του Δημήτρη Ν. Γιαννάτου*
Πρόσφατα, την ημέρα που η Θεραπευτική Κοινότητα Ιθάκη γιόρταζε τα 42α γενέθλιά της, απαγορεύτηκε με διοικητικά προσχήματα η είσοδος στην Κοινότητα, των γονέων του Συλλόγου Οικογένειας, οι οποίοι ήθελαν να γιορτάσουν όπως όλα τα πολλά προηγούμενα χρόνια, μαζί με τους θεραπευόμενους, αυτή την ουσιαστική, συλλογική (θεραπευτική) τελετουργία.
Το γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμονωμένο, εν μέσω μια σαρωτικής αντιμεταρρύθμισης στους Οργανισμούς Απεξάρτησης, αλλά είναι εμφατικά συμβολικό και ενδεικτικό νέων (μηδενιστικών) καιρών και ξεπεσμένων (κοινωνικών) ηθών.
Η ύπουλα, σταδιακή επανεμφάνιση ενός απομονωμένου ψυχιατρικοποιημένου μοντέλου στην απεξάρτηση –ενός μοντέλου όπου «ασθενείς και σιωπηλοί τοίχοι» ταυτίζονται πίσω από μια γραφειοκρατική λογική «προστασίας»– εξαπλώνεται αλλάζοντας το τοπίο της κοινοτικής προσέγγισης, που διαπότιζε με διαφορετικό τρόπο, όλες τις δομές Πρόληψης, Μείωσης Βλάβης και Θεραπείας. Τούτο δεν είναι πρόοδος και «εκσυγχρονισμός».
Είναι ανακύκλωση αποτυχίας και σαφής επιστροφή σε παρωχημένες μορφές ιδιότυπης ιδρυματοποίησης, τις οποίες η θεωρία και η πράξη της σύγχρονης κοινοτικής ψυχιατρικής και βιοψυχοκοινωνικής απεξάρτησης, προσπάθησαν επί δεκαετίες να υπερβούν. Η τάση μετατροπής ανεπτυγμένων κοινοτικών δομών σε οιωνοί κλινικές, παραπέμπει σε ένα μοντέλο όπου η θεραπεία συγχέεται με την «προφύλαξη» –εν μέσω διατυπώσεων και θεσμικών «διοδίων» εισαγωγών-εξιτηρίων– και η ενδυνάμωση με αποστειρωμένο περιβάλλον.
Αναλύσεις των κοινωνικών επιστημών –από τον Goffman και το μοντέλο των «ολοκληρωτικών ιδρυμάτων» έως την κριτική της βιοεξουσίας, από τον Φουκώ– έχουν δείξει, ήδη από τον 20ό αιώνα, ότι ο απομονωτισμός και ο εγκλεισμός (ο οποίος πρόσφατα προβάρεται και επιβάλλεται μέσω ενός ψευδοεπιστημονισμού, πασπαρτού για κάθε είδους, αυταρχικές παρεμβάσεις), δεν λειτουργεί απλώς ως θεραπευτική επιλογή, αλλά ως μηχανισμός επιτήρησης και κανονικοποίησης του ιδιότυπου απομονωτισμού των «ασθενών».
Όταν ο χρήστης ορίζεται ως «ασθενής υπό περιορισμό», αποκομμένος από την invivo επικοινωνία με την ζωντανή κοινωνία, η διεργασία της απεξάρτησης κινδυνεύει να μεταμορφωθεί: από την αποκατάσταση σε κλινική συμμόρφωση, από ανοικτή κοινωνική επανένταξη και αλληλεπίδραση, σε θεσμική πειθαρχία, από την αυτονομία στην προσαρμογή, σε διοικητικούς κανόνες και προσχηματικά πρωτόκολλα.
Σύντομη ιστορική αναδρομή στην αντιμετώπιση της εξάρτησης στην Ελλάδα
Πριν το 1950 – Η τοξικομανία ως «ηθική παρεκτροπή».
