Στο προηγούμενο φύλλο υπήρξε μια συνοπτική αναφορά στις θέσεις του ΚΚΕ σχετικά με τις αιτίες μιας ελληνοτουρκικής κρίσης. Η επιστροφή, έστω και συγκαλυμμένα, των θεωριών της μικρο-ιμπεριαλιστικής Ελλάδας και η «όξυνση των αστικών ανταγωνισμών με επίκεντρο τις πρώτες ύλες, τους ενεργειακούς δρόμους, τα μερίδια των αγορών» συνυπάρχει με την εκτίμηση για «κλιμάκωση της επιθετικότητας της Τουρκίας η οποία αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στο Αιγαίο». Πρόκειται βέβαια για μια κραυγαλέα αντίφαση. Γιατί είναι διαφορετικό, ανεξάρτητα από τα κίνητρα ή τις δεσμεύσεις έναντι «συμμάχων», μια χώρα να συσπειρώνεται για να επιτεθεί σε μια γειτονική και άλλο για να αμυνθεί για την εδαφική της κυριαρχία. Οι γενικές καταγγελίες περί «ανταγωνιζόμενων αστισμών» δεν βοηθούν την κατανόηση των εξελίξεων, αδυνατούν να προσανατολίσουν τον λαό, αφήνουν ανοικτό το έδαφος για μια στάση «αδιαφορίας» έναντι ενός «άδικου πολέμου». Η εμμονή του ΚΚΕ στους «αστικούς ανταγωνισμούς» έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τη θέση «οι κομμουνιστές θα πρωτοστατήσουμε στον αγώνα για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, για να συντριβεί ο όποιος ξένος εισβολέας εάν τολμήσει και επιτεθεί στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα […] δεν θα δείξουμε καμιά εμπιστοσύνη στην αστική κυβέρνηση που θα κάνει τον πόλεμο». Αντίφαση που προκύπτει από το «μπέρδεμα» ανάμεσα στα σχήματα «ερμηνείας» και στην πίεση για μια πρακτική στάση.

Άλλες πτέρυγες της Αριστεράς έχουν ξεπεράσει το πρόβλημα.

Το σενάριο ενός «αντιδραστικού και άδικου πολέμου»

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι φίλοι του ΝΑΡ. Διαβάζουμε στο Πριν (18/3/18) τον Π. Μαυροειδή να παρουσιάζει ως βάση της κρίσης τον «ανταγωνισμό των αστικών τάξεων σε Ελλάδα και Τουρκία, που επιδιώκουν να αναβαθμίσουν η καθεμιά τη δική της θέση, μέσω πάντα και της κλιμάκωσης και της βαθύτερης πρόσδεσης σε συμμαχίες με τους μεγάλους παίκτες». Θεωρεί ο αρθρογράφος ότι ο πολεμικός κίνδυνος δεν πηγάζει από κάποιον «επεκτατισμό ή αόριστο εθνικισμό μόνο της Τουρκίας ή μόνο της Ελλάδας» αλλά «υπάρχουν αντικειμενικές, υλικές, οικονομικές συνθήκες, που σχετίζονται τόσο με τις νέες δυνατότητες καπιταλιστικής κερδοφορίας στην περιοχή, όσο και με τη «στενότητα» της καπιταλιστικής κρίσης που δεν επιτρέπει ειρηνικές μοιρασιές». Έτσι οδηγείται στο συμπέρασμα: «αν ξεσπάσει πόλεμος, τότε αυτός θα είναι αντιδραστικός, επιθετικός και από τις δύο πλευρές» καθώς θα έχει ως στόχο «την κατάχτηση χώρων οικονομικής εκμετάλλευσης και άρα την ενίσχυση της θέσης του καπιταλιστικού σχηματισμού τόσο μέσα στις ίδιες τις χώρες, καθώς και στη διεθνή σκακιέρα».

