή λειτουργούν όπως περίπου και τα ποιήματα.
Ακαριαία εκκενώνεται ένα συμπυκνωμένο φορτίο και αποκαλύπτεται το πλήρες νόημα της γενικής συνθήκης, που παρέμενε ασαφές και εύκολα συσκοτιζόταν όσο την μελετούσαμε στις γενικές γραμμές της κι από απόσταση. Επιπλέον, στο άναμμα αυτού του σπίρτου, τα συνήθη μοιάζουν αλλόκοτα κι ενδέχεται αυτή να είναι η πραγματική φύση τους: η εξοικείωση τυφλώνει…
Μια πολυσέλιδη ανάλυση, φερ’ ειπείν, της άποψης του δημάρχου Καμίνη περί πολιτισμού, βασισμένη στις θεσμισμένες δραστηριότητες, μπορεί να μην μας πει όσα μας είπε η εικόνα της άστεγης εγκύου που στεγάστηκε μόνον όσο η ΕΜΥ μιλούσε για «ακραία καιρικά φαινόμενα» κι έπειτα, μια και το ψοφόκρυο, η ανέχεια κι η βροχή είναι καταστάσεις συνηθισμένες και αντιμετωπίσιμες, πετάχτηκε έξω κατ’ εντολήν του. (Οιστρηλατημένη από το μήνυμα του μακαριωτάτου Ιερωνύμου, θα πήγε, φαντάζομαι, κατευθείαν στην αγκαλιά της φτωχομάνας Εκκλησίας: Κατά το πρότυπο του Μεγάλου Βασιλείου, οι ιεράρχες είναι γνωστό ότι, σε αντίθεση με τον πλούσιο νέο του Ευαγγελίου, έδωσαν όλη την περιουσία τους για να χτιστούν ιδρύματα και διέθεσαν όσα ήδη κατείχαν για να στεγαστούν οι απόκληροι. Εξού και οι εν λόγω ιεράρχες έχουν το δικαίωμα να μιλούν…). Αλλά τα παραμικρά, εύγλωττα γεγονότα δεν είναι κατ’ ανάγκην δραματικά.
Η αλήθεια συμπυκνώνεται ολοένα συχνότερα σε grotesque στιγμιότυπα, μια και τον όλεθρο τον προάγει ένας συρφετός κατά βάσιν γελοίος: αυτή είναι η «μεταμοντέρνα κατάσταση»… Έτσι, όταν ο άρχων της ξενηλασίας Χρήστος Παπουτσής πήγε να εγκαινιάσει το φράχτη στον Έβρο, γιατί μετά το «Σάμινα» δεν μπορεί να σκεφτεί ανθρώπους να πνίγονται και να ξεβράζονται σε ελληνικό έδαφος μολύνοντάς το με τον ανθεκτικό ιό της λαθρομετανάστευσης, ας πάνε να πνιγούν παραπέρα, να μην τους βλέπει κι ο συγκυβερνήτης Άδωνις και συγχύζεται, όταν λοιπόν ο υπουργός Προστασίας του Μυκηναίου Πολίτη πήγε με το μυστρί του σε στυλ Παττακού να πει τις συνηθισμένες ανοησίες, αντιμετώπισε μια περίεργη διαδήλωση: οι ιδιοκτήτες των γραφείων τελετών είχαν παρατάξει κατέναντί του νεκροφόρες, όχι για να του ξύσουν πληγές (θα ’ταν βάναυσο, αρκετά βασανίστηκε ο άνθρωπος προσπαθώντας να μην παραιτηθεί στην προηγούμενη εκατόμβη), αλλά απλούστατα διαμαρτυρόμενοι επειδή οι νεκροφόρες θα φορολογούνται εφεξής ως αυτοκίνητα πολυτελείας. Αυτή η νομοθετική ρύθμιση συνοψίζει, νομίζω, την ουσία και του Μνημονίου και, προπάντων, της σχετικής αρθρογραφίας των opinion makers.