Στις αρχές του 20ού αιώνα και πριν τα μισά του, η εξάρτηση αντιμετωπιζόταν ως ηθική εκτροπή/παρεκτροπή, «κακή έξη» ή κοινωνική εκφυλιστική συμπεριφορά. Οι χρήστες χαρακτηρίζονταν «αλήτες»,«χασισοπόται» και εγκληματίες, κοινωνικά μιάσματα, κ.α. Οι «θεραπείες» ήταν κυρίως αστυνομικά μέτρα, με συλλήψεις, εξορία, στιγματισμό. Το Κράτος και η κοινωνία τοποθετούσε τους «πρεζάκηδες» στο περιθώριο ως απειλή για την «ευταξία», ενώ η ιατρική παρέμβαση ήταν περιορισμένη και ηθικολογική.
1950–1970 – Η ψυχιατρικοποίηση της εξάρτησης
Μετά το 1950 επικρατεί το μοντέλο της εξάρτησης ως «νόσου», αλλά η αντιμετώπιση γίνεται μέσω ψυχιατρικού εγκλεισμού.
Στο Ψυχιατρείο του Δαφνιού και αλλού, οι χρήστες νοσηλεύονταν χωρίς συναίνεση, με αστυνομική συνοδεία, υποβαλλόμενοι σε καταστολή, απομόνωση και σε ορισμένες περιπτώσεις ηλεκτροσόκ.
Νομοθετικά:
Ν. 1681/1951: Ορίζει τον τοξικομανή ως πιθανό ψυχικά διαταραγμένο, οδηγώντας σε υποχρεωτικό εγκλεισμό.
Ν. 743/1970 (Χούντα): Η αστυνομία δύναται να διατάξει εγκλεισμό σε ψυχιατρείο.
Η κοινωνική στάση παραμένει στιγματιστική, ενώ οι θεραπείες περιορίζονται σε καταστολή χωρίς προοπτική αποκατάστασης, ενός παραβατικού και «ανίατου» αρρώστου.
1970–1983 – Η μεταβατική περίοδος
Μετά το 1974 εμφανίζεται για πρώτη φορά η αντίληψη ότι η τοξικομανία δεν είναι «ηθικό έλλειμμα» ούτε «τρέλα», αλλά κοινωνικό φαινόμενο. Ωστόσο η απουσία κρατικών δομών οδηγεί σε συνέχιση του ψυχιατρικού εγκλεισμού. Ψυχίατροι και θεραπευτές αρχίζουν να εισάγουν πιο ανθρώπινες προσεγγίσεις, αλλά χωρίς θεσμική στήριξη.
1983 – Η μεγάλη τομή: Η εμφάνιση των «στεγνών» προγραμμάτων
Με την ίδρυση της Ιθάκης/ΚΕΘΕΑ (1983) και αργότερα του 18 Άνω (1987), η Ελλάδα κάνει μια ριζική στροφή:
- Άρση του αναγκαστικού, εισαγγελικού εγκλεισμού και των αστυνομικών μέτρων.
- Απουσία φαρμάκων.
- Έμφαση στην ψυχοθεραπεία.
- Κοινωνική επανένταξη.
- Διαμόρφωση θεραπευτικών κοινοτήτων και της θεραπευτικής αυτοβοήθειας.
- Ρήξη με το παλιό ψυχιατρικό μοντέλο και επικράτηση του ψυχοκοινωνικού μοντέλου στην πρόληψη και την θεραπεία.
Τα ανοιχτά θεραπευτικά μοντέλα σπάνε το κοινωνικό γκέτο, προωθούν την κοινωνική συμμετοχή, προστατευμένη επικοινωνία με τους πολίτες και αντιμετωπίζουν την εξάρτηση ως βιοψυχοκοινωνικό φαινόμενο. Διεθνώς, ήδη από τη δεκαετία του ’70, τα θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης αποδεικνύουν πως η πραγματική αλλαγή προκύπτει μέσα σε συνθήκες αλληλεπίδρασης με την κοινωνία, όχι μέσα σε απομόνωση.
