Μισές αλήθειες και αναπάντητα ερωτήματα από την τηλεοπτική απολογία Βαρουφάκη στον Αλέξη Παπαχελά

Του Δημήτρη Γιαννόπουλου*

 

Αφήνοντας πίσω του τα συντρίμμια μιας καλοκαιρινής πανωλεθρίας στη «διαπραγμάτευση» της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους εκβιαστές-δανειστές της Ευρωζώνης, ο Γιάνης Βαρουφάκης ξεκινά το επόμενο Σάββατο μια νέα πολιτική εκστρατεία, αυτή τη φορά όμως εκτός Ελλάδος.

Στη συνέντευξή του στον Αλέξη Παπαχελά, στον Σκάι στις 19/1/15, ο πρώην υπουργός Οικονομικών παραδέχεται πως το πανευρωπαϊκό του κίνημα, DiEM25, πέραν της δραστηριοποίησής του μόνον έξω από την Ελλάδα, «προς το παρόν», δεν θα περιλαμβάνει ούτε άλλους Έλληνες στην ομάδα των ιδρυτικών στελεχών του.

Αυτή η τάση «απομάκρυνσης» του Βαρουφάκη από την Ελλάδα και τους Έλληνες, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο τόσο στην προσωπική του ζωή και δράση όσο και στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Για μια προσωπικότητα προικισμένη με σπάνια διανοητικά και επικοινωνιακά χαρίσματα, δεν μπορούσε παρά να ασφυκτιά στο περιβάλλον της ελληνικής μετριοκρατίας, ιδιαίτερα μετά από μια μακροχρόνια παραμονή και επιτυχημένη επαγγελματική-ακαδημαϊκή καριέρα σε Αυστραλία και Αγγλία, όπως και πιο πρόσφατα στην Αμερική.

Μόνο που τώρα υπάρχουν πιο πιεστικοί λόγοι από τον ακαδημαϊκό κοσμοπολιτισμό και το κυνήγι της δημοσιότητας, που επιβάλλουν στον Βαρουφάκη -προσωρινά τουλάχιστον- αυτή την ιδιόρρυθμη όσο και μεγαλεπήβολη «αυτοεξορία».

 

Ξέσπασμα με μονόλογο

Ήταν ίσως η πιο αυθεντική στιγμή της «αποχαιρετιστήριας» συνέντευξης Βαρουφάκη στον Σκάι, όταν για πρώτη φορά άφησε να ξεσπάσει σε έναν ασύνταχτο μονόλογο, το μείγμα ενοχής, καταισχύνης, παραπόνου και διαμαρτυρίας, που μέχρι τότε καλύπτονταν από την -ασκημένη σε χιλιάδες ώρες συνεντεύξεων- ευχέρεια στο επιτηδευμένα «άνετο» και «πειστικό» ύφος.

«[Νιώθω] τεράστια ευθύνη, βεβαίως απέτυχα. Στόχος μου ήταν να αναλάβω τη διαπραγμάτευση έτσι ώστε να υπάρξει μία έντιμη συμφωνία, σταθεροποίησης της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να μπορούμε μετά να έχουμε διαφωνίες μεταξύ μας για το αν θα φορολογηθεί η εργασία, το κεφάλαιο κ.λπ. Γιατί έτσι όπως είμαστε τώρα δεν υπάρχει καν περιθώριο διαφωνίας. Μεταξύ φιλελεύθερων αριστερών, μαρξιστών κ.ά.. Αυτό το πράγμα που λέγεται ελληνική κοινωνική πολιτική οικονομία από το 2010 και μετά δεν είναι βιώσιμο. Η ευθύνη είναι μεγάλη θα έκανα αρκετά πράγματα διαφορετικά. Αυτό που δεν θα έκανα διαφορετικό είναι η αποφασιστικότητα με την οποία πίστευα ότι θα έπρεπε να είχα μια σταθερή γραμμή… να μην βάζουμε καμία σταθερή, για το θέμα διαπραγμάτευση του χρέους, της αναδιάρθρωσης στην βάση αυτών των swaps που είχαμε προτείνει, του χαμηλού πρωτογενούς πλεονάσματος, κάποιων βασικών παραμέτρων προστασίας κοινωνικών ομάδων και μετά σε όλα τα άλλα θα έπρεπε να είμαστε απολύτως ελαστικοί. Το πρόβλημα είναι, κ. Παπαχελά, θα μου επιτρέψετε να σας πω ποια είναι η δική μου ερμηνεία για τον Σόιμπλε, για τον Ντάισεμπλουμ, για την τρόικα: Δεν θέλανε συμφωνία, εμείς θέλαμε συμφωνία. Ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε πολύ μεγάλους συμβιβασμούς».

