Το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI) δημοσιοποίησε πριν από μερικές μέρες τη ετήσια έκθεση 2022 για την εξέλιξη των στρατιωτικών δαπανών παγκόσμια. Η καταγραφή είναι άκρως ανησυχητική για τους λαούς όσον αφορά τις τρέχουσες εξελίξεις, αλλά και τις μελλοντικές προοπτικές – τόσο σε οικονομικούς όρους, όσο και σε στρατιωτικούς-πολεμικούς. Οι δαπάνες καταγράφουν ρεκόρ ως προς το ύψος τους καθώς: α) εντείνεται ο πόλεμος Ρωσίας-Δύσης, με την Ουκρανία ως εκπρόσωπο στα πεδία των μαχών για λογαριασμό της Δύσης, καθώς τα πολεμικά γεγονότα πραγματοποιούνται στο έδαφός της, β) επιδεινώνεται η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας για την παγκόσμια ηγεμονία, γ) οξύνονται οι περιφερειακές συγκρούσεις υπό την «καθοδήγηση και εποπτεία» των μεγάλων δυνάμεων για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, και δ) κλιμακώνονται και πολλαπλασιάζονται οι αντιπαραθέσεις «τοπικού χαρακτήρα».
Τα βασικά στοιχεία της έκθεσης SIPRI
Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες κατέγραψαν το 2022 αύξηση-άλμα 3,7% σε σταθερές τιμές 2021 (αφού δηλαδή έχει αφαιρεθεί ο πληθωρισμός). Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης που σημειώνεται από τη δεκαετία του 1960. Το σύνολο των στρατιωτικών δαπανών έφθασε το ποσό των 2,24 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που αντιστοιχεί στο 2,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Πρόκειται για την 8η συνεχή χρονιά που καταγράφεται αύξηση των στρατιωτικών δαπανών.
Οι ΗΠΑ συνεχίζουν και το 2022 να βρίσκονται μακράν στην πρώτη θέση από πλευράς ύψους δαπανών με 877 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό το οποίο αντιπροσωπεύει το 39% του συνόλου των παγκοσμίων στρατιωτικών δαπανών. Ακολουθεί η Κίνα με 292 δισεκατομμύρια δολάρια, αυξάνοντας σταδιακά τις σχετικές δαπάνες (13% του παγκόσμιου συνόλου). Η αύξηση για την Κίνα ήταν 4,2% συγκριτικά με το 2021, αλλά και 63% συγκριτικά με το 2013. Το 2022 ήταν το 28ο έτος που συνεχόμενα αυξήθηκαν οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας.
Στην Ευρώπη, σαν συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία, σημειώνεται η μεγαλύτερη αύξηση στρατιωτικών δαπανών εδώ και 30 χρόνια (13% σε σταθερές τιμές 2021). Η αύξηση αυτή σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις δαπάνες της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Όμως ο συγκεκριμένος πόλεμος έχει επηρεάσει τις αποφάσεις, για διάφορους λόγους, πολλών ακόμη κρατών της Ευρώπης, που προχώρησαν επίσης σε σημαντικές αυξήσεις.
Μεταξύ των άμεσα εμπολέμων στην Ουκρανία, η Ρωσία αύξησε τις δαπάνες της σε 86,4 δισεκατομμύρια δολάρια και ανέβηκε στην τρίτη θέση (3,9% του παγκόσμιου συνόλου), από πέμπτη το 2021. Το ποσό αυτό σημαίνει αύξηση 9,2% και αντιστοιχεί στο 4,1% του ΑΕΠ της χώρας. Η Ουκρανία δαπάνησε 44 δισεκατομμύρια δολάρια (αύξηση +640%), ποσό που αντιστοιχεί στο 34% του ΑΕΠ της χώρας. Στο ποσό αυτό δεν έχουν συμπεριληφθεί οι αντίστοιχες δαπάνες που δίδονται σαν «βοήθεια» από τη Δύση. Μερικές από τις πιο σημαντικές μεταβολές για άλλες χώρες ήταν η Φινλανδία (+36%), η Λιθουανία (+27%), η Σουηδία (+12%) και η Πολωνία (+11%).
«Επενδύουν» στον πόλεμο
Εάν αφαιρέσουμε τις δαπάνες των άμεσα εμπολέμων, οι ευρωπαϊκές στρατιωτικές δαπάνες έφθασαν τα 480 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022. Το ποσό αυτό είναι ήδη αυξημένο κατά το ένα τρίτο και πλέον συγκριτικά με το 2013, και η τάση αναμένεται να συνεχιστεί. Οι αμυντικές δαπάνες μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ, στο οποίο συμμετέχουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αυξάνονται μετά τα γεγονότα του 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε τη χερσόνησο της Κριμαίας.
