Γεια! Είμαστε οι συμμορίτες του Ζαππείου κι απόψε νιώθουμε παράλογα σοβαροί. Έλα κοντά μας. Δεν μας νοιάζει τίποτα. Μόνο η αλήθεια. Υποφέρουμε, είμαστε γελοίοι, χτυπημένοι, τρελοί, κι όμως συνεχίζουμε με πείσμα. Περπατάμε έξω από το Ζάππειο τις νύχτες. Πάντα η ίδια διαδρομή. Ένας-ένας ή δυο- δυο, δεν έχει σημασία.
Ακούμε εκκωφαντικά δυνατά το συνθηματικό τραγούδι της πόλης-φάντασμα στο γουόκμαν και βυθιζόμαστε μέσα στην παχουλή νύχτα, σαν το φλουρί της Πρωτοχρονιάς που χάνεται μέσα στο χυλό του κέικ. Σε ποιον θα βάλουμε φωτιά απόψε; Ποιος αξίζει να καεί; Πίσω από ποιο δέντρο κρύβεται όλο ενοχές κι ελπίδα, καρδιοχτυπώντας για την άφιξή μας;
Κάποτε ονειρευτήκαμε τον Παράδεισο, όπου κάποιος βρισκόταν σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο και προσπαθούσε να βγει από μια τρύπα απ’ όπου έτρεχαν νερά. Μετά, αυτός ο κάποιος, ο παλιός μας εαυτός που μόλις είχε γεννηθεί κατά λάθος, κατέληξε σε ένα υπέρλευκο δωμάτιο. Ήταν λυτρωτικό το θέαμα αλλά η επίδρασή του δεν κράτησε για πολύ. Τα όνειρα διαρκούν λίγο – περίπου τόσο όσο κρατάει κι ένα ωραίο, βιαστικό πήδημα στο πίσω μέρος του Μουσείου. Τα σκοτάδια μας ξαναρούφηξαν σαν αεροπλάνο που βουτάει στον Ειρηνικό. Έκτοτε ζούμε μόνο τη νύχτα. Ούτε τα συντρίμμια μας δεν θα βρούνε το πρωί. Θα τα εξαφανίσουμε εμείς οι ίδιοι. Δεν θέλουμε να αφήνουμε ίχνη πίσω μας, καταλαβαίνεις. Αν παρατηρήσεις τίποτα νυχιές στα δέντρα, να ξέρεις πως εμείς τις κάναμε. Ο πόνος αυτός μας ανήκει. Τα δάχτυλά μας είναι γεμάτα ξεραμένο αίμα κι ο εγκέφαλός μας πλημμυρισμένος από σάπιες εικόνες χυμένου σπέρματος που δεν χρησίμεψε σε τίποτα. Είμαστε οι άντρες που δεν θα κάνουν ποτέ παιδιά, οι ανίεροι παρίες της κοινωνίας, τα στερεότυπα της προσβολής και της ντροπής της μάνας. Είμαστε οι άντρες που αγαπούν το φύλο τους και τολμάνε να το αρθρώσουν φωναχτά. Με θάρρος. Εσύ αντέχεις;
Οι μαύροι κύκλοι που έχουν οι άνθρωποι κάτω από τα μάτια τους στα δικά μας μάτια είμαι μοβ. Πιο όμορφοι, πιο δικαιολογημένοι. Είμαστε οι αιώνιοι έφηβοι που περπατάνε με γυμνά πόδια πάνω στις ηλικίες. Είμαστε οι παράγραφοι ενός κειμένου που γράφτηκε με συμπαθητική μελάνη. Και που σε λίγο θα σβηστεί, με κείνη τη δόξα την τρελή, την αφηνιασμένη, που γεννά και καταπίνει κάθε τι μεγαλειώδες σε όλες τις εποχές. Πόσω δε μάλλον τα σκοτεινά αισθήματα, τα πάθη και τις φευγαλέες ηδονές του πουθενά. Σαν τις δικές μας.
Άκουσε τα σχέδιά μας. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι απλό. Ελπίζουμε σε μια σπαρακτική συνάντηση. Θέλουμε μια αιφνίδια διασταύρωση με έναν άγνωστο που να μας διηγηθεί τη ζωή του. Ψάχνουμε το θάρρος να σταματήσουμε κάποιον περαστικό και να του ζητήσουμε να τον ακολουθήσουμε, να συμμετάσχουμε στη διαδρομή του, να κάνουμε ότι κι εμείς εκεί πηγαίναμε από την αρχή. Ότι ο δρόμος του ήταν και δικός μας. Ότι η ζωή του ήταν και δική μας. Μια συνάντηση χωρίς ονοματεπώνυμο. Χωρίς ανάγκη για ορισμούς. Μια φιλική εισβολή σε ξένους κόσμους, σαν λυτρωτικό ταξίδι. Ένα επόμενο πρωί που να δικαιολογεί το μέχρι τώρα σκοτάδι. Ένα καινούργιο αστέρι στον ουρανό. Λίγη ανθρωπιά μέσα στις λάσπες.
Κάτι θα έρθει, είμαστε σίγουροι. Κάτι θα μας πείσει για το μετά. Σε κάτι θα αφιερωθούμε. Βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής άλλωστε, και τα τέλη είναι υποσχετικά. Μικρές εγκυμοσύνες. Μικρές καταδίκες με ημερομηνία παραγωγής και λήξης, στα ψιλά. Μικρές χαίνουσες πληγές που προσπαθούν να κλείσουν.
