Του Φώτη Τερζάκη
Διαβάστε το Α’ μέρος
Ο όρος «ιμπεριαλισμός» είναι προϊόν των ύστερου δέκατου ένατου αιώνα και των αρχών του εικοστού. Ξεκίνησε από τις βρετανικές συζητήσεις αναφορικά με την αποικιακή πολιτική (όπως αντανακλώνται στο προδρομικό έργο τού JohnA. Hobson, 1902) και παρελήφθη αμέσως από το μαρξιστικό στρατόπεδο (Χίλφερντινγκ, Λούξεμπουργκ, Κάουτσκι, Λένιν, Μπουχάριν) για να γίνει μια έννοια-κλειδί στις στρατηγικές αναλύσεις της Τρίτης Διεθνούς. Χωρίς να μπούμε τώρα στις λεπτομέρειες εκείνων των συζητήσεων (και στις αξιοσημείωτες αποκλίσεις μεταξύ των ίδιων των μαρξιστικών θεωρήσεων), μπορούμε να θυμόμαστε ότι, γενικά, o όρος περιέγραφε το τελευταίο, ποιοτικά διαφορετικό στάδιο της αποικιοκρατίας (περίπου από τη δεκαετία του 1870 ώς τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο) που ήταν ένα οργανωμένο εγχείρημα στρατιωτικής και πολιτικής κυριαρχίας σε υπερπόντιες περιοχές, εκ μέρους μιλιταριστικών κι εκβιομηχανισμένων εθνών-κρατών τα οποία ενέτασσαν την κατάκτηση σε μια επιχειρηματική λογική επενδύσεων και κέρδους (σε αντίθεση με την απλή εμπορική εκμετάλλευση και/ή εγκατάσταση μητροπολιτικού πληθυσμού, που ήταν η παλαιότερη μορφή αποικιοκρατίας).
Εν ολίγοις, μπορούμε να πούμε συνοπτικά, ιμπεριαλισμός είναι η γεωπολιτική του ανεπτυγμένου καπιταλισμού: ένα ιστορικά δομημένο σύστημα ανισοτήτων –ανάμεσα σε τάξεις και ανάμεσα σε χώρες, ανάμεσα σε άνδρες και σε γυναίκες βεβαίως, ανάμεσα στις ίδιες τις εργατικές τάξεις των διαφορετικών ζωνών τού παγκόσμιου συστήματος και, κατ’ επέκτασιν, ανάμεσα σε φυλές– που οφείλει να είναι ο κύριος στόχος κάθε σοσιαλιστικής αντίστασης. Πρακτικά μιλώντας, ιμπεριαλισμός υπάρχει όπου υφίστανται ζώνες ακριβής και ζώνες φτηνής εργασίας: πράγμα που συνεχίστηκε να συμβαίνει, προφανώς, και μετά την τυπική διάλυση του αποικιακού συστήματος στις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Αν λοιπόν αυτό σήμερα ισχύει όσο ίσχυε στο παρελθόν, ή και ακόμη περισσότερο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να εγκαταλειφθεί η έννοια: χρειάζεται μόνο να ελεγχθεί η ακρίβεια της εφαρμογής της και να επικαιροποιηθεί το φάσμα των περιεχομένων της.
* * ** * * * * * *
Ο όρος «παγκοσμιοποίηση», που εισήχθη στις συζητήσεις για να περιγράψει τις τάσεις τού διεθνοποιούμενου κεφαλαίου (με τις συνακόλουθες πολιτικές αναμορφώσεις) ιδίως μετά το 1989 και την κατάρρευση της ψυχροπολεμικής διαίρεσης του κόσμου, δεν ακυρώνει ούτε αντικαθιστά την έννοια του ιμπεριαλισμού. Είναι, μπορούμε να πούμε εξίσου σχηματικά, ο τύπος ιμπεριαλισμού που ιδιάζει στο χρηματοπιστωτικό στάδιο του καπιταλισμού (το οποίο, έχω υποστηρίξει, αναγγέλλεται από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’70 και οδηγείται σε πλήρη ανάπτυξη από τη δεκαετία του ’90 και μετά). Μένει να δούμε μόνο αν έχει να προσθέσει κάτι, ως διαφοροποιητικό γνώρισμα, στην ανάλυση της γεωπολιτικής δομής τού σύγχρονου καπιταλισμού. Και υπάρχουν δύο τέτοια πράγματα, νομίζω.
Πρώτον: σε αντίθεση με την «κλασική» περιγραφή του ιμπεριαλισμού από τον Λένιν, όπου η συγχώνευση αφενός κράτους και μεγάλων μονοπωλίων, αφετέρου βιομηχανικού και χρηματιστικού κεφαλαίου, συνοδευόταν από εξαγωγή κεφαλαίων από τη μητρόπολη προς την περιφέρεια, στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό των ημερών μας οι ροές των κεφαλαίων μοιάζουν να έχουν αντιστραφεί, από την περιφέρεια προς τη μητρόπολη – αφού είχε προηγηθεί μια εντατική μεταφορά κεφαλαίων από ανεπτυγμένες ζώνες σε άλλες ανεπτυγμένες ζώνες την πρώτη μεταπολεμική περίοδο… Ο λόγος είναι ότι τον καιρό που έγραφαν ο Λένιν ή ο Κάουτσκι οι εξαγωγές κεφαλαίων αποσκοπούσαν στην κερδοφορία υπό μορφή επενδύσεων σε παρθένες αγορές, με την εντατική εκμετάλλευση φτηνής εργασίας και πρώτων υλών· σήμερα που η κερδοφορία επιδιώκεται πρωτίστως από τη χρηματοπιστωτική αξιοποίηση, οι χρηματαγορές τής μητρόπολης έλκουν όλα τα κεφαλαιακά αποθέματα του πλανήτη υποσχόμενες δυνητικά κέρδη ερήμην τής υλικής παραγωγής: δηλαδή, στην πράξη, οι πλούσιοι δανείζονται από τους φτωχούς για να τους ξαναδανείζουν με τόκο!