Είναι όμως και ένα ξέσπασμα ειλικρίνειας που περιέχει το ζουμί της όλης τραγωδίας. Γιατί ο Βαρουφάκης πράγματι νόμιζε πως ήταν προετοιμασμένος για όλα εκτός από την αποτυχία, την οποία ίσως να μην είχε γνωρίσει τόσο βαριά ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, δεν ήταν προετοιμασμένος για τίποτα άλλο, παρά μόνο για την αποτυχία.

Αρκεί να θέσουμε δύο ερωτήματα που απορρέουν από την παραπάνω, εκ βαθέων, απολογία.

Πρώτον, ποιο ήταν το διακύβευμα, δηλαδή ο στόχος της διαπραγμάτευσης που η ελληνική πλευρά είχε θέσει και στον οποίο ο Βαρουφάκης θεωρεί ότι απέτυχε;

Δεύτερον, ποιες πράξεις, παλινωδίες, αυταπάτες ή παραλείψεις (την «τεράστια ευθύνη» των οποίων ανέλαβε ο Βαρουφάκης), ήταν εκείνες που οδήγησαν τη διαπραγμάτευση στα βράχια;

 

Διαπραγμάτευση χωρίς διακύβευμα;

Ήδη στην παραπάνω οδυνηρή απάντηση, ο Βαρουφάκης ισχυρίζεται πως στόχος ήταν μια «έντιμη συμφωνία» ή ένας «έντιμος συμβιβασμός» που θα διασφαλίσει τη «σταθεροποίηση» της ελληνικής κοινωνίας. Και για την επίτευξη αυτού του στόχου «ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε πολύ μεγάλους συμβιβασμούς». Αλλά τελικά δεν κάναμε συμφωνία γιατί «(οι άλλοι) δεν θέλανε συμφωνία, εμείς θέλαμε συμφωνία».

Ήταν όμως δεδομένο πως η πλευρά των εκβιαστών-δανειστών δεν ήθελε συμφωνία, αλλά υποταγή στα κελεύσματα του 2ου Μνημονίου, το οποίο προτίμησε να αφήσει ανολοκλήρωτο η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, για τους ίδιους μάλιστα λόγους που δεν ήθελε να το ολοκληρώσει η κυβέρνηση Τσίπρα.

Δεν ήταν, όμως, δεδομένη και η συνολική εναλλακτική πρόταση της ελληνικής πλευράς, χωρίς την οποία η «διαπραγμάτευση» στερείται αντικειμένου. Στόχοι της έπρεπε να είναι ασφαλώς η «σταθεροποίηση» του χρηματοπιστωτικού και δημοσιονομικού περιβάλλοντος, ανάσχεση ή ανάταξη του φαύλου κύκλου ύφεσης-χρέους, σταδιακή αποκατάσταση επενδυτικού κλίματος και ανασυγκρότηση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας μετά από την πρωτοφανή καταστροφή ή απαξίωση σταθερού και ανθρώπινου κεφαλαίου, που της είχαν επιφέρει τα τιμωρητικά, ισοπεδωτικά και «εμπροσθοβαρή» μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας και υπερφορολόγησης, εσωτερικής υποτίμησης και (για να μη ξεχνιόμαστε) πιστωτικής ασφυξίας, που επιβλήθηκαν από την τρόικα.

Διατυπωμένο με αυτούς τους όρους, το αντικείμενο ή διακύβευμα της διαπραγμάτευσης για την ελληνική πλευρά δεν είναι ένας απλός, μετριοπαθής και «έντιμος» συμβιβασμός γενικά και αόριστα. Είναι απαίτηση αλληλεγγύης, πρωτίστως από τους λαούς της Ευρώπης, για ανάσχεση και αναστροφή του καταστροφικού «σπιράλ θανάτου» που έχουν θέσει σε κίνηση στην Ελλάδα, εδώ και πέντε χρόνια, οι παράνομοι μηχανισμοί της τρόικα και των μνημονίων.

