Διακομματική η αποικιακή και φιλοπόλεμη πολιτική του Παρισιού;
του Ερρίκου Φινάλη
2.800.000 άνθρωποι ζουν σήμερα στα εδάφη που το Παρίσι αποκαλεί «υπερπόντια», δηλαδή στις αποικίες που του απέμειναν μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορικής Γαλλίας και, κυρίως, μετά τις νίκες των εθνικοαπελευθερωτικών αντιαποικιακών κινημάτων στο Βιετνάμ, την Αλγερία κ.ο.κ. Πρόκειται για τη «Γαλλική» Γουιάνα στη Λατινική Αμερική, τη Γουαδελούπη και τη Μαρτινίκα στην Καραϊβική, τη Ρεϊνιόν και τη Μαγιότ στον Ινδικό ωκεανό κοντά στην Αφρική, τη Γαλλική Πολυνησία και τη Νέα Καληδονία στο Νότιο και Νοτιοδυτικό Ειρηνικό ωκεανό αντίστοιχα, αρκετά ακόμη μικρότερα νησιά διάσπαρτα στον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό, καθώς και εδάφη της Ανταρκτικής. Το εντυπωσιακό είναι ότι σχεδόν σύμπας ο γαλλικός πολιτικός κόσμος, περιλαμβανομένων και των περισσότερων ρευμάτων της Αριστεράς, θεωρεί εντελώς φυσιολογικό να έχει η Γαλλία αποικίες ακόμη και σε απόσταση… 16.000 χιλιομέτρων από το Παρίσι – αυτή είναι η περίπτωση της Νέας Καληδονίας, που βρίσκεται ανατολικά της Αυστραλίας! Και οπωσδήποτε αποτελεί ταμπού οποιαδήποτε συζήτηση για «επαρχίες» που βρίσκονται σε ευρωπαϊκό έδαφος, όπως το «γαλλικό» τμήμα της Χώρας των Βάσκων και η Κορσική, με ιστορικά ισχυρό ανεξαρτησιακό κίνημα.
Ταξικισμός, οικουμενισμός, και όχι μόνο
Αν αυτή η στάση θεωρείται εύλογη για τα κόμματα της γαλλικής άρχουσας τάξης, προκαλεί τουλάχιστον απορία όσον αφορά τις δυνάμεις που κατατάσσονται στην Αριστερά. Βέβαια η γαλλική Αριστερά έχει δυσάρεστη προϊστορία, όπως δείχνει π.χ. η επί χρόνια λυσσαλέα αντίθεση του Γαλλικού Κ.Κ. στον αγώνα του λαού της Αλγερίας για Ανεξαρτησία… Από τότε έχουν περάσει πάνω από 60 χρόνια, αλλά ουσιαστικά η ίδια λογική επικρατεί μέχρι σήμερα. Δύο είναι τα βασικότερα επιχειρήματα των «αριστερών» απολογητών της γαλλικής αποικιοκρατίας, συχνά συνδυασμένα.
Το πρώτο αφορά την πρωτοκαθεδρία, υποτίθεται, του ταξικού στοιχείου έναντι ενός «οπισθοδρομικού» αιτήματος αυτοδιάθεσης. Και άρα το βασικό που «μας ενώνει» (εν ανάγκη και με το ζόρι) είναι ότι είμαστε ταξικά αδέλφια, οπότε η εθνική ταυτότητα και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης μπαίνει σε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη μοίρα… Αυτή η «ταξικιστική» αντίληψη είναι ταυτόχρονα και πολύ εξυπηρετική για τα συμφέροντα του γαλλικού ιμπεριαλισμού, γεγονός που μάλλον διαφεύγει απ’ όσους την υποστηρίζουν. Το δεύτερο επιχείρημα είναι αρκετά παλιότερο, καθώς έρχεται από τον Ναπολεόντειο οικουμενισμό – που «απελευθέρωνε» λαούς για να τους εντάξει θέλοντας και μη στη μεγάλη γαλλική οικογένεια.
