Της Χριστίνας Μπάρτσα.
1571: Η Κύπρος καταχτιέται από τους τούρκους. Με το πέρασμα του χρόνου διαμορφώνεται η τουρκική μειονότητα του νησιού, που μέχρι το 1974 αποτελούσε το 18% του πληθυσμού.
1878: Εκμισθώνεται από την Οθωμανική στη Βρετανική αυτοκρατορία για να χρησιμοποιηθεί σαν στρατιωτική βάση.
1925: Η Κύπρος ανακηρύσσεται αποικία του αγγλικού στέμματος, μετά την παραίτηση της Τουρκίας από τα δικαιώματά της στο νησί σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
1931: Εκδηλώνεται εξέγερση που βάζει το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα. Η τουρκική μειονότητα του νησιού δεν στέκεται εχθρικά στην εξέγερση, ενώ η ελληνική κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου την καταδικάζει.
Οι βρετανοί καταστέλλουν βίαια την εξέγερση, θέτουν το ΚΚ Κύπρου εκτός νόμου, και εφαρμόζουν καθεστώς άγριας τρομοκρατίας και καταπίεσης.
1950-1955: Ο ανταγωνισμός αμερικάνικου/αγγλικού ιμπεριαλισμού και η πλήρης υποταγή των ελληνικών κυβερνήσεων στα αμερικάνικα συμφέροντα μετατρέπουν το Κυπριακό από πρόβλημα ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό του νησιού και τους βρετανούς αποικιοκράτες, σε πρόβλημα ανάμεσα σε ελληνοκύπριους, τουρκοκύπριους και βρετανούς, και παράλληλα ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Η ελληνική αστική τάξη που μέχρι τότε ήταν αντίθετη σε οποιονδήποτε αγώνα του κυπριακού λαού ενάντια στην αποικιοκρατία, υιοθετεί το σύνθημα της Ένωσης, ενώ οι άγγλοι αρχίζουν να «ενδιαφέρονται» για τα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων.
1955 – 1 Απρίλη: Αρχίζει η δράση της ΕΟΚΑ υπό τον διαβόητο Χίτη Γρίβα και κάθε είδους φασιστικά στοιχεία, που όμως στις γραμμές της θα ενταχθούν πολλοί άνθρωποι με αγνά πατριωτικά αισθήματα, ενώ το ΑΚΕΛ αντιτίθεται στις ένοπλες μορφές πάλης θεωρώντας ότι ο αγώνας θα πρέπει να έχει μαζικό-πολιτικό χαρακτήρα.
Η σύλληψη και ο εκτοπισμός του Μακάριου, καθώς και οι απαγχονισμοί κύπριων αγωνιστών ξεσηκώνουν θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα.
1959 – Φλεβάρης: Υπογράφονται οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου που προέβλεπαν μεταξύ άλλων, ένα πλήθος διαιρετικών διατάξεων στο σύνταγμα της χώρας, με τα περισσότερα άρθρα του συντάγματος να μην επιδέχονται τροποποίηση. Ακόμα, ορίζονταν η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία σαν εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και ρυθμίζονταν το καθεστώς των βρετανικών βάσεων στο νησί σαν κυρίαρχες.
Η κυπριακή ηγεσία πιέζεται έντονα να δεχτεί τις συμφωνίες, το ΑΚΕΛ παρά τη διαφωνία του την αποδέχεται τελικά, ενώ οι γριβικοί κύκλοι μιλούσαν για προδοσία.
1960 – 16 Αυγούστου: Επίσημη ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας με πρόεδρο τον Μακάριο. Το νέο κράτος, προϊόν συμβιβασμού και εξισορρόπησης συμφερόντων, διασφάλιζε τα βρετανικά συμφέροντα, την ενότητα του ΝΑΤΟ, τον αυξημένο ρόλο της Τουρκίας και την ανοχή της Σοβιετικής Ένωσης. Η λύση της ανεξαρτησίας ήταν αποδεκτή και από την ελληνοκυπριακή αστική τάξη που μια δική της εθνική εστία διευκόλυνε τις δραστηριότητές της.
