Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ παίρνει, παρά την κυβερνητική επιχείρηση υποβάθμισής του, διαστάσεις συστημικής κρίσης, απειλώντας όχι μόνο την αξιοπιστία της κρατικής διοίκησης αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα της αγροτικής παραγωγής. Την ώρα που οι αγρότες περιμένουν τις πληρωμές ενισχύσεων για να επιβιώσουν, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) πραγματοποιεί έλεγχο στα γραφεία του ΟΠΕΚΕΠΕ, αναζητώντας συμβάσεις, οικονομικά στοιχεία και δεδομένα δεκαετίας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, η OLAF εξετάζει «δομικά προβλήματα διαφάνειας» και σχέσεις με ιδιωτικές εταιρείες που είχαν προνομιακή πρόσβαση σε κρίσιμα πληροφοριακά συστήματα.
Παράλληλα, στη Βουλή στήνεται ένα θέατρο «ελέγχου χωρίς αποτέλεσμα». Η εξεταστική επιτροπή, αντί να ρίξει φως, αναπαράγει καβγάδες, σιωπές και τεχνικές υπεκφυγής, με τους συνένοχους θεσμικούς παράγοντες του ΟΠΕΚΕΠΕ να κρύβονται πίσω από μισόλογα και τους υπεύθυνους και υπόλογους βουλευτές να μην καλούνται καν για κατάθεση ‒ προστατευόμενοι από την κυβερνητική πλειοψηφία. Οι βουλευτές της κυβέρνησης επιχειρούν να αποπολιτικοποιήσουν την υπόθεση, την ώρα που τα ίδια τα στοιχεία δείχνουν οργανωμένη κρατική εμπλοκή. Το «πλυντήριο» της Βουλής λειτουργεί όπως πάντα: Διαχέει ευθύνες, προστατεύει τους υπευθύνους και αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από το πραγματικό ζήτημα ‒ τη λεηλασία των ευρωπαϊκών πόρων για την οικοδόμηση των πελατειακών δικτύων του καθεστώτος και την υπονόμευση της εθνικής αγροτικής πολιτικής.
Το σκάνδαλο δεν αφορά μόνο αδιαφανείς συμβάσεις ή κακοδιαχείριση. Στον πυρήνα του βρίσκεται ένα δίκτυο σχέσεων ανάμεσα σε κρατικούς λειτουργούς, πολιτικά πρόσωπα, τράπεζες συμβούλων και ιδιωτικές εταιρείες πληροφορικής (ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός ως εργαλείο της διαπλοκής) που για χρόνια λεηλατούσαν τον ΟΠΕΚΕΠΕ και τα δεδομένα των παραγωγών. Όπως έχει αποκαλυφθεί, συμβάσεις εκατομμυρίων κατευθύνονταν επανειλημμένα στις ίδιες εταιρείες, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο ή αξιολόγηση. Πρόκειται για ένα «κρατικά οργανωμένο» σκάνδαλο, προϊόν πολιτικής ανοχής και κυβερνητικής συγκάλυψης, όπου η δημόσια διοίκηση μετατράπηκε σε προέκταση ιδιωτικών συμφερόντων.
Είμαστε μπροστά σε μια ακόμη εκδοχή του παρασιτικού αποστήματος, που όταν σπάει κάνει εμφανή τη διαχρονική σαπίλα του πολιτικού συστήματος και των συμφερόντων, που ξεκινάνε από πολύ ψηλά και διαχέονται μέχρι τις τοπικές κοινωνίες. Το ίδιο το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης λειτουργεί περισσότερο ως διαχειριστής κοινοτικών ενισχύσεων παρά ως φορέας στρατηγικής και πολιτικής. Κάθε προσπάθεια κάθαρσης σκοντάφτει στον φαύλο κύκλο: Όσοι γνωρίζουν δεν μιλούν, όσοι μιλούν διώκονται.
Πραγματικό θύμα η αγροτική παραγωγή
Και ενώ το σύστημα της διαπλοκής επιβιώνει, η κρίση περνάει στους αγρότες. Οι καθυστερήσεις στις πληρωμές, οι περικοπές και η ανασφάλεια έχουν προκαλέσει κύμα οργής σε όλη τη χώρα. Από τη Θεσσαλία ως τη Μακεδονία, οι παραγωγοί προειδοποιούν ότι «ο κάμπος δεν αντέχει άλλο». Οι ενώσεις ζητούν παραίτηση του Κώστα Τσιάρα και απαντήσεις από το Μαξίμου, το οποίο περιορίζεται σε επικοινωνιακές «διαβεβαιώσεις» για ομαλοποίηση των πληρωμών, και όταν τα πράγματα ξεφεύγουν στέλνει τα ΜΑΤ για να καθαρίσουν. Πίσω από τις υποσχέσεις όμως δεν υπάρχει σχέδιο· μόνο παράταση του αδιεξόδου.
Το πραγματικό θύμα είναι η πρωτογενής παραγωγή. Ενώ οι αγρότες περιμένουν τις ενισχύσεις τους, οι μηχανισμοί διαφθοράς απορροφούν πόρους και διαμορφώνουν ένα τοπίο αβεβαιότητας. Το σύστημα των ενισχύσεων, έτσι όπως δομήθηκε από την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε., έχει μετατρέψει την αγροτική οικονομία σε γραφειοκρατικό πεδίο για τράπεζες, μεσάζοντες και τεχνολογικά μονοπώλια. Η αποσύνδεση των επιδοτήσεων από την παραγωγή, η εμπορευματοποίηση της γης και η μετατροπή των αγροτών σε «διαχειριστές δικαιωμάτων» οδηγούν σε μια αργή αλλά μεθοδική αποδιάρθρωση της υπαίθρου.
Κάτω από τις πολιτικές κορώνες, υλοποιείται ένα σχέδιο συρρίκνωσης του αγροτικού κόσμου: Οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί εγκαταλείπουν, τα μεγάλα συμφέροντα συγκεντρώνουν γη και η αγροτική πολιτική της χώρας εκχωρείται σε ιδιωτικά δίκτυα με τις ευλογίες των Βρυξελλών. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι εξαίρεση· είναι σύμπτωμα μιας βαθιάς επιλογής: Της παράδοσης του αγροτικού τομέα στις αγορές, της περιθωριοποίησης των ανθρώπων της γης και της υποταγής της αγροτικής οικονομίας σε λογικές «κόστους-οφέλους».
Αν δεν αλλάξει πορεία, η χώρα κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο πόρους, αλλά και το πιο πολύτιμο κεφάλαιό της ‒ τους ανθρώπους που παράγουν.