Στη νέα μορφή της πλατείας, η σχεδιαστική χειρονομία μοιάζει να λειτουργεί πρωταρχικά ως μια μεγάλης κλίμακας απόπειρα μετατροπής του σημείου από χώρο διέλευσης και στάσης σε ένα υπερμεγέθες αντικείμενο. Ξεκινώντας την ανάλυσή μας από το τελευταίο, πρέπει αρχικά να σημειώσουμε ότι μάλλον αποτελεί με μεγάλη διαφορά την πιο κοστοβόρα και ενεργοβόρα σχεδιαστική επιλογή. Συνδυάζοντας αυτό το γεγονός με την υπάρχουσα εμπειρία σιντριβανιών στον ελληνικό αστικό δημόσιο χώρο, μένουν μικρά περιθώρια αισιοδοξίας για τον τρόπο λειτουργίας του. Η θερμοκρασιακή εξισορρόπηση που προσφέρουν τέτοιες δομές, ιδιαίτερα σημαντική ιδίως τους θερινούς μήνες, θα μπορούσε να επιτευχθεί με πολύ λιγότερο μεγαλεπήβολα υγρά στοιχεία.

Το νέο σιντριβάνι φαίνεται να στέκεται αντιδιαμετρικά από τις σύγχρονες τάσεις σχεδιασμού δημόσιων αστικών υγρών σημείων. Σε αυτές επιδιώκεται η οργανική σύνδεση με τον υπόλοιπο χώρο και η δημιουργία δομών σωματικά προσφιλών και επισκέψιμων, οι οποίες φιλοδοξούν να αποτελέσουν πόλους έλξης, ενδιαφέροντος και παιχνιδιού. Αντιθέτως εδώ μας προσφέρεται ένα αποτρεπτικό τείχος δυνατών πιδάκων. Παράλληλα ο περιμετρικός δακτύλιος γρασιδιού παρουσιάζεται όχι ως επισκέψιμη επιφάνεια, αλλά ως υγειονομική ζώνη ασφαλείας μεταξύ του σιντριβανιού και του χώρου που μένει για τους πεζούς. Το περιμετρικό του όριο δεν έχει το απαιτούμενο μέγεθος για να λειτουργεί ως καθιστικό, και έτσι χάνεται και η τελευταία ευκαιρία δημιουργίας ενός φιλόξενου για το ανθρώπινο σώμα στοιχείου αστικού εξοπλισμού.

Θα έλεγε κανείς ότι γίνεται μια προσπάθεια της πλατείας Ομονοίας να μοιάσει με την κοντινή της πλατεία Καραϊσκάκη, όπου ένα μεγάλο γλυπτό διακοσμεί απλά μια κυκλική διασταύρωση. Η αποκλειστική ζωντανή και σωματική αξιοποίηση του σημείου είναι η φιλοξενία αστέγων. Μάλιστα η μοναδικότητα της χρήσης και το ότι αντιμετωπίζεται ως παράτυπη, καταλήγουν να προσδίδουν στην οικειοποίηση του δημόσιου χώρου μια αίσθηση παραβατικότητας.

Παρατηρούμε λοιπόν πως το νέο σιντριβάνι θα προκύψει για να δουλεύει αποκλειστικά αισθητικά και εικονογραφικά. Πρόκειται για έναν σχεδιασμό παραγωγής καρτ-ποστάλ, που θα καταργεί ουσιαστικά τη λειτουργία και την έννοια της πλατείας, για να προσφέρει απλά ένα διακοσμητικό ντεκόρ για τις προσκείμενες ξενοδοχειακές μονάδες. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες μιας εντυπωσιακής προσπάθειας μετατροπής του χώρου σε εικόνα, μια καίρια νίκη του θεάματος ως «άρνηση της ζωής που γίνεται ορατή».

Πιθανότατα θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που ο «καθαρισμός» της πλατείας για τη νέα κατασκευή δεν εξαφάνισε και το Πεντάκυκλο, το παρακείμενο γλυπτό του Γιώργου Ζογγολόπουλου, για το οποίο τουλάχιστον υπάρχουν υποσχέσεις επαναλειτουργίας. Εντούτοις η μοναδικότητά του σε συνδυασμό με τον τεράστιο κύκλο του σιντριβανιού το καθιστά παράταιρο, σε αντίθεση με τη σχέση που διαμορφωνόταν με το σύνολο στοιχείων της πρότασης του 1998.

Σαν απάντηση στο ερώτημα «γιατί συμβαίνουν όλα αυτά» μπορούμε να πούμε ότι οι αντιδημοκρατικές διαδικασίες και η προβληματική αρχιτεκτονική μορφή έρχονται σε πλήρη συνάφεια με μια εξολοκλήρου αντιδραστική στόχευση.

Η ανακατασκευή της πλατείας παρουσιάζεται ως «λύση» σε ένα «χρόνιο πρόβλημα». Το πρόβλημα αυτό εν τέλει δεν είναι άλλο από τους ίδιους τους ανθρώπους που σύχναζαν εκεί. Πρόκειται ως επί τω πλείστον για φτωχούς και μετανάστες οι οποίοι «χαλάνε την εικόνα» και θα πρέπει να εκδιωχθούν για να εξυπηρετηθούν οι ορέξεις του ιδιωτικού τομέα, τελευταίο βασικό project του οποίου αποτελεί η μετουσίωση της πόλης σε τουριστικό εμπόρευμα. Παράλληλα, είναι μάλλον απίθανο η έμμεση ιδιωτικοποίηση της μετατροπής μιας δημόσιας πλατείας σε απονεκρωμένο θέαμα-εργαλείο επιχειρήσεων τουρισμού να μη συμπληρωθεί και από την άμεση ιδιωτικοποίηση κατάληψης χώρου, με την επαναφορά των περιφραγμένων τραπεζοκαθισμάτων των παρακείμενων καταστημάτων.

(Απόσπασμα από κείμενο του Γιώργου Παπαγκίκα με τίτλο Ένα σιντριβάνι (αντί) για την πλατεία Ομονοίας που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της «Αριστερής Κίνησης Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων»)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!