Ένα σχόλιο του Ριζοσπάστη ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση.
Η φετινή μάχη των συλλογικών συμβάσεων (που δεν δόθηκε), η νομοθετική παρέμβαση Λοβέρδου που περιόρισε δραστικά τις δυνατότητες της μεσολάβησης και της διαιτησίας, η σπουδή της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ να υπογράψει τριετή σύμβαση με τους εργοδότες με αυξήσεις από μηδενικές έως στα όρια του… ευρωπληθωρισμού, έχουν δημιουργήσει ένα εντελώς ανατρεπτικό τοπίο στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στη δράση των συνδικάτων. Αυτή η πραγματικότητα φαίνεται ότι δεν απασχολεί όσους έχουν λυμένες τις δυσκολίες της ταξικής πάλης με αξιώματα του τύπου: ταξικές διοικήσεις, ταξικές δυνάμεις, πας μη ΠΑΜΕ… βάρβαρος.
Αφορμή για τα παραπάνω μας έδωσε ένα αιχμηρό σχόλιο του Ριζοσπάστη (17/8) κατά του Συλλόγου Εργαζομένων στα Φροντιστήρια Καθηγητών, αλλά και η απάντηση του ΣΕΦΚ. Ο σχολιογράφος επιτίθεται στην πλειοψηφία της διοίκησης του συλλόγου κατηγορώντας την ότι «υπέγραψε σύμβαση πλήρως εναρμονισμένη με το Μνημόνιο και με την κατάπτυστη σύμβαση μείωσης μισθών που υπέγραψε η ΓΣΕΕ με τον ΣΕΒ». Η σφοδρότητα του σχολίου υπογραμμίζεται και από χαρακτηρισμούς: αριστεριστές, δήθεν επαναστάτες, δήθεν αγωνιστές, δήθεν πολέμιοι του ΔΝΤ, που αν μη τι άλλο μαρτυρούν ένδεια επιχειρημάτων και τουλάχιστον έλλειψη ψυχραιμίας.
Ένα πρώτο ερώτημα που θα έθετε κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης στο σχολιογράφο θα ήταν να μας υποδείξει συμβάσεις που έχουν υπογράψει συνδικάτα όπου την πλειοψηφία έχουν δυνάμεις του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ.
Ένα δεύτερο ερώτημα είναι ποια είναι η τακτική που προτείνει στο συνδικαλιστικό κίνημα το ΠΑΜΕ από εδώ και πέρα για το θέμα των συμβάσεων, γιατί εμείς έχουμε μείνει στην περίφημη συνάντηση του ΠΑΜΕ με τον ΣΕΒ, η οποία δεν νομίζουμε να έχει αποδώσει κάποια σύμβαση μέχρι σήμερα.
Μια μάχη που δεν δίνεται
Εδώ και χρόνια η μάχη των συλλογικών συμβάσεων έχει υποβαθμιστεί πλήρως. Οι χιλιάδες των διμερών συμβάσεων που υπογράφονταν τη δεκαετία του ’80 και λίγο αργότερα μέσα από αγωνιστικές διεκδικήσεις και πραγματικά συλλογικές διαδικασίες, έχουν υποκατασταθεί από την προσφυγή στο (σημαντικό κατά τα άλλα) θεσμό της μεσολάβησης και της διαιτησίας. Με απόμαζικοποιημένες συλλογικές διαδικασίες και αποφεύγοντας συζητήσεις για συμβάσεις που να καλύπτουν πραγματικά εργασιακά προβλήματα, αλλά και νέες μορφές εργασίας, είναι μια βολική διέξοδος η πρόταση του μεσολαβητή, που συνήθως κινείται στα όρια της εισοδηματικής πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης. Η αντικειμενική δυσκολία που δημιουργούν οι γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που υπογράφει εδώ και πολλά χρόνια η ΓΣΕΕ και έχουν καθηλώσει τα κατώτατα όρια αμοιβών σε εξευτελιστικά χαμηλά όρια, είναι βέβαια μια επιπλέον δυσκολία.
