Η ιδέα για αυτό το κείμενο ξεκίνησε όταν διάβασα το σχόλιο του επιθεωρητή Μονταλμπάνο, του ήρωα του Αντρέα Καμιλέρι για τα εργατικά ατυχήματα. Βλέπει να εργάζονται στη στέγη του Αστυνομικού Τμήματος κάποιοι εργάτες και λέει πως ελπίζει να έχουν ληφθεί όλα τα μέτρα ώστε να μη γίνει κάποια εργατική δολοφονία.
«…εδώ και αρκετά χρόνια ο αστυνόμος τις αποκαλούσε δολοφονίες και όχι εργατικά ατυχήματα, επειδή ήταν βέβαιος ότι για το ενενήντα τοις εκατό των θανατηφόρων ατυχημάτων ήταν υπεύθυνοι οι εργοδότες» (Η ηλικία της αβεβαιότητας)
Ο συγγραφέας δεν διστάζει, σχεδόν σε κάθε βιβλίο της δημοφιλούς σειράς, να εκφράζει βαθύτατα πολιτικές απόψεις, να σαρκάζει την κάθε είδους εξουσία και ιεραρχία, να θίγει –μιλώντας έξω από τα δόντια– όλα τα κακώς κείμενα.
Η σημερινή μικρή ανθολόγηση είναι ένα είδος προλόγου σε ένα αφιέρωμα που ετοιμάζω για τον συγγραφέα και σκέφτηκα πως δεν θα χωρούσε σε μια σελίδα.
Αν ενώσεις αυτές τις απόψεις και τις δεις ενιαίες, δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς στον Καμιλέρι, που δεν έκανε τίποτε στην τύχη. Είναι σαφές πως ήξερε πού, πώς και γιατί έβαζε τα πολιτικά σχόλια μέσα στα αφηγήματά του. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως ακόμη και το τέλος της σειράς είχε ετοιμάσει και το άφησε στον εκδότη του με την εντολή το τελευταίο βιβλίο να κυκλοφορήσει μετά τον θάνατό του.
Δεν διστάζει να μιλήσει για κομουνισμό, σε μια εποχή που δεν είναι καθόλου της «μόδας». Παράδειγμα η συζήτηση με έναν υφιστάμενό του, τον Φάτσιο, που δυσανασχετεί για μια έρευαν σε συνοικία πλουσίων:
«– Δεν σου αρέσουν οι πλούσιοι; Πώς κι έτσι; Κάποτε με κατηγορούσες επειδή ήμουν οργισμένος κομουνιστής και τώρα…
– Ο κομουνισμός, αστυνόμε, δεν έχει σχέση. Το θέμα είναι πως οι πλούσιοι δημιουργούν πάντα προβλήματα, δύσκολα τα βγάζεις πέρα μαζί τους…» (Το ματωμένο χωράφι)
Φυσικά τα Μέσα Ενημέρωσης (φανταστικά αλλά τόσο πραγματικά) έχουν καταλάβει πόσο… επικίνδυνος είναι ο επιθεωρητής:
«…Η έρευνα ανατέθηκε στον αστυνόμο Μονταλμπάνο της Βιγκάτα με τον οποίο είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε στο παρελθόν. Δεν τον επιπλήξαμε για τις πολιτικές του απόψεις, κάθε του λέξη αποπνέει κομμουνισμό, αλλά θεωρούμε πως μάλλον είναι λάθος να τις εφαρμόζει σε κάθε έρευνα που αναλαμβάνει…» (Το ματωμένο χωράφι)
Στο «Κυνήγι του θησαυρού», η μικρή πόλη περνά μια περίοδο όπου έχουν σταματήσει οι κλοπές. Πια είναι η εξήγηση;
«… – Οι κλέφτες, οι δικοί μας, εκείνοι που κλέβουν τα σπίτια των φτωχών ανθρώπων ή τις τσάντες των γυναικών, ντρέπονται.
– Ποιους ντρέπονται;
– Τους πιο σπουδαίους συναδέλφους τους. Τους βιομήχανους που πτωχεύουν την επιχείρηση, αφού πρώτα εξασφαλίσουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Τις τράπεζες που βρίσκουν τρόπους να εξαπατούν τους πελάτες. Τις μεγάλες επιχειρήσεις που κλέβουν δημόσιο χρήμα. Ενώ εκείνοι οι κακόμοιροι πρέπει να αρκεστούν στα δέκα ευρώ, σε μια χαλασμένη τηλεόραση, σε ένα κομπιούτερ που δεν λειτουργεί… Ντρέπονται και δεν έχουν τη διάθεση να κλέψουν.»
