του Μάριου Μαθιού Ιωσηφίδη

Κάθε φορά που ο Αύγουστος ξεπερνά το πρώτο 10ήμερο του, στο μυαλό μου φέρνει θύμησες από ένα παρελθόν τόσο κοντινό μα και τόσο μακρινό συνάμα. Πάμε πρώτα στην Κύπρο το έτος 1996. Θυμάμαι έναν άνθρωπο να μάχεται ενάντια στην κατοχή της μισής πατρίδας του και να δολοφονείται άνανδρα από έναν εκτρωματικό όχλο. Θυμάμαι το παλικάρι με το τσιγάρο στο στόμα 3 μέρες αργότερα να θέλει να εκδικηθεί την δολοφονία του ξαδέρφου του που περιγράψαμε παραπάνω, ανεβαίνοντας στον ιστό με σκοπό να κατεβάσει την κατοχική σημαία. Τον θυμάμαι να δολοφονείται επίσης άνανδρα από έναν έποικο, ο οποίος αργότερα θα γινόταν υπουργός του ψευδοκράτους. Ένα θρασύδειλο ον, που περιττό να αναφέρω τι κατάληξη θα έπρεπε να είχε αν οι δύο οντότητες του Ελληνισμού διέθεταν στοιχειώδη σοβαρότητα.

Πάμε τώρα κάπου πιο κοντά μας (αφού ως γνωστόν για κάποιους η Κύπρος κείται ολίγον μακράν): Χιμάρα 2010… Θυμάμαι έναν Έλληνα της πόλης να έχει κατάστημα. Δεν είχε ενοχλήσει κανέναν. Μοναδικό του έγκλημα: μιλούσε ελληνικά εντός της επιχείρησής του κι εντός της πόλης του, πόλης με συντριπτικά ελληνικό πληθυσμό που το αλβανικό κράτος ουδέποτε αναγνώρισε ως μειονοτική περιοχή. Τρεις «μάγκες» από την Αυλώνα τον διέταξαν να μη μιλάει τη μητρική του γλώσσα (το ξαναλέω, εντός του καταστήματός του). Αυτός φυσικά αρνήθηκε, και ακολούθησε λογομαχία. Με θρασύδειλο τρόπο και στην περίπτωση αυτή, ακολούθησαν το μηχανάκι του, επιβαίνοντας σε αυτοκίνητο, και τον εμβόλισαν. Για να σιγουρευτούν πως τον ξέκαναν, πέρασαν με το ΙΧ τους πάνω από το σώμα του δύο φορές… Αυτός ήταν ο τρίτος σύγχρονος εθνομάρτυρας του Αυγούστου.

Πέραν από την ιδιότητα τους αυτή, τι κοινό συνδέει τον Τάσο Ισαάκ, τον Σολωμό Σολωμού και τον Αριστοτέλη Γκούμα; Μα φυσικά το γεγονός πως αποτελούν όχι μόνο ξεχασμένα θύματα μισαλλοδοξίας, μα και θέματα ταμπού για το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κόσμου, με πρώτη και κύρια την καθεστωτική και συστημική αριστερά, η οποία διοργανώνει –και ορθά– πορείες και εκδηλώσεις μνήμης για τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, τον Παύλο Φύσσα και τον Σαχζάτ Λουκμάν, αλλά σκόπιμα αποσιωπά τις παραπάνω περιπτώσεις. Μάλιστα όταν αποφασίζει να μιλήσει δεν το κάνει για καλό, μην διστάζοντας να αναφερθεί, όσον αφορά τους Ισαάκ και Σολωμού, σε θύματα… του δικού τους εθνικισμού!

Μια αριστερά που διαμαρτύρεται έντονα (και πάλι ορθά) για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, των ιθαγενών Ζαπατίστας, των Κούρδων, αλλά όταν πρόκειται για τα δικαιώματα των Κυπρίων και των μειονοτικών Ελλήνων της Αλβανίας τηρεί μια υποκριτική και ύποπτη σιωπή. Να σημειωθεί πως η σημερινή αριστερά είναι απόγονος εκείνης της παλιάς, η οποία πρωτοστάτησε στα συλλαλητήρια για την Κύπρο το 1956, που πνίγηκαν στο αίμα από τον «εθνάρχη» Καραμανλή (ο ίδιος Καραμανλής 18 χρόνια αργότερα θα έλεγε πως η Κύπρος κείται μακράν).

Δυστυχώς τα στερνά δεν τιμούν πάντα τα πρώτα, και πλέον δεν χρειάζεται να έχουμε και τέτοιες απαιτήσεις από έναν χώρο που έχει μεταλλαχθεί σε τέτοιο βαθμό σε δύναμη συντηρητική και καθεστωτική, ώστε δεν χωράνε πλέον αυταπάτες για οποιαδήποτε δυνατότητα αλλαγής του. Μένοντας όμως πιστοί στις αρχέγονες εκείνες έννοιες που χαρακτήριζαν κάποτε την αριστερά, με πρώτη και κύρια την έννοια της Ελευθερίας και του αγώνα για την επίτευξη της, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη μάχη για τη διασφάλισή της, όπως και την υποστήριξη σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε κοινότητα που μάχεται για την επιβίωση απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις, ας δηλώσουμε πως όχι μόνο δεν ξεχνάμε τους τρεις αθάνατους νεκρούς μας, αλλά ξεκινάμε από σήμερα κιόλας να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να τους ξαναθυμίσουμε πάλι σε όλους: αυτούς, τη θυσία τους και τους λόγους που τη συνόδευαν. Το χρωστάμε στη μνήμη τους, στις οικογένειές τους και στις ιδέες για τις οποίες έδωσαν τη ζωή τους.

Τάσος Ισαάκ, Σολωμός Σολωμού, Αριστοτέλης Γκούμας: ΠΑΡΟΝΤΕΣ!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!