Τέλη Σεπτέμβρη, το φθινόπωρο, επιτέλους, αχνοφαίνεται, πάντα μου άρεσε η ψυχρούλα, και επιστρέφω απ’ την Άρτα όπου βρέθηκα για δουλειά. Αρκετά πριν από το Αγρίνιο και ενώ οδηγώ χαλαρός και ανέμελος (η ποιότητα του δρόμου πάντα λειτουργεί χαλαρωτικά…) σταματώ σε έναν πάγκο απ’ αυτούς που πολλοί αγρότες στήνουν και πουλάνε τα προϊόντα τους.

Ήταν μικρός τούτος ο πάγκος. Φτωχικός, μίζερος, με κάτι καλαμιές για ίσκιο και μια παλιά κουρελού να προσποιείται την τέντα. Άνθρωπος πουθενά… Μόνο καμιά δεκαριά αβγά και 15-20 ζαβές ντομάτες περιμένουν αγοραστή. Ένα σκυλί που προσπαθεί να γαβγίσει χαλάει την ησυχία. Από το βάθος ακούγεται μια κουρασμένη φωνή: «Τώρα, τώρα, έρχουμει…».
Σέρνει τα βήματά του προς τη μεριά μου ένας τουλάχιστον 80χρονος παππούς. «Καλώς του πιδί», μου λέει. «Διάλιξεις, διάλιξεις απ’ του ιμπόρευμα», με ρωτάει. Την ερώτησή του συνοδεύει ένα άκρως αυτοσαρκαστικό χαμόγελο κι ένα ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού, εικόνα που αξίζει όσο 2.319 λέξεις.
«Τι κάνεις παππού;», τον ρωτάω και πλησιάζω προς τον πάγκο. «Τι να κάνου πιδάκι ’μ, προυσπαθώ κι ’γω να βάλου ένα χειράκ για να σώσουμει τ’ χώρα… Κι όχ(ι) μόνου ιγώ… Κι οι κότις βουηθούν, να ’νει καλά να γινουβουλούν…».
«Χαράς το κουράγιο σου», του λέω. «Ε, τι, δε βλεπ’ς του λουγά του Βενιζέλου πόσου τραγικά κι αληθινά τα λέει; Σπαράζει του φιλουκάρδι’μ… Είμαστει σι πόλεμου. Παλιά είχαμει τφέκια τώρα θα βάλουμει ό,τι έχ’ καθένας… Γω βάζου τσ’ κότις, του κήπου’μ, ό,τι πιρισσεύει απ’ τουν ΟυΓΑ που πληρώνει καλά κι τακτικά… Τι να κάνουμει, μέχρι να ιφαρμουστούν γι’ απουφάσεις τσ’ 21ης Ιούλ’ κι να λειτουργήσει κι του διαουλιμένου του ESM. Κάτσει μη πάθουμει τα καλά τσ’ Lehman Brothers».
«Θα μου δώσεις τ’ αβγά; Πόσα είναι και πόσο κάνουν;». Βγάζει μια παλιά σακούλα, τα τοποθετεί ένα-ένα προσεκτικά και μου λέει: «Είνει 12, άρα έξι ευρώ… Ουλόφρισκα είνει, ακόμα αχνίζουν…». Δίνω τα έξι ευρώ, του λέω γεια χαρά και γυρίζω να φύγω. «Πού πας, ένα λιπτό», φωνάζει και σκύβει με δυσκολία κάτω απ’ τον πάγκο, βγάζοντας ένα μηχάνημα, όπως αυτά από τα οποία περνάνε τις πιστωτικές κάρτες.
«Φέρει τ’ φουρουκάρτας να τα’ χτυπήσου… Γω δεν έχου πρόβλημα, για σένα του λέου. Δεν άκσεις τουν Βενιζέλου; Θα πας να καν’ς φουρουλουγική δήλουση κι πώς θα δικιουλογουθείς; Θα έχ’ς, ας πούμει, εισόδημα 80.000 ευρώ, βλέπου του αυτουκίνητου που ουδηγάς κι βάζου πουλλά, κι θα πρεπ’ να έχ’ς παραστατικά για του 60%. Δηλαδή, για τσ’ 48.000. Ουπότι, για αυτά τα 6 ευρώ τι θα πεις; Θα βρεθείς ικτιθειμένους σ’ τρόικα κι συ κι η χώρα. Κρίμα δεν είνει να ’χουμει πάλι τριχάματα ή -ακόμα χειρότιρα- να πτουχεύσουμει για έξι ευρώ;»

Ο οδοιπόρος

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!