Πράγματι υπάρχουν «αντικειμενικές υλικές συνθήκες» και αδυναμία «ειρηνικών συναλλαγών». Υπάρχει όμως ακόμα ένα ερώτημα. Στην επικράτεια ποιας χώρας βρίσκονται οι φυσικοί πόροι που δεν μπορούν να «μοιρασθούν ειρηνικά»; Ποια λογική, ποια θεωρία προτείνει ότι είναι υποχρέωση μιας καπιταλιστικής χώρας να μοιράζεται με τη βία, ή την απειλή χρήσης βίας, τον φυσικό της πλούτο με τους γείτονες; Είναι άλλο θέμα, και υπόθεση των εργαζομένων και του λαού, η ανάπτυξη αγώνων ενάντια στις συνέπειες από την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου (ταξικές, περιβαλλοντικές κ.λπ.), είναι άλλο πράγμα οι διεθνείς αγώνες αλληλεγγύης και είναι διαφορετικό μια ισχυρή χώρα να θεωρεί ότι έχει δικαιώματα να επιβάλλει με τη βία τα συμφέροντα της επί μιας γειτονικής. Και στην περίπτωσή μας έχουμε αυτό. Η Τουρκία έχει μια επεκτατική μεγαλοκρατική συμπεριφορά έναντι όλων των γειτόνων της, διεξάγει ήδη πολέμους και απειλεί να ανατινάξει την ειρήνη σε ολόκληρη την περιοχή. Για όλα αυτά, οι φίλοι του Πριν, σιωπούν.

Αυτές τις βλέψεις και τις απειλές δεν τις εξαπολύει σήμερα η επίσημη Ελλάδα. Όχι γιατί ο εγχώριος καπιταλισμός είναι καλός, αλλά γιατί είναι αδύναμος. Προτιμά να παραδώσει «γη και ύδωρ» στους διεθνείς προστάτες του, να παραχωρήσει, με αποικιοκρατικούς όρους, τους σημερινούς – όχι τους μελλοντικούς– πόρους της χώρας, αλλά δεν διανοείται να επεκταθεί στρατιωτικά σε ανύπαρκτες σφαίρες επιρροής. Ο πολιτικός και οικονομικός κόσμος της χώρας επιχειρεί απλά και μόνο να διασωθεί καταγράφοντας ήδη σημαντικές απώλειες σε θέσεις, αξιοπιστία και κέρδη. Σε αυτήν την προσπάθεια διάσωσης οδηγείται σε κινήσεις που φέρνουν τη χώρα στο επίκεντρο πολεμικών συγκρούσεων.

Αν λοιπόν δεν είναι επιθετική χώρα η Ελλάδα γιατί έχει ευθύνη έναντι μιας χώρας που αμφισβητεί τα σύνορά της; Και γιατί τότε ο πόλεμος θα είναι «αντιδραστικός και επιθετικός» και από τις δύο πλευρές; Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι καπιταλιστική χώρα, με χαρακτηριστικά αποικίας χρέους, δεν την καθιστά αυτόματα «ένοχη» σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση από έναν γείτονα που αμφισβητεί το καθεστώς των συνόρων. Με αυτή την έννοια είναι ακατανόητο γιατί «Η σωστή θέση για το απαραβίαστο των συνόρων ενάντια σε κάθε ένοπλη ιμπεριαλιστική επαναχάραξή τους, υφίσταται την αναστροφή του νοήματός της με τη φιλολογία για “υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας”. Είναι αδιανόητο γιατί ένα κάλεσμα “για αποτροπή του πολέμου” και “ήττα των αστικών τάξεων που σύρουν τους λαούς στον πόλεμο” υπηρετείται με το γενικό σύνθημα “πόλεμος στον πόλεμο”».

Η απώλεια εδαφών και κυριαρχίας δεν θα φέρει σε καλύτερη θέση τον λαό και τον αγώνα για κοινωνική χειραφέτηση. Το αντίθετο μάλλον θα συμβεί. Με αυτή την αντίληψη και στάση είναι αδύνατο να υπηρετηθεί και ο στόχος για ήττα του αστισμού. Ο αγώνας για την ειρήνη, και πολύ περισσότερο για σοσιαλισμό, δεν μπορεί να τρέφεται με καρικατούρες και ακροβασίες της λογικής.

