Νέα επεισόδια προστίθενται στη συνεχιζόμενη παγκόσμια κρίση
του Παύλου Δερμενάκη
Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη χρηματιστική οικονομία μία από τις σημαντικότερες, αν όχι η σημαντικότερη απόφαση που λαμβάνεται σχετίζεται με το ύψος των επιτοκίων των νομισμάτων που έχουν παγκόσμια χρήση. Τα νομίσματα αυτά, κατά σειρά σπουδαιότητας, με κριτήριο την παγκόσμια χρήση τους ως αποθεματικά νομίσματα, είναι το δολάριο ΗΠΑ 41,72%, το ευρώ 30,93%, το κινέζικο γιουάν 10,92%, το γιέν 8,33% και η αγγλική λίρα 8,09%.
Η χρηματοπιστωτική κρίση 2007-2008 των ΗΠΑ που εξαπλώθηκε, σε σημαντικό βαθμό, στις αναπτυγμένες χρηματιστικές οικονομίες της Δύσης είχε ως μία από τις συνέπειες τα χαμηλά ή ακόμα και αρνητικά επιτόκια. Μετά από μία δεκαετία πολύ χαμηλών επιτοκίων στα δύο βασικά νομίσματα (δολάριο και ευρώ) η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται μπροστά στην αλλαγή πολιτικής στην πορεία των επιτοκίων. Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) ξεκίνησε την αύξηση από τον Δεκέμβρη του 2015, τάση η οποία με τις μέχρι τώρα ενδείξεις αναμένεται να επιταχυνθεί το 2017. Ήδη προχθές προχώρησε στην τρίτη αύξηση από το 2015 κατά 0,25% και αναμένονται άλλες 2-3 αυξήσεις εντός του 2017, που σημαίνουν πρακτικά +0,50% ή +0,75% ακόμα, για τα επιτόκια του δολαρίου.
Παράλληλα τα νεότερα σενάρια που κυκλοφορούν για την ευρωζώνη οδηγούν στο συμπέρασμα ότι από τις αρχές του 2018 θα πρέπει να αναμένεται έναρξη αύξησης των επιτοκίων και από την ΕΚΤ.
Η αύξηση των επιτοκίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μικρής σημασίας γεγονός για την παγκόσμια οικονομία. Αντίθετα θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα και ανακατατάξεις που θα απαιτήσουν χρόνο μέχρι να αφομοιωθούν. Λόγω δε του δυσθεώρητου ύψους των διαφόρων μεγεθών των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης των παραγώγων προϊόντων, μπορεί να οδηγήσουν σε εξάρσεις προβλημάτων ή ακόμα και σε έντονα φαινόμενα κρίσης.
Λίγα μόνο νούμερα αρκούν για να γίνει κατανοητό το μέγεθος των κινδύνων. Το σύνολο του παγκόσμιου χρέους έχει ξεπεράσει τα 220 τρισ. δολάρια στο τέλος του 2016. Με την υπόθεση ότι το μισό τουλάχιστον από αυτό είναι εκφρασμένο σε δολάρια η αύξηση του επιτοκίου κατά 1% θα έχει σαν συνέπεια την αύξηση των τόκων κατά 1 τρισ. δολάρια ή σε ποσοστό επί του παγκόσμιου ΑΕΠ 1,35%. Πρακτικά αυτό θα σημαίνει, ιδιαίτερα για τις αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού τους σε δολάρια, μείωση των πόρων για παγκόσμια ανάπτυξη προκειμένου να εξοφληθούν τα δάνεια.
Όμως η τροχοπέδη στην ανάπτυξη δεν σταματά εδώ καθώς η άνοδος των επιτοκίων συνοδεύεται και από την αύξηση της ισοτιμίας του δολαρίου έναντι των άλλων νομισμάτων. Για να έχουμε μία ένδειξη χρησιμοποιώ ως νόμισμα σύγκρισης το ευρώ, που η σχέση του με το δολάριο στην περίοδο 2015 έως σήμερα επηρεάζεται βασικά από τις προσδοκίες για την πορεία των επιτοκίων και όχι από άλλους παράγοντες πολιτικοκοινωνικούς όπως συμβαίνει με τις αναπτυγμένες χώρες, γεγονός που επιτείνει την υποτίμηση των νομισμάτων τους. Η υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου στο διάστημα από 30/6/2015, όταν ξεκίνησαν οι σοβαρές συζητήσεις και οι προσδοκίες για άνοδο των επιτοκίων στις ΗΠΑ έως 15/3/2017 είναι -5,58%. Με δεδομένη αυτή τη μεταβολή μπορούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος του προβλήματος που αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες θα πρέπει να αγοράζουν δολάρια σε πολύ υψηλότερες τιμές συγκριτικά με την ιστορική, κατά το άμεσο παρελθόν, αξία του νομίσματος τους.
Συνεπώς η άνοδος του επιτοκίου για το δολάριο υπονομεύει συνολικά τους ρυθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας με κύριο στοιχείο την επιδείνωση της κατάστασης στον αναπτυσσόμενο κόσμο, που στην παρούσα περίοδο αποτελεί την «ατμομηχανή» της παγκόσμιας ανάπτυξης. Το ενδεχόμενο να επιδράσει σε αντίστοιχο βαθμό αρνητικά στις ΗΠΑ δεν πρέπει να θεωρείται λογικό, καθώς υπάρχουν μια σειρά «εργαλεία» που θα προειδοποιήσουν για μια ενδεχόμενη τέτοια επιβράδυνση, ώστε να ληφθούν αντίρροπα μέτρα. Παράλληλα οι ΗΠΑ είναι οι πρώτοι διδάξαντες την άμεση αντιμετώπιση προβλημάτων χρέους με την εκτύπωση χρήματος που δεν τους κοστίζει ουσιαστικά τίποτα.
Για την ευρωζώνη χρειάζεται να ξεκινήσουν να ανησυχούν όσοι επαναπαύτηκαν τα τελευταία χρόνια στα χαμηλά επιτόκια. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα το πρόβλημα θα αποδειχθεί ακανθώδες, καθώς σχεδιάζει να βγει στις αγορές, για την αναχρηματοδότηση του χρέους τους, την περίοδο που ενδεχόμενα θα ξεκινήσει η διαδικασία αύξησης των επιτοκίων για το ευρώ. Στο τέλος 2016 το δημόσιο χρέος ήταν στα 326,6 δισ. ευρώ. Η αύξηση των επιτοκίων κατά 1% για το 1/3 αυτού του χρέους (το υπόλοιπο θα παραμένει για αρκετά χρόνια διακρατικό με σταθερό επιτόκιο) σημαίνει επιβάρυνση πάνω από 1 δισ. ευρώ η σε ποσοστό 0,6% του ΑΕΠ, με τις αρνητικές συνέπειες για την οποιαδήποτε ανάπτυξη προφανείς.