Μια σειρά σημαντικών εξελίξεων των τελευταίων ημερών αποκαλύπτουν με ανάγλυφο τρόπο τα μεγάλα, στρατηγικά διλήμματα των ΗΠΑ –και ευρύτερα της Δύσης– μπροστά στα πολλαπλά και διευρυνόμενα ανοιχτά μέτωπα αντιπαράθεσής τους με τη Ρωσία, την Κίνα, αλλά και μεγάλο μέρος του υπόλοιπου πλανήτη. Η διαχείριση των τριών μεγάλων μετώπων από πλευράς ΗΠΑ / Δύσης και η συνέχιση της ταυτόχρονης χρηματοδότησής τους (του πολέμου με τη Ρωσία στην Ουκρανία, των πολέμων του Ισραήλ με όποιον του αντιστέκεται στη Μ. Ανατολή, και της ζώνης αντιπαράθεσης με την Κίνα στον Ινδοειρηνικό με αιχμή την Ταϊβάν) γίνεται όλο και πιο δύσκολη και αβέβαιη υπόθεση. Έχει δυσβάστακτο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος, που δοκιμάζει τα όρια των δυνατοτήτων και τη συνοχή όλου του Δυτικού μπλοκ.
Πριν δούμε τις εξελίξεις, είναι χρήσιμες δύο παρατηρήσεις: Πρώτα απ’ όλα, οι εστίες αντιπαράθεσης συνδέονται μεταξύ τους, αλληλοδιεγείρονται και γίνονται συνολικά αντικείμενο χειρισμών, αντιπαράθεσης και διαπραγματεύσεων (φανερών και κρυφών) ανάμεσα στις διάφορες πλευρές. Μέσα σ’ αυτό το τοπίο πληθαίνουν οι περιφερειακές δυνάμεις που παίζουν «ενδιάμεσους» ρόλους – ανάμεσά τους η Σ. Αραβία και οι μοναρχίες του Κόλπου, η Ινδία, το Πακιστάν και βεβαίως η Τουρκία. Κατά δεύτερον, εκτός από την αντιπαλότητα με τις δυνάμεις της Ευρασίας και τον ευρύτερο χώρο των BRICS, πολλές από τις κινήσεις των ΗΠΑ πρέπει να αποδοθούν στην επιδίωξή τους να διατηρήσουν το μάντρωμα των συμμάχων τους. Ως προς αυτό το τελευταίο, όλο και περισσότερο θολώνουν οι γραμμές εντός Δύσης. Ούτε η Αμερική είναι συμπαγής και ενιαία, ούτε ακόμη περισσότερο η «Ευρώπη». Οι ανακατανομές ισχύος που συντελούνται διαπερνούν εγκάρσια Αμερική και Ευρώπη, και είναι ένα από τα πιο δυσανάγνωστα χαρακτηριστικά της σημερινής κατάστασης.
