Επιμέλεια: Γιάννης Σχίζας
Σε μια ασυνήθιστη παρουσίαση μπροστά σε δημοσιογράφους, ο Τόμας Μίτζλεϊ Τζούνιορ άνοιξε μια φιάλη και εισέπνευσε βαθιά τις αναθυμιάσεις.
«Θα μπορούσα να το κάνω κάθε μέρα χωρίς κανένα πρόβλημα υγείας» διαβεβαίωσε το ακροατήριο. Λίγο αργότερα, ο Μίτζλεϊ αρρώστησε από δηλητηρίαση με μόλυβδο. Οι συνέπειες, όμως, δεν αφορούσαν μόνο τη δική του υγεία.
Ήταν τον Οκτώβριο του 1924 όταν ο Μίτζλεϊ, χημικός μηχανικός που τότε εργαζόταν στην General Motors, οργάνωσε τη συνέντευξη Τύπου για να προωθήσει την τελευταία του εφεύρεση: ένα βελτιωτικό καύσης που ονομαζόταν τετρααιθυλιούχος μόλυβδος.
Η προσθήκη του στη βενζίνη αντιμετώπιζε το πρόβλημα της πρόωρης ανάφλεξης καυσίμου που προκαλούσε θόρυβο και φθορές στους κινητήρες των αυτοκινήτων.
Ως αποτέλεσμα, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο εκτέθηκαν σε μόλυβδο, ένα άκρως δηλητηριώδες μέταλλο, ειδικά για το νευρικό σύστημα των παιδιών, στα οποία μπορεί να προκαλέσει νοητική υστέρηση και συμπεριφορικές διαταραχές.
Ο εφευρέτης ξαναχτύπησε λίγα χρόνια αργότερα όταν ανακάλυψε ότι μια ομάδα ουσιών που ονομάζονται χλωροφθοράνθρακες (CFC) ήταν ιδανικό υποκατάστατο για τα εύφλεκτα ψυκτικά αέρια που χρησιμοποιούνταν στα ψυγεία της εποχής.
Πέρασαν δεκαετίες μέχρι να γίνει αντιληπτό ότι οι CFC καταστρέφουν το στρώμα του όζοντος. Παρά την απαγόρευσή τους με τη Συνθήκη του Μόντρεαλ το 1987, η λεγόμενη τρύπα του όζοντος χρειάζεται αρκετές ακόμα δεκαετίες μέχρι να επουλωθεί.
Πώς έμοιαζαν οι αινιγματικοί Ντενίσοβαν
Από το 2010, όταν το πρώτο απολίθωμα του είδους ανακαλύφθηκε σε μια σπηλιά της Σιβηρίας, οι ανθρωπολόγοι αναρωτώνται πώς μπορεί να έμοιαζαν οι Ντενίσοβαν, αυτοί οι αινιγματικοί συγγενείς των Νεάντερταλ και των σύγχρονων ανθρώπων.
Τώρα, η επανεξέταση ενός απολιθωμένου κρανίου 146.000 ετών από το Χαρμπίν της Κίνας προσφέρει την απάντηση: είχαν εγκέφαλο στο μέγεθος του δικού μας εγκεφάλου, διογκωμένα υπερόφρυα τόξα, πλατιά μύτη και μεγάλα μάτια.
Δύο νέες μελέτες που δημοσιεύονται στα περιοδικά Science και Cell εξετάζουν ένα σχεδόν πλήρως κρανίο που είχε περιγραφεί το 2021 από την ομάδα του Τσιάνγκ Ζι, παλαιοντολόγου του Πανεπιστημίου του Χεμπέι στην Κίνα, ο οποίος το είχε αποκτήσει από έναν άνδρα που παραμένει ανώνυμος.
Το 2021, ο Ζι και οι συνεργάτες ανέφεραν σε μελέτη τους ότι το απολίθωμα ανήκε σε ένα άγνωστο ως τότε είδος αρχαϊκού ανθρώπου, τον οποίο ονόμασαν Homo longi.
Τώρα, ο Ζι συνυπογράφει τις δύο μελέτες που ανατρέπουν την εικόνα. Η ερευνητική ομάδα δεν κατάφερε να απομονώσει DNA από το ίδιο το απολίθωμα, ανέκτησε όμως γενετικό υλικό από μια μικρή ποσότητα πέτρας που παρέμενε κολλημένη στο μοναδικό σωζόμενο δόντι του κρανίου. Σκληρή σαν βράχος, η οδοντική πέτρα βοήθησε στη διατήρηση του DNA.