1963 – 74: Η περίοδος αυτή σημαδεύεται από εντάσεις και ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους, που οδηγούν την Ελλάδα στη μυστική αποστολή μιας μεραρχίας στην Κύπρο και φέρνουν την Τουρκία στα πρόθυρα απόβασης.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις διεξάγουν κατά καιρούς συνομιλίες με την τουρκική πλευρά στο πνεύμα διχοτομικών λύσεων χωρίς τη συγκατάθεση και συμφωνία της κυπριακής κυβέρνησης, μηχανορραφώντας για την υπονόμευση και ανατροπή του Μακάριου, και οργανώνοντας προβοκάτσιες και διάφορες ενέργειες σε βάρος των τουρκοκυπρίων.
Αποκορύφωμα αυτών των ενεργειών είναι η κατάληψη των υπό τουρκοκυπριακό έλεγχο χωριών Αγ. Θεόδωροι και Κοφινού από παραστρατιωτικές ομάδες του Γρίβα (Νοέμβρης 1967). Η Τουρκία απαιτεί τελεσιγραφικά την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων, την ανάκληση του Γρίβα, τη διάλυση της κυπριακής εθνοφρουράς. Η χούντα αποδέχεται το τελεσίγραφο, ενώ ο Μακάριος διαφωνεί. Ένα μήνα μετά, οι τουρκοκύπριοι ανακηρύσσουν την «Προσωρινή Τουρκική Διοίκηση της Κύπρου».
Η χούντα εντείνει τις προσπάθειες ανατροπής του Μακάριου και το 1971 ο Γρίβας επανέρχεται κρυφά στο νησί συγκροτώντας την ΕΟΚΑ Β’ και εξαπολύοντας τρομοκρατικές ενέργειες.
1974 – 15 Ιούλη: Εκδηλώνεται πραξικόπημα οργανωμένο από τη χούντα. Παρά την αντίσταση που προβλήθηκε, το πραξικόπημα επικρατεί και ακολουθούν συλλήψεις και δολοφονίες. Ο Μακάριος διαφεύγει στο εξωτερικό, κατηγορώντας στον ΟΗΕ τη φασιστική δικτατορία της Αθήνας για την επέμβασή της στην Κύπρο.
1974 – 19-20 Ιούλη: Με το πρόσχημα της εγγυήτριας δύναμης, η Τουρκία εξαπολύει τον «Αττίλα 1» και στην Ελλάδα κηρύσσεται γενική επιστράτευση.
Κάτω από το βάρος της προδοσίας της Κύπρου η χούντα του Ιωαννίδη πέφτει και παραδίνεται η πολιτική εξουσία στον Καραμανλή, ενώ παράλληλα, παραιτείται και ο Σαμψών, παραδίδοντας την εξουσία στον Κληρίδη.
Στις 14 Αυγούστου εξαπολύεται ο «Αττίλας 2» που ολοκληρώνεται με την κατάληψη της Αμμοχώστου και της Μόρφου.
Η Ελλάδα και η Κύπρος συγκλονίζονται από αντιαμερικανικές διαδηλώσεις και ο Καραμανλής ανακοινώνει την αποχώρηση της χώρας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Ο «Αττίλας» άφησε 2.000 περίπου νεκρούς, σκοτωμένους στις συγκρούσεις ή εκτελεσμένους εν ψυχρώ, βιασμένες γυναίκες, καμένα χωριά, 1.619 αγνοούμενους, περίπου 200.000 πρόσφυγες.
1974 – 83: Αλλεπάλληλα ψηφίσματα του ΟΗΕ που καταδικάζουν την τουρκική εισβολή και ζητούν την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και την επιστροφή των προσφύγων, μένουν κενό γράμμα, ενώ ο «φάκελος της Κύπρου» παραμένει κλειστός στα πλαίσια του «κοινωνικού συμβολαίου» της μεταπολίτευσης.
