«Η αναδιάρθρωση χρέους είναι εκτός επιλογών της Ελλάδας, γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε κατάρρευση ελληνικών αλλά και γερμανικών τραπεζών», είπε ο Γ. Παπανδρέου σε συνέντευξή του, που δημοσιεύτηκε χθες στο γερμανικό περιοδικό Stern. Και στις επίμονες –και σαρκαστικές- ερω τήσεις της Γερμανίδας δημοσιογράφου για τις αντιδράσεις των πολιτών και τις πολιτικές αντοχές της κυβέρνησης επέμεινε ότι θα συνεχίσει αυτή την πολιτική «όποιο και να είναι το κόστος».
Ωστόσο, στο ισοζύγιο τράπεζες-κοινωνία το βάρος πέφτει πια τόσο πολύ και τόσο εξόφθαλμα στην πλευρά των τραπεζών, ώστε ακόμη και υπεράνω αντιμνημονιακής υποψίας υπουργοί την «έπεσαν» ομαδικά στον Γ. Παπακωνσταντίνου, κατά την προχθεσινή συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, με αφορμή τη ρύθμιση που προσφέρει κρατικές εγγυήσεις άλλων 30 δισ. ευρώ στις τράπεζες. Έτσι, η συνολική κρατική «προίκα» στις τράπεζες από το 2008 αγγίζει και ξεπερνάει αισίως τα 100 δισ. ευρώ – σχεδόν όσο και το δάνειο της τρόικας.
Οι κρατικοδίαιτες τράπεζες, λοιπόν (όπως τις αποκάλεσε στο υπουργικό συμβούλιο ο Χρ. Παπουτσής), θα σωθούν και θα θωρακιστούν από κάθε κίνδυνο να εγγράψουν ζημιές «όποιο και να είναι το κόστος». Αυτή είναι η ολοκληρωμένη σκέψη που δικαιούται να αποδώσει κανείς στον πρωθυπουργό. Γι’ αυτό κι απορρίπτεται μετά βδελυγμίας η αναδιάρθρωση χρέους. Εκτός κι αν αυτή μπορούσε να γίνει χωρίς κόστος για την εγχώρια τοκογλυφία. Μια τέτοια δυνατότητα θα έδινε ενδεχόμενη υιοθέτηση της πρότασης Τρισέ για επαναγορά ομολόγων. Η επαναγορά είναι ένας μηχανισμός που αφήνει και το σκύλο χορτάτο και την πίτα ακέρια, αφού, αφενός, επιτρέπει στις τράπεζες να εγγράψουν στα περιουσιακά τους στοιχεία τα «κουρεμένα» ομόλογα στην ονομαστική τους αξία, αλλά και να προσδοκούν κέρδη από τις αποδόσεις των ομολόγων στη λήξη τους. Αφετέρου, επιτρέπει στο κράτος να διαγράψει διαμιάς μέρος του χρέους. Ένα τέτοιο παράθυρο θα έδινε την ευκαιρία στην κυβέρνηση να «φουσκώσει» τα οφέλη της… σθεναρής πολιτικής της στην Ε.Ε. και να τα αξιοποιήσει σ’ έναν εκλογικό αιφνιδιασμό μέχρι το καλοκαίρι, με το σκεπτικό ότι κάτι μπορεί να διασωθεί από το καταρρακωμένο κυβερνητικό γόητρο.
Εφόσον κάτι τέτοιο δεν προκύψει, φαίνεται ότι αναζητείται και εναλλακτική ευκαιρία. Ως τέτοια προβάλλεται η συζήτηση και ψήφιση στα μέσα Μαΐου του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2012-2015, μιας ακόμη πηγής μέτρων λιτότητας. Στο Μαξίμου γίνονται εισηγήσεις να προωθηθεί ψήφιση με αυξημένη πλειοψηφία 180 ψήφων, με το σκεπτικό ότι το πρόγραμμα δεσμεύει και την επόμενη κυβέρνηση. Το δίλημμα θα τεθεί, λοιπόν, και στην οιονεί «συμμαχία των προθύμων» (ΛΑΟΣ, Δημοκρατική Συμμαχία, Δημοκρατική Αριστερά) αλλά και στην απρόθυμη Ν.Δ. και μπορεί τελικά να πάρει τη μορφή ενός εκλογικού εκβιασμού του στυλ «εμείς ή το χάος».