Πέρασε το πακέτο για Ουκρανία, Ισραήλ, Ταϊβάν
Ξεκόλλησε «αιφνιδίως» η χρηματοδότηση της Ουκρανίας, η οποία εδώ και αρκετούς μήνες συναντούσε την άρνηση της Ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας που ελέγχει τη Βουλή των Αντιπροσώπων του αμερικανικού Κογκρέσου. Παρά το ότι οι Ρεπουμπλικάνοι εμφανίστηκαν διασπασμένοι (101 υπέρ – 112 κατά), είναι αξιοσημείωτη η κάμψη των αντιρρήσεων Τραμπ, που μέχρι πριν λίγο διακήρυσσε ότι θα έληγε τη σύγκρουση στην Ουκρανία «μέσα σε λίγες μέρες». Η στροφή είναι σημαντική, δείχνοντας ότι η ισχύς του «κόμματος του πολέμου με τη Ρωσία» έχει γερό πόδι και στα δύο στρατόπεδα της εσωτερικής αμερικανικής διελκυστίνδας, και οι συνέπειές της δεν αποκλείεται καθόλου να βαρύνουν στις προεδρικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου – ενδεχομένως δίνοντας και «πρωτότυπες λύσεις» που αυτή τη στιγμή δεν είναι ορατές. Εδώ είναι χρήσιμο να πούμε το εξής: οι αντιρρήσεις εξακολούθησης της χρηματοδότησης της Ουκρανίας έχουν να κάνουν τόσο με τα αδιέξοδα του πολέμου εκεί, και του ανεπίτευκτου του στόχου μιας «νίκης επί της Ρωσίας», όσο και κυρίως με ένα μεγάλο, άλυτο στρατηγικό δίλημμα (και τις πολλές του συνεπαγωγές ως προς την οργάνωση συμμαχιών και οριοθετήσεων) που ταράζει τις πολιτικές ελίτ των ΗΠΑ και της Δύσης ευρύτερα. Δηλαδή, να δοθεί προτεραιότητα στην οργάνωση της σύγκρουσης με την ανερχόμενη Κίνα, ή η αντιπαράθεση είναι αναπόφευκτο να γίνει ταυτόχρονα και με Κίνα και με Ρωσία;
Όλο και περισσότερο θολώνουν οι γραμμές εντός Δύσης. Ούτε η Αμερική είναι συμπαγής και ενιαία, ούτε ακόμη περισσότερο η «Ευρώπη». Οι ανακατανομές ισχύος που συντελούνται διαπερνούν εγκάρσια Αμερική και Ευρώπη, και είναι ένα από τα πιο δυσανάγνωστα χαρακτηριστικά της σημερινής κατάστασης
Τα όλο και πιο ορατά προβλήματα –οι προειδοποιητικές καμπάνες που ηχούν για τη σταθερότητα του δολαρίου– στη μέχρι πρότινος απρόσκοπτη χρηματοδότηση των δαπανών των ΗΠΑ (με τον συνεχή υποχρεωτικό δανεισμό τους απ’ όλο τον πλανήτη) είναι ουσιώδης παράγοντας, που ενισχύει τις φωνές για πάγωμα και συμμάζεμα της ουκρανικής σύγκρουσης. Στην αντίθετη κατεύθυνση ωθεί η επαπειλούμενη πλέον ανεξέλεγκτη κατάρρευση του καθεστώτος Ζελένσκι, μαζί με τους πονοκεφάλους που έχει φέρει το άνοιγμα δεύτερης μεγάλης εστίας στη Μ. Ανατολή, όπου οι ΗΠΑ ασθμαίνουν προσπαθώντας να αποδείξουν «προς όλους» ότι εξακολουθούν να ελέγχουν τη συνολική κατεύθυνση των πραγμάτων. Σχετικά μ’ αυτά, το μήνυμα που επείγονται να περάσουν είναι η επιβεβαίωση της δέσμευσής τους για κάλυψη όλων των στρατηγικών προϋποθέσεων της παγκόσμιας ηγεμονίας τους. Το ενιαίο –καθόλου τυχαία ενιαίο– πακέτο 95 δισεκατομμυρίων δολαρίων (Ουκρανία 61 δισ., Ισραήλ 26,38 δισ., Ταϊβάν 8,12 δισ.) αποκαλύπτει εύρος προτεραιοτήτων και όρια κάλυψής τους. Με την «επίδειξη αποφασιστικότητας» να μην αφορά μόνο τους αντιπάλους, αλλά και ιδιαιτέρως τους «ημετέρους» G7.
