Τον Θωμά τον βλέπω μέχρι σήμερα. Τα βλέμματά μας διασταυρώνονται αστραπιαία, αλλά γυρνώ το κεφάλι αμέσως, μην τυχόν και αναγκαστούμε να χαιρετηθούμε. Αγνοώ παντελώς τα προσωπικά και τα επαγγελματικά του. Τις περισσότερες φορές είναι μόνος και ασήκωτος –το ζωηρό παιδί που με καταχέριαζε στο σχολείο και στην αλάνα, θαρρείς ότι έχει πια καταπωθεί από το σκοτάδι.
Ο Αντώνης εμφανίζεται μερικές φορές σαν φάντασμα έξω από το σπίτι. Την τελευταία φορά, ούρλιαζε κραυγές καράτε εναντίον κάποιου αντίπαλου οπαδού (εκσφενδόνιζε και το πόδι του, καθώς θυμάμαι). Άλλη μια φορά, τον συνάντησα στο βιβλιοπωλείο όπου δούλεψα για λίγους μήνες μετά το Στρατό. Με ρώτησε για ένα βιβλίο πολεμικών τεχνών που δεν είχαμε. Προσποιήθηκα ότι δεν τον αναγνωρίζω –κι εκείνος το ίδιο.
Τα χνάρια του Χρήστου –του τελευταίου βοσκού των βορείων προαστίων– τα έχασα πολύ γρήγορα. Στοιχηματίζω πάντως ότι δεν σπούδασε πυρηνική φυσική στο Χάρβαρντ. Τα ίδια κι ο Σπύρος, που του άρεσε η Ασπασία, το πιο όμορφο κορίτσι της έκτης. Πήγαμε στο ίδιο λύκειο (ευτυχώς όχι στο ίδιο τμήμα). Πρωτοστάτησε, θυμάμαι, για να απολυθεί ο αγαπημένος μου καθηγητής, επειδή του είχε βάλει κάτω από τη βάση. Κι όσες φορές τον συνάντησα, σκυλόβριζε τον βαζελότουρκο.
Ο Λεωνίδας, αφού πειραματίστηκε για κάμποσο καιρό ως πιανίστας και αναμείχθηκε σε διαφόρων ειδών τεντυμποϊσμούς, κατέληξε στην εταιρεία ρούχων του μπαμπά. Ενώ ο άλλος Λεωνίδας –που τον λέγαμε «γύπα»– αποποιήθηκε μετά το λύκειο την οικογενειακή επιχείρηση της καλτσοποιίας, προκειμένου να ακολουθήσει σόλο καριέρα. Καλό παιδί, τον συνάντησα κάποια μέρα τυχαία στον ηλεκτρικό, κι ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω το πλαστικό χαμόγελο που σχηματίστηκε κάτω απ’ τη γερακίσια του μύτη. Όσο για τον Δημήτρη, τον βλέπω σχεδόν κάθε εβδομάδα, μετά τη λαϊκή. Δουλεύει οδηγός απορριμματοφόρου στο δήμο.
Από τα κορίτσια τώρα: Η Καλλιόπη, μια από τις πρώτες μαθήτριες της τάξης, εκτραχύνθηκε προοδευτικά (οι φαρμακόγλωσσες λένε ότι είναι «η πρώτη πίπα στην πιάτσα»). Την Ασπασία τη συνάντησα πριν από λίγα χρόνια σ’ ένα υποκατάστημα του Κωτσόβολου –κοκαλιάρα και άβυζη. Κι άλλη μια φορά, την είδα να κατηφορίζει μελαγχολική την Κασταμονής, με δυο μωρά στην αγκαλιά. Πέρασα από δίπλα της, χωρίς καν να αντιληφθεί τη σκιά μου.
Η Μαρία εξακολουθεί να δουλεύει στο δημαρχείο: πριν ένα χρόνο μου σφράγισε κάποια φωτοτυπία, προσπαθώντας να μην ανασηκώσει το βλέμμα της για να μην αναγκαστεί να με χαιρετήσει. Η Αμαλία πάλι, συνεχίζει κι αυτή το μαγαζί του πατέρα. Γυναίκα των φαντασιώσεών σου δεν τη λες, όμως κάποτε την άκουσα να παινεύεται για όλα τα βιβλία της Λένας Μαντά που έχει διαβάσει. Τέλος, η Σωτηρία –το πιο σπινθηροβόλο και ανατρεπτικό μυαλό της τάξης– αποποιήθηκε το κομμουνιστικό της παρελθόν, προκειμένου να σπουδάσει οικονομικά. Σήμερα είναι υψηλόβαθμος υπάλληλος στην τράπεζα, πληκτρολογεί σταθερά και διαθέτει μπλίκι-μπλίκι.
Παλιοί μου συμμαθητές, σειρούλες και γενιά μου –να με συμπαθάτε. Αλλά δεν σας νοσταλγώ. Ούτε επιθυμώ να σας ξαναδώ.