Οι «εύκολοι» χαρακτηρισμοί δεν βοηθούν να καταλάβουμε τι συμβαίνει
Έχει κατακάτσει το πρώτο σύννεφο σκόνης μετά τη νίκη του Τραμπ (ή μήπως θα ήταν ορθότερο να μιλάμε για ήττα των Δημοκρατικών;). Οι συζητήσεις έχουν προσανατολιστεί σε ερωτήματα όπως σε ποιο ποσοστό θα εφαρμόσει το πρόγραμμά του, πώς θα είναι οι πρώτες 100 μέρες της διακυβέρνησής του, αν θα επιβεβαιωθούν οι φόβοι για μια κοινωνικά εκρηκτική κατάσταση και αλλαγή στις ζωές των ανθρώπων στις ΗΠΑ. Αν κάτι όμως χρειάζεται ψυχραιμότερη ανάλυση, ώστε να μπορέσουμε να βγάλουμε πιο συγκεκριμένα συμπεράσματα και για το από εδώ και πέρα, είναι τι σηματοδοτούν φαινόμενα όπως αυτό της επικράτησης του Τραμπ, του Brexit κ.λπ.
Οι πιο επιφανειακές αναλύσεις έμειναν στο γεγονός ότι οι Βορειοαμερικανοί είναι λίγο φασίστες, λίγο σεξιστές, λίγο άξεστοι τέλος πάντων. Βέβαια αυτό δεν εξηγεί αν ξαφνικά έγιναν τέτοιοι, ενώ μέχρι χτες (π.χ. όταν εξέλεγαν τον Ομπάμα) ήταν… υποδείγματα προοδευτικότητας και ανοιχτομυαλιάς. Υπάρχει όμως κι ένα ερώτημα που δεν διατυπώνεται: Θα λέγαμε το ίδιο εάν εκλεγόταν ο Μπέρνι Σάντερς; Δεν επρόκειτο για ένα απίθανο ενδεχόμενο. Ο Σάντερς έλαβε 43% στη μάχη για το χρίσμα των Δημοκρατικών παρά (ή ακριβώς χάρη σ’ αυτές;) τις «ακραία ριζοσπαστικές» για τα δεδομένα των ΗΠΑ ιδέες του. Και πολλοί θεωρούν ότι αν ο Σάντερς ήταν τελικά ο υποψήφιος των Δημοκρατικών εν μέσω τέτοιας γενικευμένης δυσαρέσκειας, θα είχε με άνεση την πρωτιά απέναντι στον Τραμπ. Τότε ίσως θα μιλούσαμε για μια μεγάλη δημοκρατική αλλαγή στις ΗΠΑ – και θα χαρακτηρίζαμε προοδευτικό και ριζοσπάστη τον ίδιο κόσμο που σήμερα αποκαλούμε ρατσιστή…
Αποτέλεσμα της ελιτίστικης αδιαφορίας των «από πάνω»
Δεν είναι τυχαίο ότι μια σειρά πολιτείες που στήριξαν Ομπάμα και στις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, αυτή τη φορά ψήφισαν Τραμπ. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι, ακόμα και αν το αποτέλεσμα ήταν η εκλογή του Τραμπ, αυτό οφείλεται στο εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ, που «φιλτράρει» τη λαϊκή ψήφο μέσα από την ανάδειξη εκλεκτόρων σε κάθε πολιτεία. Γι’ αυτό οι Δημοκρατικοί δεν κατάφεραν να εκλέξουν πρόεδρο, παρόλο που η Κλίντον πήρε 600.000 παραπάνω ψήφους από τον Τραμπ (με τα μέχρι στιγμής στοιχεία – ίσως και πολύ περισσότερους τελικά, καθώς σε αρκετές πολιτείες ακόμη δεν έχει τελειώσει η καταμέτρηση!). Αυτό βέβαια έχει ξανασυμβεί σε εξίσου «οριακές» εκλογικές αναμετρήσεις του παρελθόντος. Αλλά δείχνει και ότι δεν πήγε σύσσωμο το εκλογικό σώμα να ψηφίσει Τραμπ. Άρα δεν βοηθά στην κατανόηση της κατάστασης ένα εύκολο «τσουβάλιασμα».
Η πρωτεύουσα αιτία της επικράτησης του Τραμπ ήταν το σιχτίρισμα ενός κόσμου με τους καθωσπρέπει πολιτικούς και θεσμούς οι οποίοι διαρκώς χειροτερεύουν τις ζωές της πλειοψηφίας. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βορειοαμερικανός δημοσιογράφος Γκλεν Γκρίνγουολντ σε άρθρο του*: «Αναμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι τα όργανα της εξουσίας στη Δύση, εδώ και δεκαετίες, έχουν αδυσώπητα και με πλήρη αδιαφορία καταπατήσει την ευημερία εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Ενώ οι κύκλοι της ελίτ “ασχολούνταν” με την παγκοσμιοποίηση, το ελεύθερο εμπόριο, το καζίνο της Wall Street και τους ατελείωτους πολέμους (που πλούτιζαν τους πρωτεργάτες τους, και έστελναν τους φτωχότερους και πιο περιθωριοποιημένους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα), αγνόησαν εντελώς τα θύματα της λαιμαργίας τους… τα οποία περιφρονούσαν ως τρωγλοδύτες στους οποίους άξιζε να είναι οι χαμένοι στο ένδοξο, παγκόσμιο παιχνίδι της αξιοκρατίας».
Άχρηστη και υποκριτική η ηθικολογία
Το σίγουρο είναι ότι χωρίς ένα εναλλακτικό σχέδιο που να δίνει στις κοινωνίες και τους λαούς το όραμα μιας διαφορετικής κοινωνίας, η αγανάκτηση και η αμφισβήτηση θα διοχετεύεται σε κανάλια ακίνδυνα ίσως για το σύστημα, αλλά επικίνδυνα για τις κοινωνίες. Για να αντιμετωπίσουμε τα νέα φαινόμενα σίγουρα δεν μας χρειάζονται οι υποκριτικές και όψιμες ηθικολογίες του σάπιου πολιτικού συστήματος περί αξιών – δηλαδή αυτές ακριβώς που εξέφρασε (και καταπάτησε σε όλη τη θητεία του) με την τάχα ιστορική ομιλία του στην Αθήνα ο απερχόμενος πλανητάρχης Ομπάμα. Εξίσου σίγουρα δεν βοηθά να αποδίδουμε εύκολους χαρακτηρισμούς στη συμπεριφορά ενός πανταχόθεν συμπιεσμένου εκλογικού σώματος που βιώνει τα αδιέξοδα του συστήματος και την έλλειψη πραγματικών εναλλακτικών. Μπορεί κάτι τέτοιο να μας απαλλάσσει(;) από την υποχρέωση να καταλαβαίνουμε τις τάσεις που διαπερνούν τις κοινωνίες. Αλλά μας εμποδίζει να κάνουμε αυτό που πραγματικά χρειάζεται: να κατανοήσουμε τις βαθύτερες αιτίες, ώστε να γίνουμε ικανοί να παρέμβουμε πριν να είναι πολύ αργά.
Μαρία Λαντζανάκη
* «Οι Δημοκρατικοί, ο Τραμπ και η συνεχιζόμενη, επικίνδυνη άρνηση να μάθουμε το μάθημα του Brexit», 9/11/2016, theintercept.com