Και η αλληλουχία ταιριάζει με το DNA που είχε απομονωθεί από άλλα απολιθώματα Ντενίσοβαν στην Ασία, αναφέρουν οι ερευνητές στο Cell.
Ακόμα, η ομάδα κατάφερε να απομονώσει πρωτεΐνες του κρανίου: είναι ίδιες με αυτές που είχαν βρεθεί άλλα σε απολιθώματα Ντενίσοβαν. Τα ευρήματα της πρωτεϊνικής ανάλυσης δημοσιεύονται στο Science.
Γενετικές αναλύσεις υποδεικνύουν ότι οι Ντενίσοβαν διαχωρίστηκαν από τους Νεάντερταλ πριν από περίπου 400.000 χρόνια και επέζησαν τουλάχιστον μέχρι τα 40.000 χρόνια πριν, όπως μαρτυρούν απολιθώματα στο Λάος. Το είδος είχε επεκταθεί σε όλη την Ασία, από τη Σιβηρία μέχρι την Ταϊβάν.
Ο Homo sapiensο, o oποίος εμφανίστηκε στην Αφρική πριν από περίπου 300.000 χρόνια, διασταυρώθηκε τόσο με τους Νεάντερταλ όσο και με τους Ντενίσοβαν όταν επεκτάθηκε στην Ευρασία.
Πρόβλεψη σεισμών: Ελληνίδα ερευνήτρια και η ομάδα της προτείνουν μία νέα μέθοδο
Διεθνής επιστημονική μελέτη με επικεφαλής ερευνήτρια του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, προτείνει μία νέα προσέγγιση στον υπολογισμό πρόβλεψης πιθανότητας σεισμών ενώ αναλύει την επαναληψιμότητά μεγασεισμών (Μ>6) σε ενεργά ρήγματα παγκοσμίως.
Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κύρια ερευνήτρια του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και επικεφαλής της ερευνητικής προσπάθειας, Δρ Βασιλική Μουσλοπούλου, εξετάζεται ουσιαστικά η «σεισμική ωριμότητα» πολλών ενεργών σεισμικών ρηγμάτων παγκοσμίως κι επιδιώκεται η κατανόηση της μελλοντικής συμπεριφοράς τους, όχι όμως για να «προβλέψει» τον επόμενο μεγάλο σεισμό (αυτό είναι αδύνατον), αλλά για να συμβάλει στο να δημιουργηθούν πιο αξιόπιστα μοντέλα πρόβλεψης σεισμικού κινδύνου παγκοσμίως. Σύμφωνα με την ερευνήτρια, οι γεωσεισμολόγοι (earthquake geologists) γνωρίζουν ότι οι σεισμοί παράγονται από θραύση πετρωμάτων κατά μήκος ενεργών ρηγμάτων. Οι μεγαλύτεροι από αυτούς (μέγεθος >6) διαρρηγνύουν την επιφάνεια του εδάφους, αφήνοντας το αποτύπωμά τους στο ανάγλυφο.
Το αποτύπωμα αυτό, όπως τονίζει η Δρ. Μουσλοπούλου, δύναται να μελετηθεί και να μας δώσει χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος και την ηλικία των ισχυρών προϊστορικών σεισμών που φιλοξενήθηκαν από ένα συγκεκριμένο ρήγμα, δηλαδή, τη σεισμική ιστορία του ρήγματος. «Το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών ισχυρών σεισμών σε ένα ρήγμα αντιστοιχεί σε έναν σεισμικό κύκλο, ενώ η συχνότητα των ισχυρών σεισμών (σεισμικών κύκλων) στο συγκεκριμένο ρήγμα, ονομάζεται “ρυθμός επανάληψης”. Αυτές οι δύο παράμετροι βρίσκονται στην καρδιά της ανάλυσής μας. Γνωρίζοντας πότε συνέβη ο τελευταίος ισχυρός σεισμός σε ένα ρήγμα, και τη μέση διάρκεια του σεισμικού του κύκλου, έχουμε κάποια ένδειξη για το πότε ενδέχεται να συμβεί ο επόμενος μεγάλος σεισμός», υπογραμμίζει.