Για το θέμα των μεταναστών και των προσφύγων είναι καταπέλτης στην «Ηλικία της αβεβαιότητας», όπου υπάρχει ένα δισέλιδο «Κατηγορώ» για την υποδοχή που τους επιφυλάσσει η χώρα του:
«…τα αποκαλούν στρατόπεδα υποδοχής αλλά συχνά αποδεικνύονται στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπάρχουν όμως άνθρωποι, όπως οι αξιότιμοι βουλευτές μας, που δεν είναι ευχαριστημένοι, ζητούν κάτι παραπάνω, θέλουν να δουν τους δύστυχους ανθρώπους να πεθαίνουν, λένε ότι οι λιμενικοί και οι ψαράδες μας πρέπει να πυροβολούν και να βυθίζουν τις βάρκες που μεταφέρουν λαθρομετανάστες, επειδή όλοι είναι εγκληματίες, φορείς ασθενειών και τεμπέληδες…»
Στο «Χάρτινο φεγγάρι» όχι μόνο μιλά για τη σχέση της Μαφίας με τους πολιτικούς και το εμπόριο ναρκωτικών, αλλά εξηγεί γλαφυρά και πώς γίνεται η συγκάλυψη. Καθόλου τυχαία βάζει στο στόχαστρο έναν βουλευτή κι έναν γερουσιαστή που ανήκουν στο κόμμα του Μπερλουσκόνι (που δεν κατονομάζει αλλά φωτογραφίζει) και στους σοσιαλιστές.
Οι δυο πολιτικοί πέθαναν από νοθευμένη κοκαΐνη, όμως η επίσημη εκδοχή ήταν… έμφραγμα:
«…Ο γερουσιαστής Νικότρα και ο βουλευτής Ντι Κριστόφορο ήταν υποδείγματα αρετής, αξιοσέβαστοι άνθρωποι, ικανοί πολιτικοί, θρησκευόμενοι, καλοί οικογενειάρχες, ποτέ δεν έκαναν χρήση κανενός είδους ναρκωτικών ουσιών. Στην ανάγκη θα βρεθούν δέκα χιλιάδες μάρτυρες υπεράσπισης…»
Το «βαποράκι» τους, ο προμηθευτής τους, είναι καλύτερα να μη συλληφθεί, αλλά να σκοτωθεί για να μη προβεί σε αποκαλύψεις…
Εδώ βρίσκει την ευκαιρία, μέσω του Μονταλμπάνο, να μιλήσει και για την τύχη που είχαν τα «καθαρά χέρια».
Και στον «Ήλιο του Αυγούστου»:
«Ο Τζεράρντο Καταπάνο (βουλευτής) κατάφερνε να τα έχει καλά τόσο με τους Κουφάρο όσο και με τους Σινάγκρα, τις δυο οικογένειες της Μαφίας στη Βιγκάτα.
Ο Μονταλμπάνο για μια στιγμή ένιωσε πίκρα.
Είναι δυνατόν να μην μπορούν ποτέ να αλλάξουν τα πράγματα; Τα πάντα κατέληγαν σε επικίνδυνες συγγενικές σχέσεις, συμφωνίες ανάμεσα σε πολιτικούς και στη Μαφία, ανάμεσα στη Μαφία και στους επιχειρηματίες, ανάμεσα στους πολιτικούς και στις τράπεζες, ανάμεσα σε τράπεζες που ξέπλεναν χρήματα και στην τοκογλυφία…»
«…Η Ιταλία εξακολουθούσε να είναι σκλάβα και να υπηρετεί δυο αφεντικά, την Αμερική και την Εκκλησία, και αντιμετώπιζε καθημερινά την καταιγίδα μάλλον εξαιτίας ενός καπετάνιου που καλύτερα να τον έχανε παρά να τον έχει να την κυβερνάει…»
Νομίζω πως αυτά τα ελάχιστα δείγματα γραφής, μαζί με την ειρωνεία που υπάρχει για κάθε είδους θεσμούς, τα όσα αναφέρει σχεδόν σε όλα τα βιβλία για τις οικογένειες της Μαφίας που διοικούν στο παρασκήνιο και η αστυνομία δεν μπαίνει στα χωράφια τους, ο αντισυμβατικός τρόπος ζωής μάς δείχνουν τον βαθύτατα πολιτικό Μονταλμπάνο.
Περισσότερα, προσεχώς…