Το σενάριο είναι ενδιαφέρον. Και θα είχε βέβαιη επιτυχία, αν το εκλογικό σώμα αποτελούνται από τις τράπεζες, τις διοικήσεις τους και τους μεγαλομετόχους τους. Ωστόσο, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία άλλα πράγματα δείχνουν…
Οι κρατικοδίαιτες τράπεζες, λοιπόν (όπως τις αποκάλεσε στο υπουργικό συμβούλιο ο Χρ. Παπουτσής), θα σωθούν και θα θωρακιστούν από κάθε κίνδυνο να εγγράψουν ζημιές «όποιο και να είναι το κόστος». Αυτή είναι η ολοκληρωμένη σκέψη που δικαιούται να αποδώσει κανείς στον πρωθυπουργό. Γι’ αυτό κι απορρίπτεται μετά βδελυγμίας η αναδιάρθρωση χρέους. Εκτός κι αν αυτή μπορούσε να γίνει χωρίς κόστος για την εγχώρια τοκογλυφία. Μια τέτοια δυνατότητα θα έδινε ενδεχόμενη υιοθέτηση της πρότασης Τρισέ για επαναγορά ομολόγων. Η επαναγορά είναι ένας μηχανισμός που αφήνει και το σκύλο χορτάτο και την πίτα ακέρια, αφού, αφενός, επιτρέπει στις τράπεζες να εγγράψουν στα περιουσιακά τους στοιχεία τα «κουρεμένα» ομόλογα στην ονομαστική τους αξία, αλλά και να προσδοκούν κέρδη από τις αποδόσεις των ομολόγων στη λήξη τους. Αφετέρου, επιτρέπει στο κράτος να διαγράψει διαμιάς μέρος του χρέους. Ένα τέτοιο παράθυρο θα έδινε την ευκαιρία στην κυβέρνηση να «φουσκώσει» τα οφέλη της… σθεναρής πολιτικής της στην Ε.Ε. και να τα αξιοποιήσει σ’ έναν εκλογικό αιφνιδιασμό μέχρι το καλοκαίρι, με το σκεπτικό ότι κάτι μπορεί να διασωθεί από το καταρρακωμένο κυβερνητικό γόητρο.
Εφόσον κάτι τέτοιο δεν προκύψει, φαίνεται ότι αναζητείται και εναλλακτική ευκαιρία. Ως τέτοια προβάλλεται η συζήτηση και ψήφιση στα μέσα Μαΐου του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2012-2015, μιας ακόμη πηγής μέτρων λιτότητας. Στο Μαξίμου γίνονται εισηγήσεις να προωθηθεί ψήφιση με αυξημένη πλειοψηφία 180 ψήφων, με το σκεπτικό ότι το πρόγραμμα δεσμεύει και την επόμενη κυβέρνηση. Το δίλημμα θα τεθεί, λοιπόν, και στην οιονεί «συμμαχία των προθύμων» (ΛΑΟΣ, Δημοκρατική Συμμαχία, Δημοκρατική Αριστερά) αλλά και στην απρόθυμη Ν.Δ. και μπορεί τελικά να πάρει τη μορφή ενός εκλογικού εκβιασμού του στυλ «εμείς ή το χάος».
Το σενάριο είναι ενδιαφέρον. Και θα είχε βέβαιη επιτυχία, αν το εκλογικό σώμα αποτελούνται από τις τράπεζες, τις διοικήσεις τους και τους μεγαλομετόχους τους. Ωστόσο, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία άλλα πράγματα δείχνουν…
Γ.Κ.
Σχόλια