Γεια! Είμαστε οι συμμορίτες του Ζαππείου και νιώθουμε μόνοι και λυπημένοι αυτή την εποχή. Έλα κοντά μας. Δεν μας νοιάζει τίποτα. Μόνο η αλήθεια. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε με πείσμα στα σκοτεινά. Κι έτσι θα συνεχίζουμε διαρκώς. Με τσαμπουκά και ελπίδα. Μέχρι το επόμενο πρωί. Μέχρι το τέλος του κόσμου. Μπορεί και λίγο πιο μετά. Ποιος ξέρει.
Κάποτε ονειρευτήκαμε τον Παράδεισο, όπου κάποιος βρισκόταν σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο και προσπαθούσε να βγει από μια τρύπα απ’ όπου έτρεχαν νερά. Μετά, αυτός ο κάποιος, ο παλιός μας εαυτός που μόλις είχε γεννηθεί κατά λάθος, κατέληξε σε ένα υπέρλευκο δωμάτιο. Ήταν λυτρωτικό το θέαμα αλλά η επίδρασή του δεν κράτησε για πολύ. Τα όνειρα διαρκούν λίγο – περίπου τόσο όσο κρατάει κι ένα ωραίο, βιαστικό πήδημα στο πίσω μέρος του Μουσείου. Τα σκοτάδια μας ξαναρούφηξαν σαν αεροπλάνο που βουτάει στον Ειρηνικό. Έκτοτε ζούμε μόνο τη νύχτα. Ούτε τα συντρίμμια μας δεν θα βρούνε το πρωί. Θα τα εξαφανίσουμε εμείς οι ίδιοι. Δεν θέλουμε να αφήνουμε ίχνη πίσω μας, καταλαβαίνεις. Αν παρατηρήσεις τίποτα νυχιές στα δέντρα, να ξέρεις πως εμείς τις κάναμε. Ο πόνος αυτός μας ανήκει. Τα δάχτυλά μας είναι γεμάτα ξεραμένο αίμα κι ο εγκέφαλός μας πλημμυρισμένος από σάπιες εικόνες χυμένου σπέρματος που δεν χρησίμεψε σε τίποτα. Είμαστε οι άντρες που δεν θα κάνουν ποτέ παιδιά, οι ανίεροι παρίες της κοινωνίας, τα στερεότυπα της προσβολής και της ντροπής της μάνας. Είμαστε οι άντρες που αγαπούν το φύλο τους και τολμάνε να το αρθρώσουν φωναχτά. Με θάρρος. Εσύ αντέχεις;
Οι μαύροι κύκλοι που έχουν οι άνθρωποι κάτω από τα μάτια τους στα δικά μας μάτια είμαι μοβ. Πιο όμορφοι, πιο δικαιολογημένοι. Είμαστε οι αιώνιοι έφηβοι που περπατάνε με γυμνά πόδια πάνω στις ηλικίες. Είμαστε οι παράγραφοι ενός κειμένου που γράφτηκε με συμπαθητική μελάνη. Και που σε λίγο θα σβηστεί, με κείνη τη δόξα την τρελή, την αφηνιασμένη, που γεννά και καταπίνει κάθε τι μεγαλειώδες σε όλες τις εποχές. Πόσω δε μάλλον τα σκοτεινά αισθήματα, τα πάθη και τις φευγαλέες ηδονές του πουθενά. Σαν τις δικές μας.
Άκουσε τα σχέδιά μας. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι απλό. Ελπίζουμε σε μια σπαρακτική συνάντηση. Θέλουμε μια αιφνίδια διασταύρωση με έναν άγνωστο που να μας διηγηθεί τη ζωή του. Ψάχνουμε το θάρρος να σταματήσουμε κάποιον περαστικό και να του ζητήσουμε να τον ακολουθήσουμε, να συμμετάσχουμε στη διαδρομή του, να κάνουμε ότι κι εμείς εκεί πηγαίναμε από την αρχή. Ότι ο δρόμος του ήταν και δικός μας. Ότι η ζωή του ήταν και δική μας. Μια συνάντηση χωρίς ονοματεπώνυμο. Χωρίς ανάγκη για ορισμούς. Μια φιλική εισβολή σε ξένους κόσμους, σαν λυτρωτικό ταξίδι. Ένα επόμενο πρωί που να δικαιολογεί το μέχρι τώρα σκοτάδι. Ένα καινούργιο αστέρι στον ουρανό. Λίγη ανθρωπιά μέσα στις λάσπες.
Κάτι θα έρθει, είμαστε σίγουροι. Κάτι θα μας πείσει για το μετά. Σε κάτι θα αφιερωθούμε. Βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής άλλωστε, και τα τέλη είναι υποσχετικά. Μικρές εγκυμοσύνες. Μικρές καταδίκες με ημερομηνία παραγωγής και λήξης, στα ψιλά. Μικρές χαίνουσες πληγές που προσπαθούν να κλείσουν.
Γεια! Είμαστε οι συμμορίτες του Ζαππείου και νιώθουμε μόνοι και λυπημένοι αυτή την εποχή. Έλα κοντά μας. Δεν μας νοιάζει τίποτα. Μόνο η αλήθεια. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε με πείσμα στα σκοτεινά. Κι έτσι θα συνεχίζουμε διαρκώς. Με τσαμπουκά και ελπίδα. Μέχρι το επόμενο πρωί. Μέχρι το τέλος του κόσμου. Μπορεί και λίγο πιο μετά. Ποιος ξέρει.
* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας
Σχόλια