Διαδοχικές διακοινοτικές συνομιλίες, ελληνοτουρκικές συναντήσεις και σχέδια επίλυσης του Κυπριακού αποτυγχάνουν να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία, με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις να γνωρίζουν μεγάλη ένταση με την έξοδο του Χόρα (Σισμίκ) για έρευνες στο Αιγαίο (1976), ενώ προχωρά ραγδαία ο εποικισμός των κατεχόμενων.
1983 – 15 Νοέμβρη: Ο Ντενκτάς ανακηρύσσει την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Παρά τη μη αναγνώρισή του παρά μόνο από την Τουρκία, η ανακήρυξη του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους παγιώνει παραπέρα τα τετελεσμένα.
1987 – 2002: Nέα έξοδος του Σισμίκ σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας δημιουργεί πολεμικό κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η κυβέρνηση Παπανδρέου δίνει εντολή στις ένοπλες δυνάμεις να βρίσκονται σε πολεμική ετοιμότητα κηρύσσοντας μερική επιστράτευση, και απειλεί με «καταλυτική αλλαγή στο σύστημα άμυνας των δυτικών».
Το κλίμα αλλάζει ένα χρόνο μετά, όταν μέσα σε κύμα αντιδράσεων στην Αθήνα, οι Παπανδρέου και Οζάλ συναντιούνται στο Νταβός όπου συμφωνούν στην προώθηση της συνεργασίας των δύο χωρών σε οικονομικά και πολιτιστικά θέματα, και στην καταγραφή από επιτροπή εργασίας των προβλημάτων που θα αποτελέσουν αντικείμενο του ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Στη δεκαετία του ’90, με την κατάρρευση των πρώην σοσιαλιστικών χωρών και την είσοδο στην εποχή της Νέας Τάξης Πραγμάτων τροποποιείται το σκηνικό και οι όροι για το Κυπριακό. Οι αμερικάνοι θέλουν να κλείνουν ανοιχτά ζητήματα, και η αστική τάξη της Τουρκίας ανεβάζει τις απαιτήσεις και τον επεκτατισμό της. Η ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας φέρνει το εθνικό σε δεύτερη μοίρα. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται στρατηγικός στόχος και θεωρείται πανάκεια για την επίλυση του Κυπριακού.
Παράλληλα, η ολοένα και μεγαλύτερη υποχωρητικότητα, ο ραγιαδισμός και ο «ρεαλισμός» της κυβέρνησης Σημίτη (βλ. Ίμια) οδηγούν στο να μετατραπεί το Κυπριακό από πρόβλημα ξένης εισβολής και κατοχής μιας ανεξάρτητης χώρας σε «πολιτικό πρόβλημα» δύο κοινοτήτων.
2002: Ο Κ. Ανάν παρουσιάζει ένα σχέδιο για το Κυπριακό, που
διαγράφει ένα κράτος-έκτρωμα νομιμοποιώντας τα τετελεσμένα του Αττίλα, χωρίς καμία έννοια ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, όπου οι όποιες αποφάσεις θα ελέγχονται και θα επικυρώνονται από ξένους εγκάθετους δικαστές, όπου η μειονότητα θα είναι ισότιμος εταίρος με την πλειονότητα και θα μπορεί να μπλοκάρει την οποιαδήποτε απόφαση.
Ο επίσημος πολιτικός κόσμος σε Ελλάδα και Κύπρο έσπευσε να συστήσει «σύνεση, ψυχραιμία και υπευθυνότητα». Πρώτος απ’ όλους ο σημερινός πρωθυπουργός σπεύδει να δηλώσει απερίφραστα την υποστήριξή του στο σχέδιο.
2004 – Απρίλης: Στο δημοψήφισμα που διεξάγεται, ελληνοκύπριοι απορρίπτουν το σχέδιο Ανάν με ποσοστό 70%.
Από τότε μέχρι σήμερα, παρά την εκφρασμένη θέληση του κυπριακού λαού, τα σχέδια για οριστική διχοτόμηση του νησιού προχωρούν, με τις σημερινές πολιτικές ηγεσίες σε Ελλάδα να Κύπρο να φαίνονται διατεθειμένες να δεχτούν τη «λύση» που θα τους επιβληθεί.