 

Ζητούμενο η σωτηρία της χώρας

Η απαίτηση για σωτηρία μιας χώρας που είναι ισότιμο μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, εδράζεται στην επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Υποχρεώνει τους «επίσημους» δανειστές να αναλάβουν την ευθύνη των εγκληματικών «λαθών» τους που έχουν εν μέρει αναγνωρίσει και να διαπραγματευτούν με την ελληνική κυβέρνηση τους όρους αποκατάστασης ή επανόρθωσης των ζημιών και όχι την επισώρευση πρόσθετων δεινών.

Σ’ αυτό το διακύβευμα έχουν θέση και τα μέτρα που αναφέρει ότι επιχείρησε να διαπραγματευτεί με «αποφασιστικότητα» ο Βαρουφάκης, κυρίως «αναδιάρθρωση του χρέους με swaps, χαμηλό πρωτογενές πλεόνασμα, κάποιες βασικές παράμετροι προστασίας κοινωνικών ομάδων» κ.λπ.

Και πάλι όμως, τέτοια μέτρα δεν μπορεί να είναι ξεκομμένα από το μακροοικονομικό, νομισματικό και δημοσιονομικό τους πλαίσιο, που αποβλέπει πια, κατά προτεραιότητα, στην ανάσχεση των μακροχρόνιων υφεσιακών επιπτώσεων των μνημονίων, με μεσοπρόθεσμα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας και της ενεργού ζήτησης, των πιο χαμηλών εισοδημάτων, σε συνδυασμό με τα μέτρα ανακούφισης φτωχοποιημένων στρωμάτων, όπως και χρηματοπιστωτική σταθερότητα που θα επιτρέψει αντιστροφή του κύματος εκροής καταθέσεων αλλά και μετανάστευσης κεφαλαίων, επιχειρήσεων και εργαζομένων.

Χωρίς την πολιτική πυξίδα που παρέχει το διακύβευμα της σωτηρίας της Ελλάδας με ευθύνη και υποχρέωση των δανειστών, βάσει του Διεθνούς Δικαίου, η όποια διαπραγμάτευση φετιχοποιείται και ανάγεται σε αυτοσκοπό, ενώ η πλευρά των δανειστών γνωρίζει πως η επιστροφή στο μνημονιακό στάτους κβο είναι αναπόφευκτη – αν όχι προσυμφωνημένη.

 

Η παγίδα της 20ής Φεβρουαρίου

Ας δούμε, λοιπόν, το κομβικό σημείο της τηλεδιάσκεψης της 24ης Φεβρουαρίου, όπου ο Βαρουφάκης παραδέχεται μια πρώιμη ήττα, προτού καν αρχίσει τις «συνομιλίες» του 4μήνου-γέφυρα με την τρόικα.

Το αδιέξοδο της διαπραγματευτικής στρατηγικής του 1ου εξαμήνου 2015 δεν άργησε να οδηγήσει στη παγίδα του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου και στην «ήττα» τέσσερις μέρες αργότερα.

Προάγγελος αυτής της ήττας ήταν οι πρώτες απειλές για διακοπή χρηματοδότησης και κλείσιμο των ελληνικών τραπεζών, ως πίεση προς τη νέα ελληνική κυβέρνηση για να αποδεχθεί τα «ανεκτέλεστα» του 2ου Μνημονίου που άφησε πίσω του ο Σαμαράς.

«Ο κ. Ντάϊσελμπλουμ μου λέει: “Έχεις μια επιλογή, είτε αποδέχεσαι το πρόγραμμα ως έχει ή το πρόγραμμα χτυπάει τα βράχια”. Kαι με αυτό, για μην πολυλογώ, εννοούσε κλείσιμο τραπεζών».

Αν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο προκλητικός Ολλανδός έπαιρνε μια απάντηση του τύπου: «Αυτό που είπες το υπογράφεις τώρα αμέσως σε χαρτί ή θες να πάμε δίπλα να το πεις και στους δημοσιογράφους;», είναι σίγουρο πως η εξέλιξη της «διαπραγμάτευσης» θα ήταν εντελώς διαφορετική.

Το ίδιο περίπου συνέβη στην πρώτη κατ’ ιδίαν συνάντηση Βαρουφάκη-Τσακαλώτου με τον Σόιμπλε στο Βερολίνο, λίγες μέρες αργότερα. «Δεν γίνεται κάθε φορά που διεξάγονται κάπου εκλογές να αλλάζουν οι κανόνες της Ευρωζώνης. Θα ακολουθήσετε τους κανόνες και τις δεσμεύσεις που έχετε αναλάβει, αλλιώς ετοιμαστείτε για Grexit».