Δεύτερον, και πιθανώς σπουδαιότερο: οι ζώνες ακριβής και φτηνής εργασίας δεν συμπίπτουν πλέον αδρομερώς με γραμμές εθνικών συνόρων, όπως το χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι ακόμα την πρώτη περίοδο της αποαποικιοποίησης, αλλά τα διασχίζουν εγκάρσια. Είναι το φαινόμενο της λεγόμενης ζωνικής κατάτμησης, το οποίο ξεκίνησε από την Αφρική στη δεκαετία του ’60, επεκτάθηκε στη Λατινική Αμερική και σήμερα γίνεται μοντέλο αναδιαμόρφωσης του παγκόσμιου γεωοικονομικού και γεωπολιτικού χάρτη. Μία προφανής συνέπεια αυτού είναι ότι η εθνοκρατική επικράτεια κατακερματίζεται defacto, και κάθε απόπειρα παρεμβολής πολιτικών φραγμών αντιμετωπίζεται ως εχθρική κίνηση προς τα συμφέροντα του λεγόμενου υπερεθνικού κεφαλαίου (που έχει πάντα, ωστόσο, συγκεκριμένα εθνικά κέντρα προέλευσης και στρατηγικής στήριξης).
* * ** * * * * * *
Εκείνο που συνδέει μεταξύ τους τις δύο αυτές λειτουργίες του σύγχρονου καπιταλισμού είναι ο μηχανισμός τού επεκτεινόμενου παγκοσμίου χρέους. Το αποφασιστικό εργαλείο αχρήστευσης της πολιτικής κυριαρχίας ενός τύποις ανεξάρτητου κράτους είναι μια μεθοδευμένη στρατηγική υπερχρέωσης, η οποία –πρέπει να θυμόμαστε– επινοήθηκε ακριβώς τη στιγμή της αποαποικιοποίησης ως μέσον ακύρωσης της πολιτικής ανεξαρτησίας των νέων κρατών δια της υπαγωγής τους σε μηχανισμούς οικονομικής εξάρτησης από τις πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις, που αναπαρήγαν με οικονομικά πλέον μέσα την πρώην πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία. Ο Πρόεδρος της πρώτης αφρικανικής χώρας που κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1957, της Γκάνας, και από τους πρωτεργάτες τού Παναφρικανισμού, ο Κουάμε Νκρούμα, συνέλαβε το 1965 εν τη γενέσει της τούτη τη νέα στρατηγική στο περίφημο έργο του Νεοαποικισμός (1), που θα ήταν καλό να θυμόμαστε και να ξαναδιαβάζουμε. Η μετάφραση αυτής της στρατηγικής σε οικονομικό δόγμα δεν ήταν άλλη από εκείνο που ονομάστηκε «νεοφιλελευθερισμός», και που εφαρμόστηκε πιλοτικά στη Χιλή του Πινοσέτ – για να γίνει, σταδιακά, όργανο αναδιαμόρφωσης του παγκόσμιου συστήματος, προχωρώντας αμείλικτα από τις περιφέρειες προς τα κέντρα.
Είναι ακριβώς η μορφή του ιμπεριαλισμού που αντιστοιχεί στον όρο «παγκοσμιοποίηση». Ολοφάνερα, σε αυτή τη συγκυρία η εθνοκρατική κυριαρχία των αδυνάμων αποκτά μια καινούργια αμυντική λειτουργία, ως δυνητικό (και ασφαλώς όχι επαρκές) ανάχωμα στον εφιάλτη της διεθνούς επέλασης εταιρειών-γιγάντων και χρηματαγορών – αλλά αυτός είναι και ο μόνος λόγος που μπορεί να την δικαιώσει. Από τη δική μας σκοπιά δεν μπορεί να είναι αξία και σκοπός η επιβίωση κρατικών μορφωμάτων ως τέτοιων, αλλά η πραγμάτωση αυτοδιαχειριστικών και σοσιαλιστικών περιεχομένων ζωής. Αν υπό συνθήκες το εθνοκρατικό πλαίσιο γίνεται όρος περιφρούρησης τέτοιων σκοπών, είναι υπερασπίσιμο ως μέσον· εάν και όταν αποβαίνει εμπόδιο, είναι άλλων μέλημα και συμφέρον να διατηρηθεί.
(1) Kwame Nkrumah, Neo-Colonialism, the Last Stage of Imperialism (Thomas Nelson & Sons, Ltd.: London 1965). Στο ρεπερτόριο περιλαμβάνονται εξαναγκασμένες και άνισες εμπορικές συμφωνίες, ξένη «βοήθεια» υπό μορφή τοκογλυφικών δανείων, για έργα που η εκτέλεσή τους ανατίθεται υποχρεωτικά σε επιχειρήσεις της δανειοδοτούσας χώρας, παρέμβαση διεθνών οργανισμών ελεγχόμενων από τις ΗΠΑ (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, κλπ.), ανάπτυξη «ειρηνευτικών» στρατιωτικών σωμάτων, συμβόλαια αναγκαστικών εξοπλισμών, υπερφιλόδοξα –και άχρηστα– βιομηχανικά σχέδια, κλπ. κλπ. Μας θυμίζουν τίποτα;