Συνολικά οι τρεις πρώτες χώρες σε ύψος δαπανών (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία) αντιπροσωπεύουν το 56% του παγκόσμιου συνόλου. Η Ινδία ήταν τέταρτη με 81,4 δισεκατομμύρια δολάρια, ακολουθούμενη από τη Σαουδική Αραβία με 75. Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη με 68,5 δισεκατομμύρια δολάρια, από τα οποία εκτιμάται ότι 2,5 ήταν οικονομική στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία. Η Γερμανία, με 55,8 δισεκατομμύρια δολάρια, βρίσκεται στην 7η θέση – αλλά στο ποσό αυτό δεν έχει συμπεριληφθεί τίποτε από το εξοπλιστικό πρόγραμμα των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που ανακοίνωσε το 2022.
Η Ιαπωνία έφθασε στα 46 δισεκατομμύρια δολάρια (+5,9%), που αντιστοιχούν στο 1,1% του ΑΕΠ της χώρας και είναι το υψηλότερο επίπεδο στρατιωτικών δαπανών από το 1960. Αναφέρει χαρακτηριστικά ερευνητής της SIPRI: «Η Ιαπωνία υφίσταται μια βαθιά αλλαγή στη στρατιωτική της πολιτική… Οι μεταπολεμικοί περιορισμοί που επέβαλε στις στρατιωτικές της δαπάνες και τις στρατιωτικές της δυνατότητες φαίνεται να χαλαρώνουν».
Συνολικά οι τρεις πρώτες χώρες σε ύψος στρατιωτικών δαπανών (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία) αντιπροσωπεύουν το 56% του παγκόσμιου συνόλου. Ακολουθούν κατά σειρά η Ινδία, η Σαουδική Αραβία, η Βρετανία και η Γερμανία…
Εμπόριο όπλων
Ο αντικοινωνικός χαρακτήρας των στρατιωτικών δαπανών είναι πολλαπλός. Πρόκειται για δαπάνες που: α) σηματοδοτούν πολεμικές συγκρούσεις και συνεπώς ανθρώπινες και υλικές απώλειες, β) αφαιρούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό ενώ θα μπορούσαν να διατεθούν για αύξηση της κοινωνικής ευημερίας, γ) μεγάλο μέρος τους κατευθύνεται σε συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα εντός ή/και εκτός κάθε χώρας, γεγονός που συμβάλλει στην ενίσχυση της κερδοφορίας συγκεκριμένων επιχειρήσεων και γενικότερα στην πολλαπλή διεύρυνση των ανισοτήτων.
Οι ΗΠΑ κυριαρχούν στην αγορά του εμπορίου όπλων χάρη στις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη, καθώς κατέχουν το 40% του συνολικού εμπορίου. Εδώ διευκρινίζουμε ότι, σύμφωνα με το SIPRI, στο συγκεκριμένο εμπόριο όπλων περιλαμβάνονται μόνο τα μεγάλα οπλικά συστήματα (αεροσκάφη, τεθωρακισμένα, συστήματα πυροβολικού, πολεμικά πλοία, πύραυλοι και βόμβες).
Οι πέντε κορυφαίοι προμηθευτές, δηλαδή οι ΗΠΑ (40%), Ρωσία (16%), Γαλλία (11%), Κίνα (5,2%) και Γερμανία (4,2%), αντιπροσώπευαν περισσότερα από τα τρία τέταρτα των μεγάλων παραδόσεων όπλων στον κόσμο μεταξύ των ετών 2018 και 2022. Το συνολικό παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε περισσότερο από 5% σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία, όμως οι πωλήσεις αυξήθηκαν απότομα στην Ευρώπη (47%) και στην Ανατολική Ασία (21%) σαν αποτέλεσμα της προαναφερθείσας απόφασης του ΝΑΤΟ και των εντάσεων που έχουν δημιουργηθεί στις συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη. Φυσικά οι προμηθευτές των ΗΠΑ ήταν οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι από αυτές τις περιφερειακές εξελίξεις.
Όσον αφορά την διαμορφούμενη κατάσταση για τα επόμενα χρόνια, οι ΗΠΑ θα συνεχίζουν να κυριαρχούν και θα βελτιώσουν τη θέση τους στο εμπόριο όπλων. Το SIPRI εκτιμά ότι οι ΗΠΑ έχουν επί του παρόντος παραγγελίες για 1.371 μαχητικά αεροσκάφη σε σύγκριση με 210 η Γαλλία, 94 η Ρωσία και 84 η Κίνα. Για άρματα μάχης και άλλα τεθωρακισμένα οχήματα, οι ΗΠΑ έχουν 3.059 παραγγελίες. Ακολουθούν η Ιταλία (1.703) και η Γερμανία (1.526). Η Κίνα και η Ρωσία έχουν παραγγελίες για 128 και 55 άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα αντίστοιχα.
Οι πέντε μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ΗΠΑ και παγκόσμια που παράγουν στρατιωτικούς εξοπλισμούς (Lockheed-Martin, Raytheon, Boeing, Northrop-Grumman και General Dynamics) είχαν συνολικές πωλήσεις 275,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2022 έναντι 267,8 το 2021, δηλαδή αύξηση 3%. Η μέση μεταβολή των μετοχών των συγκεκριμένων εταιρειών την περίοδο από 1/1/2022 έως σήμερα είναι +15,2%. Με άλλα λόγια, όσο κλιμακώνεται το άρπαγμα των Μεγάλων, οι «δουλειές» πάνε καλά…