1995 – H ολιστική προσέγγιση της απεξάρτησης
Ουσιαστικά, αποτελεί συνέχεια και διεύρυνση του προηγούμενου κύκλου. Η συζήτηση για την πολυσύνθετη/πολυπαραγοντική αιτίαση του φαινομένου της εξάρτησης συμπληρώνεται με την εξάπλωση των πολιτικών Μείωσης Βλάβης και της χορήγησης Υποκαταστάτων. Η κοινωνική διάσταση του φαινομένου δεν υποχωρεί, συμπληρώνεται όμως με την εξατομικευμένη προσέγγιση για κάθε εξαρτημένο. Η κοινότητα και η ομαδική δουλειά στην υποστήριξη παραμένουν επίκαιρα και σημαντικά και είναι ο κοινός τόπος που συναντώνται τα διαφορετικά μοντέλα υποστηρικτικής φροντίδας.
Η σύγχρονη οπισθοχώρηση
Σήμερα, με τον τελευταίο Νόμο για την Ψυχική Υγεία και τις Εξαρτήσεις, και έπειτα από τα πρώτα δείγματα παρέμβασης στο θεραπευτικό έργο εντός του ΕΟΠΑΕ, η τάση επαναφοράς των θεραπευομένων σε καθεστώς απομονωτικής περίθαλψης στο πλαίσιο, ακόμα και των ανοικτών θεραπευτικών κοινοτήτων, αποτελεί θεσμικό πισωγύρισμα. Η μετατροπή ανοιχτών στην κοινωνία, θεραπευτικών πλαισίων ή δομών διαμονής σε κλινικού τύπου εγκαταστάσεις, επαναφέρει ιδιότυπες λογικές και ορολογία νοσοκομειακής/γραφειοκρατικής ιδρυματοποίησης, τις οποίες η σύγχρονη απεξάρτηση προσπαθεί να υπερβεί για δεκαετίες.
Αυτή η επιστροφή, συγκαλύπτει κοινωνικές αιτίες (τραύμα, φτώχεια, περιθωριοποίηση), μεταθέτει την ευθύνη από το κοινωνικό πλαίσιο στο άτομο, ενισχύει μηχανισμούς επιτήρησης και πειθαρχίας, οδηγεί σε μια ιδιότυπη γραφειοκρατικοποίηση της θεραπείας, και υποβαθμίζει τον ρόλο του θεραπευόμενου από ενεργό υποκείμενο σε αντικείμενο/«παθητικό ασθενή». Όσες διακηρύξεις… ψηφιακής «πλοήγησης» σε υπηρεσίες μείωσης βλάβης και απεξάρτησης κι αν διατυπωθούν, αυτές εντυπωσιάζουν μόνο τους «ημέτερους», τους ανυποψίαστους πολίτες και τους αδιάφορους, για το κοινωνικό αυτό πρόβλημα.
Τόσο το παραδοσιακό, όσο και το σύγχρονο, ανοιχτό στην κοινωνία, μοντέλο συνολικής φροντίδας στην απεξάρτηση, μας έμαθε ότι ο εξαρτημένος συνάνθρωπός μας, μαθαίνει, βελτιώνεται και αλλάζει μέσα στον κόσμο. Τηρώντας βέβαια τα όρια και τα θεραπευτικό κοινοτικό/ομαδικό πλαίσιο, σε συνδιαλλαγή με την οικογένεια –που αποτελεί, άλλωστε, μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας– αλλά και με την τοπική κοινότητα ή την ευρύτερη κοινωνία.
