Κύμα «πολιτικής κατανόησης» μεταξύ των δανειστών – Προς καθαρογραφή τα Μνημόνια των μέτρων 2% του ΑΕΠ – Μέσω συνόδου G7 επιδιώκεται ο τελικός συμβιβασμός για το χρέος

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Το κεφάλαιο «δεύτερη αξιολόγηση» πρέπει να θεωρηθεί ήδη ολοκληρωμένο, ανεξάρτητα από το αν η τυπική πολιτική του επικύρωση θα γίνει στο προγραμματισμένο στις 22 Μαΐου Eurogroup ή σε μια έκτακτη συνεδρίασή του νωρίτερα.

Η κυβέρνηση έχει αποδεχθεί, τόσο στο γενικό τους πλαίσιο όσο και σε κρίσιμες λεπτομέρειες, τις βασικές προβλέψεις των δανειστών, όπως αποτυπώθηκαν στον συμβιβασμό της Ουάσιγκτον κι αυτές απομένουν να αποτυπωθούν στην τελική εκδοχή τεσσάρων μνημονίων: του συμπληρωματικού μνημονίου με την Ευρωζώνη (SMoU), του μνημονίου που θα υπογραφεί με το ΔΝΤ και των δυο αντίστοιχων τεχνικών μνημονίων που τα συνοδεύουν.

 

Μέτρα και εκλογικός ορίζοντας

Όπως αποσαφηνίστηκε από την τοποθέτηση του Ντάισελμπλουμ στο Ευρωκοινοβούλιο, η απόφαση του Eurogroup της Μάλτας προβλέπει ότι το τρίπτυχο πρόσθετων μέτρων και αντι-μέτρων «1% συν 1% πλην 1%» απλώνεται υπό όρους στη διετία 2019 – 2020, που ουσιαστικά επεκτείνει το Μνημόνιο: οι περικοπές 1% στις συντάξεις θα εφαρμοστούν σίγουρα το 2019, ενώ η αντίστοιχη μείωση του αφορολογήτου 1%, που θα επιβαρύνει φορολογικά ακόμη και τους εργαζόμενους με κατώτατο μισθό ή μερική απασχόληση, είναι μεν προγραμματισμένη για το 2020, αλλά μόνο αν επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Και το ίδιο ισχύει για τα αντί-μετρα (ή «θετικά μέτρα», κατά την κυβέρνηση) με τα οποία επιχειρείται να χρυσωθεί το χάπι. Αν υπάρξει δημοσιονομική αστοχία το 2018, η μείωση του αφορολογήτου έρχεται νωρίτερα, ενώ τα αντί-μετρα παγώνουν.

Αυτή η βασική συνθήκη της συμφωνίας φωτογραφίζει και το πολιτικό ρίσκο που αναλαμβάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά και ένα στενό χρονικό περιθώριο εκλογικού ελιγμού μέχρι το τέλος του 2018, στην περίπτωση που υπάρξουν ενδείξεις μη επίτευξης του πλεονάσματος και, άρα, υποχρέωση σωρευτικής εφαρμογής και των μειώσεων στις συντάξεις και της μείωσης του αφορολογήτου από το 2019. Προεκλογική καμπάνια με μέτρα 2% του ΑΕΠ και χωρίς τίποτα να χρυσώνει το χάπι δεν βγαίνει.

Πάντως, στο μέτωπο των δανειστών υπάρχουν αξιοσημείωτες μετατοπίσεις προς μια στάση πολιτικής «κατανόησης» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και διευκόλυνσης της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης χωρίς άλλα δράματα. Η πιο εντυπωσιακή τοποθέτηση ήταν αυτή του Γιούνκερ (σε συνέντευξη στο Euro2day) που χαρακτήρισε παράλογες τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για περαιτέρω μειώσεις στις συντάξεις, αναγνώρισε ότι «στις σοσιαλδημοκρατίες υπάρχει και ένα όριο στις προσπάθειες» (η σημειολογία είναι χαρακτηριστική για το πώς αντιμετωπίζεται πλέον ο άλλοτε «ακροαεριστερός» ΣΥΡΙΖΑ), χαρακτήρισε απαραίτητο τον «σχεδιασμό των μελλοντικών μέτρων ελάφρυνσης του χρέους στο Eurogroup του Μαΐου» και άφησε να εννοηθεί ότι στις συναντήσεις της Ουάσιγκτον βρήκε κατανόηση από τη Λαγκάρντ.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο επίτροπος Μοσκοβισί, θεωρώντας εκ των ων ουκ άνευ τον καθορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, αλλά και ο Ντάιεσλμπλουμ, που διαβεβαίωσε πως υπάρχει συμφωνία για περιορισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% πολύ κάτω από τη δεκαετία.

 

Βεβαιότητες και γκρίζες ζώνες

Σ’ αυτό το τελευταίο στοιχείο φαίνεται ότι υπάρχει συμφωνία για πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για μια τετραετία, δηλαδή μέχρι το 2022. Αυτή είναι, άλλωστε, και η εισήγηση του εγγράφου της Ευρωζώνης προς τα μέλη του EuroWorkingGroup (που έφερε στο φως το euro2day) και του Washington Club (στο οποίο μετέχουν πλην των θεσμών της Ευρωζώνης, το ΔΝΤ και οι υπουργοί Οικονομικών των τεσσάρων μεγαλύτερων χωρών του ευρώ -Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία).