Σ’ αυτό, φυσικά, μια ευγενική απάντηση θα ήταν, ότι οι «κανόνες» που επιβλήθηκαν στην Ευρωζώνη τα τελευταία 5 χρόνια συνιστούν δευτερογενές δίκαιο που επικράτησε πραξικοπηματικά και ανατρέπει πολλές θεμελιώδεις αρχές του πρωτογενούς δικαίου των συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ οι δεσμεύσεις «μας» ανελήφθησαν υπό το κράτος αφόρητων εκβιασμών και είχαν καταστροφικά αποτελέσματα στην ελληνική «κοινωνική οικονομία».

Αντί να εγείρει θέμα πολιτικής απονομιμοποίησης θεσμών που παραβιάζουν συστηματικά το Διεθνές Δίκαιο και οδηγούν τις πιο αδύναμες χώρες του ευρώ στον όλεθρο, ο Βαρουφάκης οικοδόμησε τη διαπραγματευτική του στρατηγική πάνω σε κινητή άμμο ενός «παντρέματος» ανόμοιων πραγμάτων που ούτως ή άλλως ουδέποτε αποδέχτηκαν οι δανειστές ως υποκατάστατο του μνημονίου.

«Το είπα και στο πρώτο Εurogroup ότι εδώ έχουμε δύο ατζέντες. Έχουμε το μνημόνιο, το πρόγραμμα στο οποίο υπάρχει μια δέσμευση από το ελληνικό κράτος άσχετα αν διαφωνώ με αυτό. Από την άλλη μεριά υπάρχει το δικό μας πρόγραμμα. Στόχος μας είναι να υπάρξει μια έντιμη διαπραγμάτευση ώστε αυτά τα δύο να παντρευτούν, να υπάρξει ένας συμβιβασμός μεταξύ αυτών των δύο».

Όπως, όμως, έχουν επιχειρηματολογήσει πολλοί σημαντικοί ακαδημαϊκοί και νομικοί, με κορυφαίο τον διατελέσαντα αντιπρόεδρο και επίτιμο πρόεδρο της Διεθνούς Ένωσης Συνταγματικού Δικαίου, καθηγητή Γεώργιο Κασιμάτη, οι δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια που έχει υπογράψει η Ελλάδα, «περιέχουν πρωτοφανείς στην ιστορία του Οικονομικού Διεθνούς Δικαίου δεσμεύσεις της εθνικής κυριαρχίας και περιουσίας της Ελλάδας απέναντι στους Δανειστές, και πρωτοφανείς παραβιάσεις του Συνταγματικού, του Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου», γεγονός που καθιστά την υπογραφή τους εξίσου παράνομη με εκείνη της νεοαποικιακής επιβολής τους.

Έτσι περιπλέκεται η υπόθεση της απονομιμοποίησης τέτοιων δεσμεύσεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, ενώ γίνεται υποβάθμιση πολιτικών προγραμμάτων, προσώπων ή κομμάτων που παρεκκλίνουν από το ευρωζωνικό δόγμα.

Αυτό δεν άργησε να φανεί στα τρία απανωτά Eurogroups όπου εκκολάφθηκε η περιβόητη Απόφαση της 20ης Φεβρουαρίου.

 

Σαφέστατη… ασάφεια

Το τελικό κείμενο διακρίνεται βέβαια από «δημιουργική ασάφεια», αλλά δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας προς τα που κλίνουν οι συγγραφείς του.

«Ο κ. Ντάϊσελμπλουμ ξεκάθαρα είχε προσυμφωνήσει με την κυρία Μέρκελ ότι θα μας δώσει αυτό που ζητούσαμε. Ένα κοινό ανακοινωθέν του Eurogroup, στο οποίο να αναγνωρίζεται, να μην υπάρχει αναφορά στο μνημόνιο, να αναγνωρίζεται ότι θα κριθεί η ελληνική κυβέρνηση από ένα κατάλογο μεταρρυθμίσεων που θα είναι αποτέλεσμα συγκερασμού. Αυτή ήταν η μεγάλη επιτυχία της 20ης Φεβρουαρίου, η οποία αναιρέθηκε 4 μέρες μετά. Η συμφωνία, να σας θυμίσω, έλεγε θα έχουμε στείλει στους Θεσμούς τον κατάλογο των μεταρρυθμίσεων που εμείς προτείνουμε».