Το ότι ζήσαμε «πάνω απ’ τις δυνάμεις μας», ξοδεύοντας ασυλλόγιστα, το είχαμε ήδη εμπεδώσει. Είναι όμως ολοφάνερο ότι η τάση μας προς την επικουρική σύνταξη, το κρεβάτι αντί ράντσου και γενικώς τη χλιδή έγινε χούι, που βγαίνει μετά την ψυχή: ας μην το κρύβουμε, πεθαίνουμε «πάνω απ’ τις δυνάμεις μας», πολυτελέστατα, κοιτώντας την πάρτη μας μόνο. Δεν φτάνει που ζώντας αδειάσαμε τον κορβανά των επιχειρηματιών και των τραπεζών ζητώντας μισθούς κι αποδεχόμενοι τα δάνεια που είχαν προεγκριθεί για να δοκιμαστεί η σωφροσύνη μας, δεν φτάνει που αδειάσαμε τα ταμεία του κράτους επαιτώντας συντάξεις έτσι που για τις μίζες να μένουν πια ψίχουλα, όταν έρθει επιτέλους η ευλογημένη ώρα να τα τινάξουμε, θέλει και κούρσα η μούρη μας! Να γιατί μια μέση κηδεία έφτασε να κοστίζει κάτι χιλιάδες ευρώ… Θα πείτε: χρεώνει η εκκλησία, χρεώνει το κυλικείο – όσο να ’ναι ανεβαίνει το ποσό. Δεν είναι αυτό το ζήτημα, ας μην υπεκφεύγουμε (κι ας μην τα βάζουμε με την Εκκλησία ξανά).
Το ζήτημα είναι η παράλογη τάση μας στο βασίλειο των στατιστικών να πεθαίνουμε εξατομικευμένα. Εξού κι η κουρσάρα, εξού και το 4×4 (όπως το περιέγραψε ο Καρυωτάκης) κιβούρι.
Είναι ώρα να κάνουμε την αυτοκριτική μας, κυρίως όμως να προσαρμοστούμε στην καινούργια συνθήκη που, έτσι κι αλλιώς, θα βοηθάει να πεθαίνουμε ταυτοχρόνως πολλοί. Σε μια κοινωνία όπου το πένθος ακυρώθηκε καθώς οι χαροκαμένοι έκλαιγαν στα κανάλια κρατώντας τη φωτογραφία του μακαρίτη, μπας και γίνουν για λίγο διάσημοι, η κηδεία ήταν ήδη κατάλοιπο και τα νεκροταφεία ερειπιώνας. Το επόμενο βήμα είναι απλώς λογικό: μαζική ταφή σε χωματερή και μεταφορά ώς εκεί με κάρα της δημαρχίας.
Ας μην διστάσουμε, ας μη φοβηθούμε το ριζικό εκσυγχρονισμό, ας μην καθηλωθούμε σε συνήθειες του παρελθόντος ζητώντας να φάμε, να ντυθούμε, να ζήσουμε και να πεθάνουμε αξιοπρεπώς: ας στοιβαχτούμε τέζα και τάχιστα, δημιουργώντας πρωτογενές πλεόνασμα, χτίζοντας την Ελλάδα τού αύριο όπως ο πρωτομάστορας το γεφύρι.
Μια πολυσέλιδη ανάλυση, φερ’ ειπείν, της άποψης του δημάρχου Καμίνη περί πολιτισμού, βασισμένη στις θεσμισμένες δραστηριότητες, μπορεί να μην μας πει όσα μας είπε η εικόνα της άστεγης εγκύου που στεγάστηκε μόνον όσο η ΕΜΥ μιλούσε για «ακραία καιρικά φαινόμενα» κι έπειτα, μια και το ψοφόκρυο, η ανέχεια κι η βροχή είναι καταστάσεις συνηθισμένες και αντιμετωπίσιμες, πετάχτηκε έξω κατ’ εντολήν του. (Οιστρηλατημένη από το μήνυμα του μακαριωτάτου Ιερωνύμου, θα πήγε, φαντάζομαι, κατευθείαν στην αγκαλιά της φτωχομάνας Εκκλησίας: Κατά το πρότυπο του Μεγάλου Βασιλείου, οι ιεράρχες είναι γνωστό ότι, σε αντίθεση με τον πλούσιο νέο του Ευαγγελίου, έδωσαν όλη την περιουσία τους για να χτιστούν ιδρύματα και διέθεσαν όσα ήδη κατείχαν για να στεγαστούν οι απόκληροι. Εξού και οι εν λόγω ιεράρχες έχουν το δικαίωμα να μιλούν…). Αλλά τα παραμικρά, εύγλωττα γεγονότα δεν είναι κατ’ ανάγκην δραματικά.