Ο «αντιιμπεριαλιστής» Ερντογάν

Μια άλλη σκέψη που κερδίζει έδαφος (δες www.antipagkosmiopoihsh.gr, 14/3/2018), ξεκινά με την εκτίμηση ότι ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι η Τουρκία αλλά η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, η επιθετικότητα της Τουρκίας στο παρελθόν υπαγορευόταν από τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, ενώ σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά καθώς «η Τουρκία του Ερντογάν, μετά το αποτυχόν πραξικόπημα της Υπερεθνικής Ελίτ εναντίον του καθεστώτος, μετατράπηκε, αναγκαστικά, σε… εθνικοαπελευθερωτική δύναμη παίρνοντας τη θέση των τέως αντι-ιμπεριαλιστών Κούρδων που σήμερα είναι ορντινάντσες της Δύσης».

Έτσι, αναγνωρίζεται ότι «η Τουρκία αντιτάσσεται ευθέως στα σχέδια των Αμερικανοσιωνιστών στη Συρία, αφού για να προστατέψει την εδαφική της ακεραιότητα, χτυπά τις θέσεις των Κούρδων στο Αφρίν». Κατά συνέπεια η «Τουρκία δεν έχει κανένα λόγο και συμφέρον σήμερα να προκαλέσει μια πολεμική αναμέτρηση με την Ελλάδα, ξέροντας ότι αυτό θα είναι εναντίον της στο μέτωπο της Συρίας». Αντίθετα, σημειώνεται η «Υπερεθνική Ελίτ και το ΝΑΤΟ έχουν κάθε λόγο να ξεκινήσουν έναν πόλεμο για ν’ ανατρέψουν τον Ερντογάν. Στην περίπτωση αυτή λοιπόν μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιήσουν την Ελλάδα ώστε να ανατρέψουν τον Ερντογάν …».

Εδώ γίνεται ένα άλμα στη λογική. Οι υπαρκτές και δρώσες αντιθέσεις μεταξύ ισχυρών δυνάμεων και οι γεωπολιτικές αντιθέσεις που τις χαρακτηρίζουν στέκονται αρκετές για να μετατρέψουν έναν διεθνή εμπρηστή, έναν πολεμοκάπηλο σφαγέα των λαών της χώρας του και της περιοχής, σε «αντιιμπεριαλιστή». Ξεχνιέται ότι ο Ερντογάν επιχειρεί με έναν συνδυασμό προτάσεων συνεργασίας και εκβιασμών να πιέσει τις ΗΠΑ ώστε να πετύχει τους ιδιαίτερους μεγαλοκρατικούς του στόχους. Ξεχνιέται ότι η εύθραυστη συμμαχία Ρωσίας-Ιραν-Τουρκίας διαπερνιέται και αυτή από ισχυρότατες αντιθέσεις. Ξεχνιέται ότι στην υπόθεση της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Ρωσίας για την Ουκρανία, η Τουρκία στέκεται στο πλευρό των ΗΠΑ. Ξεχνιέται ότι, ανεξάρτητα από το πώς εκτιμά κανείς τη στάση των Κούρδων έναντι των ΗΠΑ, εκεί, σε αυτήν την περιοχή έχει θέση η συγκρότηση του κράτους του Κουρδιστάν που σφαγιάζει ο Ερντογάν έχοντας πάρει πράσινο φως και από τις ΗΠΑ και από την Ρωσία. Ξεχνιέται ακόμα ότι ο «αντιδυτικός και αντιιμπεριαλιστής» έχει εξαγγείλει το δόγμα των δυόμισι πολέμων, αμφισβητεί τη συνθήκη της Λωζάννης και σε Αιγαίο και Θράκη απειλεί με πόλεμο τη χώρα και την Κύπρο, διεκδικώντας μερίδια από έναν πλούτο που δεν του ανήκει. Σκέψεις σαν αυτές συσκοτίζουν και συγκαλύπτουν την απειλή που συνιστά ο μεγαλοκρατικός επεκτατισμός της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας, αλλά και της ειρήνης σε ολόκληρη την περιοχή.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!