Η περίπτωση Ισραήλ έχει για τις ΗΠΑ τα δικά της ζόρια. Αφενός το κόστος χρηματοδότησης των πολέμων του Ισραήλ, και μάλιστα μπροστά στο ενδεχόμενο ανοίγματος μετώπου με το Ιράν, είναι τεράστιο, και δεν θα αργήσει να θέσει ζητήματα βιωσιμότητάς του. Μόνο για την περιβόητη αναχαίτιση της «μετρημένης» πυραυλικής ιρανικής επίθεσης υπολογίζεται ότι ξοδεύτηκαν 1,3 δισ. δολάρια μέσα σε μερικές ώρες. Αφετέρου, η υποστήριξη της γενοκτονικής, φασιστικού ήθους πολιτικής του σιωνιστικού κράτους, που απροκάλυπτα επιδιώκει την εξάλειψη των Παλαιστινίων στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη, έχει βαρύτατο πολιτικό-ηθικό κόστος για τους Δημοκρατικούς και τη διοίκηση Μπάιντεν. Οι διακριτές αν και περιορισμένες αρνήσεις βουλευτών (37 Δημοκρατικών και 21 Ρεπουμπλικάνων) να υπερψηφίσουν το πακέτο για το Ισραήλ αποτυπώνουν το τι παίζεται – ειδικά για τους Δημοκρατικούς: «Μπρός το βαθύ» των οργανικών εξαρτήσεων όλου του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ από το ισραηλινό-σιωνιστικό λόμπι, «πίσω το ρέμα» του πολιτικού κόστους που μπορεί «να κρίνει εκλογές», και δείχνει να παίρνει ευρύτερες διαστάσεις με την έκρηξη των αντιδράσεων στα μεγάλα αμερικανικά πανεπιστήμια.
Οι ΗΠΑ σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση με Κίνα
Οι ΗΠΑ δίνουν μηνύματα ότι έχουν τεθεί σε τροχιά κλιμακούμενης αντιπαράθεσης με την Κίνα. Τα τελευταία ταξίδια εκεί, της υπουργού Οικονομικών Τζ. Γέλεν και του ΥΠΕΞ Μπλίνκεν δίνουν ανάγλυφα το βάθος των ανεπίλυτων αντιφάσεων των αμερικανοκινεζικών σχέσεων. Από τη μια αμερικανικές αξιώσεις, η ικανοποίηση των οποίων θα ισοδυναμούσε με ουσιαστική κινεζική συνθηκολόγηση: Για εθελούσια αποποίηση(!) του κινεζικού «πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμισμού» (overcapacity) από την Γέλεν, όπου έρχεται να προστεθεί η αξίωση από τον Μπλίνκεν για διακοπή σχέσεων της Κίνας με τη Ρωσία(!) και για ταυτόχρονη αποδοχή της αυξανόμενης αμερικανικής χρηματοδότησης του εξοπλισμού της Ταϊβάν. Επ’ απειλή γενικευμένων κυρώσεων και αποκλεισμού κινεζικών τραπεζών από τα δυτικά συστήματα πληρωμών. Από την άλλη μεριά, δηλώσεις από πλευράς ΗΠΑ (και Γερμανίας) ότι δεν είναι νοητή η αποσύμπλεξη από την Κίνα(!) και ότι είναι απαραίτητη η διατήρηση «μιας εταιρικής σχέσης μεταξύ στρατηγικών ανταγωνιστών» (Γέλεν αλλά και Σολτς σε άλλο επίπεδο). Ο οικονομικός πόλεμος Κίνας-ΗΠΑ έχει κατά τα φαινόμενα δρομολογηθεί, και έχει πολλαπλά μέτωπα. Μεταξύ τους η αδυσώπητη πάλη γύρω από τα παγκόσμια συστήματα πληρωμών, θέμα με πολλές πτυχές που θα επηρεάσει καθοριστικά τις εξελίξεις και τους συσχετισμούς δυνάμεων σε παγκόσμια και τοπική κλίμακα. Η Κίνα από την πλευρά της δίνει μηνύματα ότι προετοιμάζεται αναλόγως, με πληροφορίες να τη θέλουν να προβαίνει σε μεγάλες αγορές χρυσού και να αποθεματοποιεί στρατηγικές πρώτες ύλες.
