«Η Αμερική μετατρέπει τα οικονομικά σε όπλο», λέει ο Ian Bremmer, πρόεδρος της δεξαμενής σκέψης Eurasia Group. To βλέπουμε αυτό στις οικονομικές κυρώσεις σε βάρος του Ιράν, το βλέπουμε και στις πιο πρόσφατες κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας. Ένα μεγάλο, βαρύ όπλο που προκαλεί σοβαρές ζημιές σε όσους αποτελούν στόχο. Κι αν το Ιράν είναι μια υπολογίσιμη, αλλά μεσαίου μεγέθους δύναμη, που στρατιωτικά υστερεί μίλια από την Αμερική, η Ρωσία είναι μια μεγάλη αρκούδα που δύσκολα την ρίχνει κάτω κανείς όσο δυνατός κι αν είναι. Κι όμως, η Αμερική σε μια κίνηση που δεν είχε προβλεφτεί από κανένα, ούτε από τους προσεκτικούς και σε γεωπολιτική εγρήγορση Ρώσους, με μία-δύο κινήσεις κατάφερε να στριμώξει οικονομικά τη Ρωσία σε μια φάση που η Ρωσία προχωρούσε σε γενική ανασυγκρότηση, έχοντας ρυθμίσει -όχι εύκολα- τις εσωτερικές ισορροπίες μεταξύ κράτους και ολιγαρχών, ενισχύοντας τη μεσαία τάξη, δρομολογώντας σχέσεις οικονομικής και επιστημονικής συνεργασίας στο πλαίσιο του συνασπισμού των BRICS και έχοντας προγραμματίσει μια σημαντική αναβάθμιση του στρατιωτικού της δυναμικού. Το γιατί επέλεξε η Αμερική να χτυπήσει τη Ρωσία σ’ αυτή τη φάση απασχολεί κυβερνήτες, πολιτικούς επιστήμονες, στρατιωτικούς και δημοσιογράφους σε όλο τον κόσμο, με δεδομένο ότι αυτή η ενέργεια εκ πρώτης όψεως έχει πολλά αρνητικά αποτελέσματα για την Αμερική και τους συμμάχους της, πέρα από την επιδιωκόμενη από τους Αμερικάνους ρήξη στις σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρώπη. Αρνητικά στο οικονομικό πεδίο, αφού η ζημιά στη Ρωσία ζημιώνει και τους δυτικούς. Η γερμανική ανάπτυξη στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό αφενός στην αδιατάραχτη εισροή ενέργειας από τη Ρωσία και αφετέρου στην εξαγωγή προϊόντων υψηλής κερδοφορίας, όπως είναι τα ακριβά αυτοκίνητα, στις ανερχόμενες μεσαίες τάξεις της Ρωσίας, της Κίνας κ.λπ. Επίσης, η τεχνητή μείωση των τιμών του πετρελαίου στο μισό, που ανατρέπει τα οικονομικά προγράμματα των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα, συνεπάγεται και μείωση του κύκλου εργασιών των μεγάλων εταιριών δυτικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στις πληττόμενες χώρες, και μείωση των κερδών των κολοσσών που εμπορεύονται το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και αερίου. Και τα πιο σοβαρά: Πρώτον, η μείωση των τιμών είναι δώρο εξ ουρανού στην Κίνα, τον κύριο ανταγωνιστή των αναπτυγμένων δυτικών χωρών, που αναπάντεχα αγοράζει πετρέλαιο στη μισή τιμή δίνοντας πολύ μεγάλη ώθηση στην οικονομία της και, μάλιστα, σε μία στιγμή που η κυβέρνηση της Κίνας πραγματοποιεί σχεδιασμένα μια θεαματική στροφή σε μια οικονομία λιγότερο εξαρτημένη από τις εξαγωγές και περισσότερο στηριγμένη στην εσωτερική αγορά του 1,4 δισ. Κινέζων, άρα πιο βιώσιμη, όπως επισημαίνει και ο Ian Bremmer. Δεύτερον, η επιθετικότητα της Αμερικής επιταχύνει τις διαδικασίες σύγκλισης μεταξύ των αναπτυσσόμενων χωρών, που νιώθουν ότι η Αμερική πάντα θα είναι ένας εχθρός, οπότε είναι αναγκασμένοι όλοι οι υπόλοιποι να συμπτύσσονται σε ένα όλο και πιο αρραγές μέτωπο, για τη δική τους ασφάλεια.

Σε ποια κέρδη, λοιπόν, προσβλέπει η Αμερική με αυτή την κατά μέτωπο επίθεση στη Ρωσία που πραγματοποιείται με πρόσχημα την Ουκρανία; Δύσκολο να πει κανείς με βεβαιότητα. Είναι η φυσική συνέπεια του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της πιο ακραίας και επιθετικής μορφής καπιταλισμού; Ή είναι αυτό που υπογραμμίζει ο Ian Bremmer, βαθύς γνώστης της στρουκτούρας της αμερικάνικης εξουσίας; Ότι στις ΗΠΑ οι προτεραιότητες εθνικής ασφάλειας έχουν παραφουσκώσει το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα, το οποίο πλέον περιλαμβάνει και τις εταιρίες τεχνολογίας, επικοινωνιών και οικονομικών.

Ο προβληματισμός για τις γεωπολιτικές κινήσεις των ΗΠΑ δεν πρέπει να διαφεύγει από κανένα πολιτικά σκεπτόμενο άνθρωπο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!