Η μεταπολεμική εξέλιξη αυτής της «ρεπουμπλικανικής-οικουμενιστικής» αντίληψης διαποτίζει σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα, περιλαμβανομένου π.χ. και του Ζαν-Λικ Μελανσόν, που δεν θέλει να ακούσει κουβέντα για αποικίες και ανεξαρτησίες. Μάλιστα στην προεκλογική καμπάνια ο Μελανσόν υποστήριξε ότι η Γαλλία πρέπει να ενταχθεί και στη λατινοαμερικάνικη ολοκλήρωση ALBA – ιδού με ποια λογική: «Η Γαλλία είναι έθνος οικουμενικό. Είμαστε χώρα και της Λατινικής Αμερικής, διότι η Γαλλική Γουιάνα βρίσκεται στη Λατινική Αμερική. Είμαστε χώρα και της Καραϊβικής, διότι η Γουαδελούπη, η Μαρτινίκα κ.λπ. βρίσκονται στην Καραϊβική. Είμαστε χώρα και της Αφρικής, διότι η Ρεϊνιόν και η Μαγιότ βρίσκονται στην Αφρική»…
Οπωσδήποτε πρόκειται για επιχειρήματα που ακούγονται πιο εύηχα από αυτά των κλασικών απολογητών της αποικιοκρατίας, περί του εκπολιτιστικού ρόλου των ανώτερων λευκών. Διότι κι αυτά επιβιώνουν μέχρι σήμερα! Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Αλέν Ντεπουέντ, Γάλλου αποίκου-μπίζνεσμαν στη Μαρτινίκα, ο οποίος δήλωσε ότι «το δουλεμπόριο δεν είχε μόνο αρνητικές πτυχές» και ότι «οι λευκοί δεν πρέπει να αναμειγνύονται με τους μαύρους, διότι το αποτέλεσμα είναι αντιαισθητικό και αναδύει δυσαρμονία». Η ατυχία του ήταν ότι αυτά τα είπε το 2009, στη διάρκεια του λαϊκού ξεσηκωμού των κατοίκων της Μαρτινίκας και της Γουαδελούπης ενάντια στην καταπίεση του γαλλικού κράτους και την εκμετάλλευση των πολυεθνικών. Έτσι, για να κατευναστεί η οργή των αυτοχθόνων, καταδικάστηκε δύο φορές – αλλά το 2013 η γαλλική «δικαιοσύνη» ακύρωσε τις ποινές.
Εγκλήματα της νεοαποικιοκρατίας
Μια ακόμη σκοτεινή πλευρά της Γαλλικής Δημοκρατίας είναι η διαρκής επέμβασή της, πολιτική αλλά και στρατιωτική, στην εσωτερική πολιτική ζωή των πρώην αποικιών της, ιδίως στη Βόρεια και τη Μαύρη Αφρική. Όσο κι αν ο γαλλικός πολιτικός κόσμος προτιμά να μην αναφέρεται στο γεγονός, είναι κοινό μυστικό ότι μια σειρά δικτάτορες εγκαταστάθηκαν και κρατήθηκαν επί δεκαετίες σε μια αιματοβαμμένη εξουσία χάρη στη γαλλική «παρέμβαση» και υποστήριξη. Ο Τυνήσιος Μπεν Άλι, που ανατράπηκε από το λαϊκό ξεσηκωμό του 2010-11 (ο οποίος αποτέλεσε και το έναυσμα για το κύμα των ανολοκλήρωτων αραβικών εξεγέρσεων) είναι μια σχετικά γνωστή περίπτωση.
