Καλύφθηκε από τσιμέντο η κάποτε άλλοτε δουλεμένη πέτρα τού αρχοντικού από τεχνίτες ιδιαίτερους, και κυριάρχησαν οι επικαλύψεις των σοφατζίδων, οι αποκαλύψεις και οι καταχρήσεις των στεγασμένων της πολιτικής αναλγησίας, που παρέχουν προς πώληση και ενοικίαση λείες επιφάνειες, ελαστικές έως ανύπαρκτες συνειδήσεις, άχρωμες, ουδέτερες και ουδόλως επιζήμιες (έτσι νομίζουν) για το μέλλον των κατ’ επάγγελμα ανεπάγγελτων ταγών της χώρας (στυγνών εκτελεστών του δημοσίου συμφέροντος).
Κυρίαρχη τάση… η «τεχνίτη αβροφροσύνη» ενός Δον Κορλεόνε στα ανώτερα κλιμάκια της εξουσίας, όπου το άδικο επιβάλλεται ως δίκαιο, σ’ έναν αγώνα όπου ο διαιτητής του πολιτεύματος εφαρμόζει πιστά τα κατά παραγγελίαν και καθ’ υπόδειξιν των παραγόντων από τα αποδυτήρια, εκτελώντας έργο «σπουδαίο» αντίστοιχο κατακτητών, όπως παλιά στη μάντρα της Καισαριανής, που τη μετέτρεψαν σε μάντρα του Αττίκ, πριν ακόμη αρχίσει η καταμέτρηση των ψήφων και εισαχθούν τα «νέα» μαθηματικά όπου στο πρώτο κεφάλαιο το ολίγον και το ελάχιστον, προσμετράται ως πολύ σε μια Δημοκρατία κατ’ όνομα όπου πρωτεύοντα ρόλο παίζει ο «κανένας» κάνοντας πλάτη ηθελημένα ή αθέλητα, στον «ολοένα και πουθενά», που με τις «καταπληκτικές του ατάκες» επί σκηνής, λίγο πριν παραιτηθεί το προεδρείο τής Βουλής των ανακτόρων, των κανταδόρων, των αχθοφόρων, κατακτά το κενό ενός κοινού πού ιστορικά συμπορεύτηκε με τους αιωρούμενους «σοφάδες» ενός κτηρίου που αργά αλλά σταθερά καταρρέει συμπαρασύροντας αξίες νεκρών Ηρώων, λέξεις και φράσεις σπουδαίων κειμένων πάνω σε νοτισμένες αφίσες, πρώτες σταγόνες αίματος στα πρωτοβρόχια τής αθλιότητας, σκόρπια οστά καλά μπαζωμένα και πατημένα από τα φαρδιά τρακτεροτά λάστιχα της εξουσίας, που καραδοκεί με άλλου χρώματος μανδύα, κι ένα σφουγγάρι ανά χείρας, να σβήσει τις παλιές του έγνοιες, τις παλιές του αμαρτίες, τις «ξεχασμένες» πάνω στο ματωμένο μαυροπίνακα της οδού Αβύσσου Αριθμός 57+1.
Εκεί… στον τόπο τού μαρτυρίου, όπου τα νεκρά παιδιά λίγο πριν φύγουνε για πάντα, μετρούσανε τ’ αστέρια και κάναν όνειρα…
Πώς μπορείτε μωρέ να κοιμάστε ήρεμα;
Πώς μπορείτε μωρέ να κοιμάστε;
Υ.Γ.: «Φοβήθηκα τη μνήμη και τη σκότωσα. Ομως εκείνη έζησε τραυματισμένη.» Μάνος Χατζιδάκις