Στο διαρρεύσαν έγγραφο, ενώ θεωρείται δεδομένη η συμφωνία της Μάλτας για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022, φωτογραφίζεται ως απαραίτητη αλλά όχι δεδομένη για το σύνολο των μελών του Eurogroup η περιγραφή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Και περιγράφεται ως ευκαιρία συμφωνίας η επικείμενη συνάντηση όλων των παικτών στο περιθώριο της συνόδου των υπουργών Οικονομικών των G7 (11-13 Μαΐου στο Μπάρι της Ιταλίας, ενώ η σύνοδος κορυφής της Ομάδας είναι 26-27, στην Ταορμίνα της Ιταλίας, όπου ενδεχομένως ο Τραμπ ίσως αποκαλύψει στους ομολόγους του τα σχέδιά του για το ΔΝΤ, όπως πρόσφατα υποσχέθηκε).

Η φιλοδοξία που διατυπώνουν οι τεχνοκράτες της Ευρωζώνης είναι μια συμφωνία στο θέμα του χρέους που θα επιτρέψει όχι μόνο ολοκλήρωση της αξιολόγησης και εκταμίευση της δανειακής δόσης, αλλά και απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ «εντός του Μαΐου» για συμμετοχή στον δανεισμό της Ελλάδας. Αυτό, όμως, είναι εξαιρετικά αμφίβολο, τουλάχιστον ως προς τον χρόνο, με δεδομένο ότι το Ταμείο έχει προγραμματίσει επανεξέταση των όρων δανεισμού χωρών μελών νομισματικών ενώσεων τον Ιούνιο. Συν τοις άλλοις, η ηγεσία του ΔΝΤ αναμένει το «κάτι» που υποσχέθηκε η αμερικανική κυβέρνηση ως προς την πολιτική της έναντι του Ταμείου. Και, φυσικά, το μείζον ερώτημα είναι η τελική στάση της γερμανικής κυβέρνησης.

Τέσσερις γερμανικοί αστερίσκοι για το χρέος

Η γερμανική ηγεσία, παρά τα βήματα διαλλακτικότητας που έχει κάνει διατυπώνοντας εύσημα για τη μνημονιακή προσαρμοστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης, έχει να συνυπολογίσει ένα ευρύτερο σύνολο παραγόντων πριν συναινέσει σε κάποιας μορφής δέσμευση για τα μελλοντικά μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους:

Πρώτον, πρέπει να διασφαλίσει ότι η οποιαδήποτε αναφορά στο θέμα του ελληνικού χρέους δεν θα «δηλητηριάσει» την προεκλογική καμπάνια στη Γερμανία με κριτική περί «νέων χαριστικών δανείων στην Ελλάδα». Αυτό σημαίνει ότι θα επιδιώξει, τουλάχιστον στο προσκήνιο, ο συμβιβασμός με το ΔΝΤ να εξαντλείται σε μια υπόσχεση παρέμβασης ανάλογη με αυτή του 2012, που έμεινε στα αζήτητα.

Δεύτερον, πρέπει να ξέρει τι στάση θα τηρήσει η αμερικανική κυβέρνηση στο ΔΝΤ και να ερμηνεύσει αυτή τη στάση στο ευρύτερο πλαίσιο που διαμορφώνει η νέα αμερικανική πολιτική, ιδιαίτερα μετά τις εξαγγελίες Τραμπ για θεαματική μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, που μπορεί να «διαβαστεί» και ως απαρχή ενός «εμπορικού – επενδυτικού πολέμου».

Τρίτον, η διαλλακτική της στροφή σχετίζεται με την αλλαγή προτεραιοτήτων ως προς τη σχέση της Ευρωζώνης με το ΔΝΤ και τη μετεξέλιξη του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, με ανάλογο εύρος εξουσιών. Το γερμανικό σχέδιο, ως γνωστόν, κέρδισε τη δημόσια υποστήριξη και του Ντάισελμπλουμ, αλλά -παραδόξως- δεν έχει μέχρι στιγμής προκαλέσει καμιά αντίδραση από την Κομισιόν, παρότι απειλεί τις δικές της «εξουσίες».

Τέταρτον, το θέμα του ελληνικού χρέους διαπλέκεται κατά έναν τρόπο με τις πιέσεις που θέλει να ασκήσει η γερμανική ελίτ και ο Β. Σόιμπλε στην «απεχθή» ΕΚΤ να βάλει ένα τέλος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Καθώς η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE της ΕΚΤ προϋποθέτει τη δική της έκθεση βιωσιμότητας, η γερμανική εκπροσώπηση στην ΕΚΤ μπορεί να βρεθεί στην σχιζοειδή αντίφαση από τη μια να υπερασπίζεται τη «βιωσιμότητα» του ελληνικού χρέους προκειμένου να πιεστεί και το ΔΝΤ, και από την άλλη να απαιτεί να μπει τέλος στην πολιτική φθηνού χρήματος που «τρώει τις καταθέσεις των Γερμανών αποταμιευτών». Αυτό μπορεί να υποχρεώσει τον Ντράγκι, που αντεπιτίθεται με κάθε ευκαιρία στον Σόιμπλε, να «θυσιάσει» -ή να καθυστερήσει μοιραία- την ελληνική ένταξη στο QE προκειμένου να αποκρούσει τις γερμανικές πιέσεις για το μείζον. Η διελκυστίνδα ΕΚΤ–Βερολίνου, λοιπόν, είναι ακόμη ανοικτή σε παράπλευρες απώλειες ως προς έναν εμβληματικό στόχο της κυβέρνησης που σημαίνει πολλά για τις τράπεζες, αλλά σχεδόν τίποτα για την κοινωνία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!