Αλλά δεν υπάρχει πρώην γαλλική αποικία που να μην έτυχε ανάλογης μεταχείρισης από το Παρίσι, που και μετά την τυπική αποχώρησή του συνέχισε να απομυζά τον εθνικό πλούτο δεκάδων χωρών, ενώ διατηρεί και μεγάλες στρατιωτικές βάσεις. Για παράδειγμα, έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές στον Δρόμο στην Μπουρκίνα Φάσο*, όπου οι Γάλλοι ενορχήστρωσαν τη δολοφονία του προοδευτικού προέδρου Τομάς Σανκαρά το 1987, και έβαλαν στη θέση του τον δικτάτορα Μπλεζ Κομπαορέ. Η πολιτική αυτή κάθε άλλο παρά είναι «παλιά ιστορία»: Μετά την ανατροπή του Κομπαορέ από λαϊκή εξέγερση το 2014, οι Γάλλοι πατρονάρισαν και νέο πραξικόπημα το 2015 – επί προεδρίας του «σοσιαλιστή» Ολάντ…
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια αναζωπυρώθηκαν οι γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις σε μια σειρά χώρες της Μαύρης Αφρικής, με την «καταπολέμηση της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας» να αποτελεί πλέον το κυρίαρχο πρόσχημα. Στην πραγματικότητα η Γαλλία επιχειρεί να διασφαλίσει τη διαιώνιση της προσοδοφόρας παρουσίας της, που απειλείται τόσο από «ιθαγενείς» όσο και από τη διείσδυση άλλων μεγάλων δυνάμεων, κυρίως της Κίνας και των ΗΠΑ, σε περιοχές που το Παρίσι θεωρούσε «δικό του» χώρο.
Μαζί με τα όπλα, η Γαλλία εξακολουθεί να χρησιμοποιεί και τον «πολιτισμό» ώστε να διατηρήσει την κυριαρχία της στις πρώην αποικίες, με βασικό όχημα τη «Γαλλοφωνία» (που συσπειρώνει όλες τις χώρες όπου τα γαλλικά είναι επίσημη ή ευρέως διαδεδομένη γλώσσα). Με δυο λόγια, ο γαλλικός ιμπεριαλισμός είναι πληγωμένος από την κρίση αλλά εξακολουθεί να δαγκώνει και να ονειρεύεται περασμένα μεγαλεία. Όμως αυτή καθαυτή η ύπαρξή του είναι άλλη μια λεπτομέρεια που διαφεύγει από το μεγαλύτερο μέρος της γαλλικής Αριστεράς…
«Συγγνώμη Γουιάνα»
Με αυτά τα λόγια η Γαλλίδα υπουργός «Υπερπόντιων Εδαφών» Ε. Μπαρέγκτς επιχείρησε να κατευνάσει την οργή των υπηκόων του Παρισιού, που από τις 20 Μαρτίου βγήκαν στους δρόμους της τελευταίας γαλλικής αποικίας στη Λατινική Αμερική φωνάζοντας «Αρκετά πιά!» [βλ. και φύλλο 354]. Με αλλεπάλληλες γενικές απεργίες και αποκλεισμούς αυτοκινητόδρομων, δεκάδες χιλιάδες Γουιανέζοι παρέλυσαν επί εβδομάδες κάθε δραστηριότητα, περιλαμβανομένων των εκτοξεύσεων πυραύλων από το Γαλλικό Αεροδιαστημικό Κέντρο που εδρεύει στο Κουρού της Γαλλικής Γουιάνας. Η απερχόμενη γαλλική κυβέρνηση αναγκάστηκε, πέρα από την επίσημη συγγνώμη, να χορηγήσει και «έκτακτη οικονομική ενίσχυση» ύψους 2,1 δισεκατομμυρίων ευρώ ώστε να κατευνάσει τους ντόπιους – έτσι υπογράφτηκε στις 21 Απριλίου η συμφωνία τερματισμού των γενικευμένων κινητοποιήσεων μεταξύ της κυβέρνησης και του μετώπου των κοινωνικών οργανώσεων και κινημάτων. Ωστόσο συνεχίζεται ως τώρα η απεργία στην επιχείρηση ηλεκτρισμού, ενώ παραμένουν και τα μπλόκα γύρω από το υπερσύγχρονο Αεροδιαστημικό Κέντρο, το οποίο στα μάτια των Γουιανέζων ενσαρκώνει την πεμπτουσία της αποικιοκρατίας: «Από εδώ εκτοξεύονται δορυφόροι, αλλά πολλοί από εμάς δεν έχουμε ούτε ηλεκτρικό ούτε νερό στα σπίτια μας», έλεγε χαρακτηριστικά ένας από τους διαδηλωτές σε Γάλλο δημοσιογράφο.
* Βλ. φύλλα 236, 237 (2014) και 278, 280 (2015).