Η σύγχρονη θεσμική αντιμεταρρύθμιση, στην πρόληψη και τις εξαρτήσεις, επαναφέρει με ψευδο-εκσυγχρονιστικό άλλοθι, την βαθιά κρατική, «επιτελική» παρέμβαση, διαμορφώνοντας ένα ιδιότυπο μοντέλο απομονωτισμού. Η απεξάρτηση, υπάρχει κίνδυνος να καταλήξει ντιρεκτίβα, που προετοιμάζει την πεποίθηση, ότι ο άνθρωπος αλλάζει μόνο αν απομονωθεί από το κοινωνικό γίγνεσθαι, στα χέρια της στενής επιστήμης και της κρατικής διαχείρισης μέσω πολιτικών εγκυκλίων. Πρόκειται για βαθύ επιστημονικό και πολιτικό ατόπημα, που συμβολικά στο πλαίσιο της θεσμικής παρέμβασης θα ορίσει τον εξαρτημένο ως «κρατικό ασθενή», αδειάζοντάς τον από τις Δημόσιες υπηρεσίες κοινωνικήςφροντίδας και τον δημόσιο βίο, στον οποίο πασχίζει να επανέλθει, όταν αποφασίσει τη θεραπεία απεξάρτησης.
Βιοπολιτικές διαστάσεις και σύγχρονη πραγματικότητα
Η επίκληση της «ασφάλειας» και του «ελεγχόμενου περιβάλλοντος» αποτελεί βολική πρόφαση για κεντρικό έλεγχο. Είναι το κλασικό σχήμα της βιοπολιτικής: «Κινδυνεύεις; Άρα άφησέ μας να ορίσουμε πλήρως τη ζωή σου».
Έτσι, οι κοινότητες και τα διαφορετικά θεραπευτικά πλαίσια, παύουν να είναι χώροι χειραφέτησης και φροντισμένης αυτενέργειας και μετατρέπονται σε «μικρο-απομονωτήρια» με θεραπευτικό άλλοθι. Ο θεραπευτής γίνεται διαχειριστής ρίσκου και αναλώσιμος εργαζόμενος που «κάνει μια δουλειά», η πρόοδος μετριέται ως συμμόρφωση, η κοινωνική επαφή με τους πολίτες αποστειρώνεται και η θεραπευτική σχέση υποχωρεί μπροστά στην κυριαρχία κανόνων και πρωτοκόλλων, «εισιτηρίων και εξιτηρίων».
Οι εξαρτημένοι δεν χρειάζονται «ασφαλή θεσμικά κάγκελα» αλλά ασφαλείς κοινωνίες. Τα τείχη δεν θεραπεύουν τα αίτια της εξάρτησης. Το πολύ να κρύψουν προσωρινά τα συμπτώματα. Η θεραπεία, ως στεγνή γραμμή παραγωγής υπηρεσιών, δεν επιφέρει προσωπική αλλαγή: παράγει παθητικότητα και ομογενοποίηση, που δεν εξελίσσει, αλλά αποκρύπτει.
Η επιστροφή σε απο-κοινωνικοποιημένες, ψυχιατρικοποιημένες/νοσοκομειακές μορφές αντιμετώπισης της θεραπείας, εξυπηρετεί κυρίως την πολιτική διαχείριση και πολύ δευτερευόντως την κοινωνική φροντίδα. Όταν το Κράτος δεν θέλει να αγγίξει ουσιαστικά τη φτώχεια, την ανεργία, την έλλειψη στέγης, την ανεπάρκεια των κοινωνικών υπηρεσιών, επιλέγει να «κλειδώσει» τα συμπτώματα.
Η σύγχρονη επιστήμη είναι σαφής: Η απεξάρτηση δεν μπορεί να γίνει διαδικασία επιτήρησης χωρίς να θυσιάσει τον πυρήνα της: την κοινωνική ενδυνάμωση, την ανοικτή επικοινωνία και την προσωπική αυτονομία εν μέσω ουσιαστικής πολιτικής και κοινωνικής επαφής και αλληλεπίδρασης.
Η «επανίδρυση» απομονωμένων θεραπευτικών δομών δεν θεραπεύει την εξάρτηση – απλώς την κρύβει πίσω από ανακαινισμένους τοίχους και δήθεν μεταρρυθμίσεις «προόδου».
* Ο Δημήτρης N. Γιαννάτος είναι κοινωνιολόγος-σύμβουλος απεξάρτησης και μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Εργαζομένων ΕΟΠΑΕ






































































