Γιώργος Κοτανίδης, Όλοι μαζί, τώρα!,
Καστανιώτης, Αθήνα 2011, σελ. 522
Έπειτα από 40 σχεδόν χρόνια, ο Γ. Κοτανίδης στη μαρτυρία του καταγράφει τα γεγονότα εκείνης της περιόδου συναισθηματικά αποστασιοποιημένος ή, ακριβέστερα, έχοντας ελέγξει το θυμό που η ένταση τόσο σημαντικών γεγονότων -και πολιτικά και καλλιτεχνικά- είχε προκαλέσει.
«Τα δώσαμε όλα και τα πήραμε όλα, πλούσια ανταμοιβή»… Με αυτά τα λόγια συνοψίζει την εμπειρία του Ελεύθερου Θεάτρου ο Γιώργος Κοτανίδης στην μαρτυρία του για την «ηρωική» περίοδο 1970-‘74, όταν μαζί με μια ομάδα σπουδαστών της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου δημιούργησαν το θεατρικό εκείνο σχήμα που έμελλε να αποτελέσει έναν από τους σημαντικούς πυρήνες που καθόρισαν την φυσιογνωμία του μεταπολιτευτικού θεατρικού τοπίου, μέχρι και τις μέρες μας ακόμη.
Παράλληλα, αφηγείται τη δική του (καθώς και ορισμένων εκ των μελών του θιάσου) ένταξη στις γραμμές της επαναστατικής Αριστεράς, στο ΕΚΚΕ, την διαρκή ένταση ανάμεσα στον έρωτα για το θέατρο και τον έρωτα για την επανάσταση – αλλά και τη συμμετοχή στην αντιδικτατορική δράση, με συνέπεια τις αλλεπάλληλες συλλήψεις και φυλακίσεις του…
Ήδη πολιτικοποιημένος από τα μαθητικά του χρόνια, στη Θεσσαλονίκη, στην περίοδο των νεολαιίστικων αγώνων για το 15% στην Παιδεία, θα στραφεί αμετάκλητα προς την Αριστερά τη νύχτα της 22ας Μαΐου, όταν θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας της σύλληψης των αυτουργών της δολοφονίας Λαμπράκη από τον Μανώλη Χατζηαποστόλου, τον επονομαζόμενο «Τίγρη», που σάλταρε πάνω στο μοιραίο τρίκυκλο: «Ξημερώνοντας τα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου, είχα γίνει μάρτυρας ενός φριχτού πολιτικού εγκλήματος, που σφράγισε τη ζωή μου – ήταν το δώρο των γενεθλίων μου», γράφει.
Η δικτατορία τον βρίσκει στην Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σταμπαρισμένο ως «κινεζόφιλο». Ο κίνδυνος μιας πιθανής σύλληψης στάθηκε η ευκαιρία για τον Γ. Κοτανίδη να εγκαταλείψει τη σχολή και να κατέβει στην Αθήνα για να πραγματοποιήσει το όνειρο που είχε από μικρός: να γίνει ηθοποιός.
Έτσι, για τα επόμενα τρία χρόνια θα βρεθεί στη Σχολή του Εθνικού, όπου σταδιακά θα συγκροτηθεί ο πυρήνας εκείνος των νεαρών σπουδαστών που μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες και προβληματισμούς για το θέατρο, την ίδια ανάγκη για μια ρηξικέλευθη θεατρική δράση, που θα πήγαινε πέρα από τους βεντετισμούς και την αβάσταχτη ελαφρότητα που κυριαρχούσε στο θεατρικό σανίδι, μεσούσης της δικτατορίας.
Και την ευκαιρία αυτή τους την έδωσε ο Μπρεχτ, τον οποίο πάντα μελετούσαν ή, καλύτερα, η Όπερα του ζητιάνου του Τζον Γκέι, πάνω στην οποία βασίστηκε η μπρεχτική Όπερα της πεντάρας. Η παράσταση είχε εκρηκτική υποδοχή από το κοινό. Από κανέναν δεν διέφευγε ότι αυτό που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια τους ήταν πολιτικό θέατρο, που έφερνε μαζί του ανατροπές τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο…
Ήταν 3 Σεπτεμβρίου 1970.