Ευρώπη: Στρατιωτικοποίηση και πολλαπλά ρήγματα
Η γραμμή των εξελίξεων δείχνει τη δυναμική που αναπτύσσεται:
Ταξίδι Σολτς στην Κίνα. Η Γερμανία εσωτερικεύει τις εντεινόμενες πιέσεις των ΗΠΑ, που παρεμβάλλουν όλο και πιο ανυπέρβλητα εμπόδια στις σχέσεις με την Κίνα. Μετά την επιβολή διακοπής των σχέσεων με τη Ρωσία, μια αντίστοιχη με την Κίνα θα κοντύνει αποφασιστικά τη Γερμανία και τα όρια του όποιου αυτοτελούς της ρόλου στην παγκόσμια σκηνή. Η γερμανική κυβέρνηση είναι βαθιά διασπασμένη, με τους δύο εταίρους της –τους «Πράσινους» και τους «Φιλελεύθερους»– απόλυτα στοιχισμένους με την Ουάσινγκτον, και με τον Σολτς να επιχειρεί από θέσεις εμφανούς αδυναμίας να συσπειρώσει τα ζωτικά συμφέροντα που έχουν με την Κίνα συγκεκριμένοι γερμανικοί όμιλοι (αυτοκινητοβιομηχανία και χημική βιομηχανία).
Σ’ ένα άλλο επίπεδο, προβάλλεται τώρα με ζήλο η ιδέα της «ενιαίας ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας». Επίκεντρο ένας άτυπος γαλλο-ιταλικός άξονας. Η εμφατικά, τις τελευταίες μέρες, προβαλλόμενη έκθεση του κεντροαριστερού πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας, Ενρίκο Λέτα, για την ανάγκη «ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς σε στρατηγικούς τομείς – τεχνολογίες και εξοπλισμοί», και οι πρόσφατες δηλώσεις Μακρόν ότι η ολοκλήρωση της Ευρώπης είναι όρος ύπαρξής της, συνοψίζουν τη γραμμή. Στο ίδιο πλαίσιο έρχεται στη δημοσιότητα η σύμπλευση Μακρόν-Μελόνι για προώθηση του Ντράγκι στην προεδρία της Κομισιόν (σε ρόλο σωτήρα της Ευρώπης!) σαν αντίπαλο δέος στην Φον Ντερ Λάιεν. Βεβαίως, πέραν των ρητορειών και των «ριζοσπαστικών ιδεών» περί ευρωπαϊκού ομολόγου (με αποφυγή κάθε αναφοράς στο από πού άραγε θα αντληθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια, πέραν του απόλυτου αμερικανικού ελέγχου), γίνονται εμφανέστερες οι μεγάλες γραμμές αντιπαράθεσης που μάλλον πάνε να εξελιχθούν σε μόνιμα ρήγματα εντός «Ευρώπης»: Ένας γαλλο-ιταλικός αβέβαιος άξονας απέναντι στο γερμανικό / ευρωατλαντικό μπλοκ, και τα δύο αυτά απέναντι σε μεγάλο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία, Βαλτικές χώρες) που διατηρεί άμεση σύνδεση με τις ΗΠΑ, με ενδιάμεσο κουμανταδόρο τη Βρετανία.
Το κλίμα πολέμου απέναντι σε Ρωσία και Κίνα προωθείται συστηματικά. Ιδιαίτερα εν όψει ευρωεκλογών, με την προσπάθεια επιβολής εξοστρακισμού οποιασδήποτε αντίδρασης μπορεί να προκύψει απέναντι στη στρατιωτικοποίηση / περιχαράκωση μιας Ευρώπης-βραχίονα των πολέμων των ΗΠΑ. Για το τι έπεται, προϊδεάζει εκτός των άλλων η πρόσφατη ενεργοποίηση της κλασικής φάμπρικας της «κατασκοπείας» με την «αιφνίδια» αποκάλυψη των σχέσεων με την Κίνα(!) συμβούλου γερμανού ευρωβουλευτή της AfD.