Αυτή την πραγματικότητα που έχει οδηγήσει δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα να εργάζονται είτε χωρίς σύμβαση εργασίας, χωρίς δηλαδή ένα ελάχιστο πλαίσιο όρων και δικαιωμάτων, είτε με απαράδεκτες συμβάσεις που αποτελούν αντίγραφα των εκάστοτε κυβερνητικών αλλαγών στα εργασιακά, φαίνεται ότι ο Ριζοσπάστης δεν την έχει αντιληφθεί.
Για την ουσία του σχολίου, που αφορά τη σύμβαση του ΣΕΦΚ, ο ίδιος ο σύλλογος έχει δώσει την απάντησή του. Όπου αναφέρεται στην περιοριστική διαδικασία της μεσολάβησης, αφού η απόρριψη της πρότασης του μεσολαβητή θα επέβαλε εξ αρχής διαπραγματεύσεις και άρα παύση ισχύος της παλιάς σύμβασης που είχε πλέον καταγγελθεί: «Καθώς στον κλάδο μας υπάρχουν μόνο συμβάσεις ορισμένου χρόνου αυτό θα σήμαινε ότι οι εργαζόμενοι καθηγητές φροντιστηρίων θα υπέγραφαν ατομικές συμβάσεις το Σεπτέμβρη χωρίς κατώτερες αμοιβές, χωρίς αργίες και διακοπές, χωρίς κανένα απολύτως δικαίωμα. Αποδεχτήκαμε, επομένως, μια σύμβαση που διατηρεί όλες τις θεσμικές κατακτήσεις του ΣΕΦΚ (45λεπτο μάθημα, υποχρεωτικές αργίες και ημέρες διακοπών που αμείβονται, υποχρεωτική επαναπρόσληψη εγκύων συναδέλφων, αμειβόμενες ενημερώσεις και επιτηρήσεις) και έχει μισθολογικές αυξήσεις ανάλογες με αυτές της ΕΓΣΣΕ».
Πέρα από τις όποιες αντιρρήσεις μπορεί να έχει ο κάθε αναγνώστης αυτής της ανακοίνωσης, δεν μπορεί παρά να εντοπίσει μια εγγενή δυσκολία στην οποία δυστυχώς έχουν συμβάλει όλες οι πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις που υποβάθμισαν τη διαδικασία διεκδίκησης και περιφρούρησης των συλλογικών συμβάσεων.
Πριν κλείσουμε, θέλουμε να θέσουμε και εμείς τα ερωτήματα που βάζει ο ΣΕΦΚ στην ανακοίνωσή του:
-Στο χώρο όπου δρα το ιστορικό σωματείο των καθηγητών ξένων γλωσσών «Βύρων» (όπου το ΠΑΜΕ διαθέτει την πλειοψηφία), είναι αλήθεια ότι επεβλήθη, ως πιο αντιπροσωπευτικό, ένα εργοδοτικό σωματείο το οποίο και επέβαλε ως υποχρεωτική σύμβαση χειρότερη από αυτή που υπέγραφε παλαιότερα ο «Βύρων»;
-Είναι επίσης αλήθεια ότι η αντίδραση του «Βύρωνα» ήταν να επεκτείνει τη δράση του στα φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης, υπονομεύοντας έτσι τη δράση του ΣΕΦΚ;
-Είναι,τέλος, αλήθεια ότι στο σχέδιο ΣΣΕ που προτείνει το ίδιο σωματείο γίνονται αποδεκτά τα δελτία παροχής υπηρεσιών, τα γνωστά μπλοκάκια, που στο χώρο των φροντιστηρίων έχουν απαγορευτεί χάρη στη δράση του ΣΕΦΚ;
Θα ήταν πράγματι ενδιαφέρον να δούμε τις απαντήσεις του Ριζοσπάστη σε όλα αυτά, αλλά και στην υπενθύμιση ότι ο νόμος 1876/90 που ρυθμίζει τη μεσολάβηση και τη διαιτησία, είναι ένας νόμος που ψηφίστηκε επί Οικουμενικής κυβέρνησης στην οποία συμμετείχε και το ΚΚΕ.