Τα μάτια όλων βρίσκονταν πια στραμμένα πάνω στην ομάδα που πήρε το όνομα Ελεύθερο Θέατρο. Το επόμενο βήμα θα οδηγήσει στο βάθεμα της συλλογικής δουλειάς των μελών της, καθώς αναλαμβάνουν ένα πείραμα πρωτοποριακό όχι μόνο για την εποχή αλλά ακόμη και για σήμερα: την κατάργηση του σκηνοθέτη και την ανάληψη του ρόλου αυτού συλλογικά από την ομάδα.
Βάζοντας τον ηθοποιό στο επίκεντρο, όχι μονάχα της σκηνής αλλά συνολικά της καλλιτεχνικής δημιουργίας, προχώρησαν στο ανέβασμα μιας παράστασης που ακόμη διατηρείται στη μνήμη όσων την είδαν τότε: την Ιστορία του Αλή Ρέτζο, του Πέτρου Μάρκαρη, μια παράσταση «επικού θεάτρου» κατά τα μπρεχτικά πρότυπα.
Όλη αυτή η καλλιτεχνική διεργασία, όμως, συνυπήρχε, σε μια διαρκή ένταση, με την πολιτική ένταξη τόσο του ίδιου του Γ. Κοτανίδη όσο και αρκετών μελών της ομάδας. Η απαίτηση για συμπόρευση του θιάσου με το επαναστατικό σχέδιο της οργάνωσης θα ρίξει το σπόρο της κατοπινής της διάλυσης. Τα γεγονότα, στις αρχές του 1973, τρέχουν με γοργό ρυθμό: κατάληψη της Νομικής, πρώτη σύλληψη και φυλάκιση, αμνηστία, εξέγερση του Πολυτεχνείου, αλλεπάλληλες προσαγωγές στην Ασφάλεια, μέχρι το μεγάλο «χτύπημα» της οργάνωσης του ΕΚΚΕ, το Μάιο του 1974, και την εκ νέου σύλληψη…
Έπειτα από 40 σχεδόν χρόνια, ο Γ. Κοτανίδης στη μαρτυρία του καταγράφει τα γεγονότα εκείνης της περιόδου συναισθηματικά αποστασιοποιημένος ή, ακριβέστερα, έχοντας ελέγξει το θυμό που η ένταση τόσο σημαντικών γεγονότων -και πολιτικά και καλλιτεχνικά- είχε προκαλέσει. Άλλωστε, το χιούμορ είναι το κύριο χαρακτηριστικό με το οποίο αντιμετωπίζει όσα περιγράφει και πρώτα απ’ όλα απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Ακόμη και στις πλέον κρίσιμες στιγμές, όπως εκείνη της εισόδου του τεθωρακισμένου στο Πολυτεχνείο, καταφέρνει να αποδραματοποιεί την ένταση με μοχλό το χιούμορ. Μόνο όταν εκθέτει τα περιστατικά της πολύμηνης κράτησής του μετά το χτύπημα της οργάνωσης -και το «σπάσιμο», την ομολογία του στην Ασφάλεια- ο τόνος γίνεται περισσότερο δραματικός, καθώς μέσα από το κείμενό του αναδύεται σωματοποιημένο το βίωμα του εγκλεισμού και της απομόνωσης.
Εκτός από πραγματικά απολαυστικό αφήγημα, το Όλοι μαζί, τώρα! του Γιώργου Κοτανίδη αποτελεί και μια πολύτιμη μαρτυρία, τόσο για τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας όσο, κυρίως, για τους καλλιτεχνικούς πυρήνες που διαμόρφωσαν το πολιτιστικό τοπίο της μεταπολίτευσης, απολήγοντας, σε ένα βαθμό, και στο σήμερα…
Στρατής Αρτεμισιώτης