Η αλήθεια συμπυκνώνεται ολοένα συχνότερα σε grotesque στιγμιότυπα, μια και τον όλεθρο τον προάγει ένας συρφετός κατά βάσιν γελοίος: αυτή είναι η «μεταμοντέρνα κατάσταση»… Έτσι, όταν ο άρχων της ξενηλασίας Χρήστος Παπουτσής πήγε να εγκαινιάσει το φράχτη στον Έβρο, γιατί μετά το «Σάμινα» δεν μπορεί να σκεφτεί ανθρώπους να πνίγονται και να ξεβράζονται σε ελληνικό έδαφος μολύνοντάς το με τον ανθεκτικό ιό της λαθρομετανάστευσης, ας πάνε να πνιγούν παραπέρα, να μην τους βλέπει κι ο συγκυβερνήτης Άδωνις και συγχύζεται, όταν λοιπόν ο υπουργός Προστασίας του Μυκηναίου Πολίτη πήγε με το μυστρί του σε στυλ Παττακού να πει τις συνηθισμένες ανοησίες, αντιμετώπισε μια περίεργη διαδήλωση: οι ιδιοκτήτες των γραφείων τελετών είχαν παρατάξει κατέναντί του νεκροφόρες, όχι για να του ξύσουν πληγές (θα ’ταν βάναυσο, αρκετά βασανίστηκε ο άνθρωπος προσπαθώντας να μην παραιτηθεί στην προηγούμενη εκατόμβη), αλλά απλούστατα διαμαρτυρόμενοι επειδή οι νεκροφόρες θα φορολογούνται εφεξής ως αυτοκίνητα πολυτελείας. Αυτή η νομοθετική ρύθμιση συνοψίζει, νομίζω, την ουσία και του Μνημονίου και, προπάντων, της σχετικής αρθρογραφίας των opinion makers.
Το ότι ζήσαμε «πάνω απ’ τις δυνάμεις μας», ξοδεύοντας ασυλλόγιστα, το είχαμε ήδη εμπεδώσει. Είναι όμως ολοφάνερο ότι η τάση μας προς την επικουρική σύνταξη, το κρεβάτι αντί ράντσου και γενικώς τη χλιδή έγινε χούι, που βγαίνει μετά την ψυχή: ας μην το κρύβουμε, πεθαίνουμε «πάνω απ’ τις δυνάμεις μας», πολυτελέστατα, κοιτώντας την πάρτη μας μόνο. Δεν φτάνει που ζώντας αδειάσαμε τον κορβανά των επιχειρηματιών και των τραπεζών ζητώντας μισθούς κι αποδεχόμενοι τα δάνεια που είχαν προεγκριθεί για να δοκιμαστεί η σωφροσύνη μας, δεν φτάνει που αδειάσαμε τα ταμεία του κράτους επαιτώντας συντάξεις έτσι που για τις μίζες να μένουν πια ψίχουλα, όταν έρθει επιτέλους η ευλογημένη ώρα να τα τινάξουμε, θέλει και κούρσα η μούρη μας! Να γιατί μια μέση κηδεία έφτασε να κοστίζει κάτι χιλιάδες ευρώ… Θα πείτε: χρεώνει η εκκλησία, χρεώνει το κυλικείο – όσο να ’ναι ανεβαίνει το ποσό. Δεν είναι αυτό το ζήτημα, ας μην υπεκφεύγουμε (κι ας μην τα βάζουμε με την Εκκλησία ξανά).
Το ζήτημα είναι η παράλογη τάση μας στο βασίλειο των στατιστικών να πεθαίνουμε εξατομικευμένα. Εξού κι η κουρσάρα, εξού και το 4×4 (όπως το περιέγραψε ο Καρυωτάκης) κιβούρι.
Είναι ώρα να κάνουμε την αυτοκριτική μας, κυρίως όμως να προσαρμοστούμε στην καινούργια συνθήκη που, έτσι κι αλλιώς, θα βοηθάει να πεθαίνουμε ταυτοχρόνως πολλοί. Σε μια κοινωνία όπου το πένθος ακυρώθηκε καθώς οι χαροκαμένοι έκλαιγαν στα κανάλια κρατώντας τη φωτογραφία του μακαρίτη, μπας και γίνουν για λίγο διάσημοι, η κηδεία ήταν ήδη κατάλοιπο και τα νεκροταφεία ερειπιώνας. Το επόμενο βήμα είναι απλώς λογικό: μαζική ταφή σε χωματερή και μεταφορά ώς εκεί με κάρα της δημαρχίας.
Ας μην διστάσουμε, ας μη φοβηθούμε το ριζικό εκσυγχρονισμό, ας μην καθηλωθούμε σε συνήθειες του παρελθόντος ζητώντας να φάμε, να ντυθούμε, να ζήσουμε και να πεθάνουμε αξιοπρεπώς: ας στοιβαχτούμε τέζα και τάχιστα, δημιουργώντας πρωτογενές πλεόνασμα, χτίζοντας την Ελλάδα τού αύριο όπως ο πρωτομάστορας το γεφύρι.
Σχόλια