Σύμφωνα με την κυρία Μουσλοπούλου, «για να κατανοήσουμε καλύτερα τη μελλοντική συμπεριφορά των ρηγμάτων παγκοσμίως και να δημιουργήσουμε πιο αξιόπιστα μοντέλα πρόβλεψης σεισμικού κινδύνου, προτείνουμε ότι οι επιστήμονες θα πρέπει να εξετάζουν το χρονικό διάστημα ανάμεσα στον προτελευταίο και στον τελευταίο μεγάλο σεισμό ανά ρήγμα –δηλαδή έναν πλήρη σεισμικό κύκλο στη ζωή του ρήγματος– αντί να βασίζονται μόνο στον χρόνο που έχει περάσει από τον πιο πρόσφατο ισχυρό σεισμό, όπως γίνεται τώρα. Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζει πιο πιστά τα μοτίβα σεισμικής δραστηριότητας που παρατηρούμε στα ρήγματα σε πολλές διαφορετικές περιοχές του κόσμου – με εξαίρεση την Καλιφόρνια».
Όσον αφορά την Ελλάδα, η έρευνα δείχνει ότι, αν και τα παλαιοσεισμολογικά δεδομένα στη χώρα μας είναι λιγοστά και εστιάζουν κυρίως σε ρήγματα που έδωσαν ισχυρούς σεισμούς πρόσφατα, είναι υπερπολύτιμα αφού συνέβαλαν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την επαναληψιμότητα των σεισμών παγκοσμίως.
«Η σεισμική συμπεριφορά των ρηγμάτων της Ελλάδος αναφορικά με την επαναληψιμότητα των ισχυρών προϊστορικών σεισμών, παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνα των ρηγμάτων στις υπόλοιπες περιοχές που μελετήθηκαν παγκοσμίως – με εξαίρεση την Καλιφόρνια. Διαπιστώσαμε, επίσης, ότι σχεδόν όλοι οι ισχυροί ιστορικοί σεισμοί στην Ελλάδα συνέβησαν (λίγο-πολύ) τότε που τους περιμέναμε – εννοώ εκ των υστέρων, κοιτώντας πίσω στον χρόνο και με βάση τη μέση διάρκεια του σεισμικού κύκλου του κάθε ρήγματος που έσπασε. Παράλληλα, παρατηρήσαμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ρηγμάτων στην Ελλάδα για τα οποία έχουμε αρχεία προϊστορικών σεισμών, είναι εκείνα που έχουν ήδη “σπάσει” πρόσφατα (στους ιστορικούς χρόνους)», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κυρία Μουσλοπούλου, ενώ προτρέπει την επιστημονική κοινότητα στην Ελλάδα να αποκωδικοποιήσει τη σεισμική ιστορία των ενεργών ρηγμάτων που δεν έχουν δώσει ισχυρούς σεισμούς στους ιστορικούς χρόνους, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να εντοπίσουμε εκείνα που είναι «ώριμα» (ή και «υπερώριμα») για θραύση στο κοντινό μέλλον.
«Αυτό αφήνει πολλά περιθώρια για βελτίωση αναφορικά με συλλογή προϊστορικών δεδομένων ισχυρών σεισμών στην Ελλάδα, που είναι ο μόνος δρόμος για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα ποια ρήγματα είναι κοντά σε θραύση και πόσο μεγάλοι θα είναι οι σεισμοί που θα γεννηθούν, καθώς όλα τα ρήγματα δεν δίνουν το ίδιο μεγάλους σεισμούς. Παρότι είμαστε μία από τις πιο πλούσιες σε ισχυρούς σεισμούς χώρες του κόσμου, ταυτόχρονα είμαστε και η χώρα με τις λιγότερες καταγραφές προϊστορικών σεισμών και τη σχετικά ελλιπή καταγραφή των ενεργών ρηγμάτων της πατρίδας μας», υπογραμμίζει η κυρία Μουσλοπούλου.
«Οι ασφαλιστικές εταιρίες υπολογίζουν αυτά τα ασφάλιστρα που πληρώνει ο κάθε ιδιώτης βάσει της σεισμικής επικινδυνότητας. Ο τρόπος που προτείνουμε θα φέρει κάποιες αλλαγές στον τρόπο που υπολογίζουμε τον σεισμικό κίνδυνο κάθε περιοχής, οπότε αυτό μετά τροφοδοτεί κάποια άλλα ζητήματα, όπως τους συντελεστές δόμησης που είναι ο αστικός σχεδιασμός», επισημαίνει.










































