Είναι περίεργο πώς μια τόσο σημαντική συμφωνία Μέρκελ-Ντάισελμπλουμ θα μπορούσε να αναιρεθεί 4 μέρες μετά από κατώτερους αξιωματούχους. Η επίμαχη παράγραφος της Συμφωνίας προέβλεπε τα εξής:

«Οι ελληνικές Αρχές θα παρουσιάσουν μια πρώτη λίστα μεταρρυθμίσεων, βασισμένων στις τρέχουσες ρυθμίσεις (μνημόνιο), μέχρι τα μεσάνυχτα Δευτέρας, 23 Φεβρουαρίου. Οι θεσμοί θα παράσχουν μια πρώτη άποψη αν η λίστα είναι επαρκώς περιεκτική ώστε να αποτελέσει έγκυρο σημείο εκκίνησης για την επιτυχημένη κατάληξη της αξιολόγησης. Αυτή η λίστα θα προσδιοριστεί περαιτέρω και εν συνέχεια συμφωνηθεί με τους Θεσμούς μέχρι τα τέλη Απριλίου.» (βλ. consilium.europa.eu/en/press/press-releases/2015/02/150220-eurogroup-statement-greece)

Αλλά οι πολιτικοί προϊστάμενοι της τρόικας όχι μόνο ανέτρεψαν αυτήν τη «μεγάλη επιτυχία», αλλά κατά κάποιο τρόπο «δέσμευσαν» την ελληνική πλευρά σ’ αυτή την ανατροπή, «προσποιούμενοι» ότι δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο.

«Δυστυχώς, οι εκπρόσωποι των τριών θεσμών, ο κ. Μοσκοβισί, ο κ. Ντράγκι, η κυρία Λαγκάρντ, συνεννοημένοι προφανώς, γιατί υπήρχε πλήρης σύμπτωση ακόμα και φραστική, ξεκίνησαν να λένε ότι ναι συμφωνούμε, ότι αυτός ο κατάλογος είναι αποδεκτός, αλλά δεν υποκαθιστά το μνημόνιο, το MOU… Εκείνη τη στιγμή, κύριε Παπαχελά, είχα μια πάρα, πάρα πολύ μεγάλη απόφαση να λάβω. (…)Έκρινα εκείνη τη στιγμή …πως θα μπορούσαμε να προσποιηθούμε ότι δεν υπήρξε ή τουλάχιστον εμείς να επιμένουμε …πως από την στιγμή που δεν είναι γραπτό δεν υπάρχει. Δεν έχει νομική ισχύ…»

Προσέξτε την μετάβαση από το πρώτο ενικό στο πρώτο πληθυντικό: «Έκρινα ότι» και μετά «θα μπορούσαμε να προσποιηθούμε ότι δεν υπήρξε ή τουλάχιστον εμείς να επιμένουμε …πως από την στιγμή που δεν είναι γραπτό δεν υπάρχει».

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι το «να προσποιηθούμε» απευθύνεται στους κ.κ. κορυφαίους της τρόικας. Μπορεί να αναφέρεται ακόμα και στον Τσίπρα ο οποίος ήταν σε ανοιχτή ακρόαση της τηλεδιάσκεψης με το «χταπόδι» του Μαξίμου.

Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: η συγκεκριμένη προσποίηση (προς όλο τον υπόλοιπο κόσμο) ότι «κάτι δεν υπάρχει ενώ… υπάρχει (και λέγεται Μνημόνιο-2)» απαιτούσε και τη συγκατάθεση της τρόικας ώστε να συμμετέχει και αυτή ενεργά στο τετράμηνο «θέατρο» διαπραγμάτευσης.

Και η συγκατάθεση φαίνεται πως δόθηκε, με την τρόικα να ανακοινώνει το ίδιο βράδυ δημόσια, πως «οι προτάσεις μεταρρυθμίσεων της ελληνικής κυβέρνησης είναι επαρκώς περιεκτικές (comprehensive) ώστε να αποτελούν μια καλή βάση για περαιτέρω διαβουλεύσεις» και για αποδοχή του ελληνικού αιτήματος παράτασης της παρούσας σύμβασης δανειακής διευκόλυνσης (MFFA).

Συνεχίζεται…

 

* Ο Δημήτρης Γιαννόπουλος είναι πρώην Σύμβουλος Τύπου του ΥΠΟΙΚ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!