του Λαοκράτη Βάσση
Παρ’ ότι, κυρίως υπό το πρίσμα της Χρεοκοπίας, θα έπρεπε να είναι απολύτως φωτισμένος ο «βυθός» της Μεταπολίτευσης και η στρατηγική διάσταση του μεταπολιτευτικού «διπολισμού» (δικομματισμού), οπότε και η καθοριστικά αιτιώδης σχέση του με τη Χρεοκοπία, ακριβώς επειδή δεν είναι (όπως δείχνουν και οι …ενδεικτικής πολιτικής σημασίας Συριζικές «αναγνώσεις» της Μεταπολίτευσης: άρθρα των Αλέξη Τσίπρα στο Documento, 3/9/2017, και Χρ. Βερναρδάκη στη Νέα Σελίδα, 26/9/2017, με τις ρητές και υπόρρητες «σηματοδοτήσεις» τους!), θα προσπαθήσω να φωτίσω, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, τη μείζονα παραπλανητική διάσταση τόσο του μεταπολιτευτικού «διπολισμού» όσο και του προκύπτοντος εν τοις πράγμασι …νεο-διπολισμού.
Μεταπολιτευτικός «διπολισμός»
Ο μεταπολιτευτικός «διπολισμός» εκτυλίχτηκε επί του αρχιτεκτονημένου απ’ τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μεταπολιτευτικού στρατηγικού πλαισίου μιας νέας (τότε) για τα ελληνικά δεδομένα αστικής νομιμότητας. Επρόκειτο για βαθιά τομή στο πολιτικό μας σύστημα, την οποία η Αριστερά, βραχυκυκλωμένη στην ιστορικότητα της κρίσης της και καθηλωμένη παρελθοντοκεντρικά στον ιδεολογικό της «μικρόκοσμο», δεν μπόρεσε να αναγνώσει σωστά και να καταλάβει τον πραγματικό χαρακτήρα της δικομματικής διαχείρισης αυτής της νέας αστικής νομιμότητας. Οπότε και τον αντι-δικομματικό, έκτοτε, χαρακτήρα μιας επί της ουσίας αντιδεξιάς (αριστερής) πολιτικής. Ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου, κάνοντας παιγνίδι υψηλής πολιτικής τακτικής, προσχώρησε, ίσως και αμέσως μετά τις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές, στη στρατηγική αυτής της νέας αστικής νομιμότητας, επικαλύπτοντας την επιλογή του με περίσσειαν …αντιδεξιών ιαχών. Που ήταν και η παραπλανητική χρυσόσκονη, «πολιτικο/ιδεολογική παραπλάνηση» κατά Καράγιωργα, για να «δουλεύει» αυτή η στρατηγική και να καθηλώνεται η ευάλωτη και αυτο-ακυρούμενη (λόγω, κυρίως, του παρωχημένου και μετεμφυλιακής «αναφοράς» αντι-δεξιϊσμού της) Αριστερά στο περιθώριο της μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής. Όπερ και εγένετο. Με τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό, ως εφαρμοζόμενης πλέον και στην Ελλάδα αυτής της δοκιμασμένης στη Δύση διαχειριστικής στρατηγικής του αστισμού, να είναι και ένας πλασματικός «διπολισμός». Καθώς, η συχνά οξύτατη αντι-δεξιά «γλώσσα» του Ανδρέα μόνο πλασματικά και παραπλανητικά αντιστοιχούσε στην ουσιαστική αντίθεση «δεξιάς-αντιδεξιάς» στο μεταπολιτευτικό πολιτικό/κοινωνικό πλαίσιο ζωής. Αφού η στρατηγική νομιμότητά του στον βασικό πυρήνα των «ρυθμίσεων Καραμανλή» ήταν υποδειγματική (έστω κι αν παρασπόνδησε, με ακραίο παιγνίδι πολιτική …τακτικής, στην επανεκλογή του ως Προέδρου της Δημοκρατίας, αιφνιδιάζοντας τους πάντες με την πρόταση Σαρτζετάκη).
Όχι, βέβαια, πως η πολιτική ρητορεία του δεν αντιστοιχούσε καθόλου σε πτυχές αυτής της αντίθεσης, στο βάθος τους δευτερεύουσες, σχετικές και με τις βαριές κληρονομιές του «κράτους της Δεξιάς». Προφανώς και αντιστοιχούσε, όπως και στα λαϊκά αντιδεξιά αντανακλαστικά. Χωρίς, όμως, που είναι το πραγματικά αντιδεξιό κριτήριο, να μεταφραστεί αυτή η αντιστοίχιση και σε βαθιές εξορθολογιστικές τομές του πολιτικού μας συστήματος και της κοινωνίας μας. Οπότε και χωρίς η δημοκρατία επί της κοινωνίας των «ρυθμίσεων Καραμανλή», με τις …ασφαλιστικές δικλείδες «ελέγχου» της, να μετεξελιχθεί σε μια, καθ’ όλα, δημοκρατία της κοινωνίας. Που θα σήμαινε, ανατροπή της λογικής του «ελέγχου», που θέλει να υπάρχει η κοινωνία για το πολιτικό σύστημα και το κράτος και όχι το πολιτικό σύστημα και το κράτος για την κοινωνία. Κάτι τέτοιο, όμως, όχι μόνο δεν έγινε, αλλά, αυτή η λογική, «πρασινιζόμενη» και επιτεινόμενη, εξέθρεψε και φούντωσε όλες τις νοσηρότητες της Μεταπολίτευσης, με συμμετοχή και της «εκμαυλιζόμενης» κοινωνίας, σε αμφίδρομη σχέση με τη σταδιακή μετάπτωση της πολιτικής σε άγρια διαχειριστική νομή της εξουσίας. Για να οδηγηθούμε, μοιραία, στην τόσο οδυνηρή για τον τόπο μας Χρεοκοπία (Γ.Α.Π. – Καστελόριζο, 2010). Καθώς όλοι οι κατοπινοί κυβερνητικοί «κρίκοι» της αιτιότητάς της, πράσινοι και γαλάζιοι, με αρχή της καμπής τη δεύτερη τετραετία ΠΑΣΟΚ, όπου και «κυοφορήθηκε» η πολιτικής της κρίσιμης Σημιτικής περιόδου (με την κορύφωση της διαχειριστικής νομής!), επιδόθηκαν, ασύστολα ή αιδημόνως, στο μέγα πια άθλημα της νομής της εξουσίας.
Κι ούτε λόγο πως είναι τουλάχιστον μελαγχολική η …επιστροφή της Συριζικής (κυβερνώσας) Αριστεράς στα περί «αντιδεξιού χώρου» και «προοδευτικών δυνάμεων», κατά το παραπλανητικό πρότυπο της Μεταπολίτευσης. Που σημαίνει και «επιστροφή», αν ποτέ τις είχαμε αφήσει πίσω μας, στις νοσηρότητές της και συνακολούθως στην παγίωση των συνεπειών της Χρεοκοπίας (μακρά ευρώ/δυτική επικυριαρχία στον Τόπο μας!).
Κακέκτυπος νεο-διπολισμός
Ο τρέχων νέο …διπολισμός εκτυλίσσεται εντός του στρατηγικού πλαισίου της μετανεωτερικής υποτέλειας, όπως αυτό το «πλαίσιο» προέκυψε απ’ τη Χρεοκοπία και παγιώθηκε με τα τρία Μνημόνια και της μακροχρόνιες «ρήτρες» τους. Όπου, η δευτερεύουσα, υπ’ αυτά, αντίθεση της «δεξιάς» με την «αντιδεξιά» πολιτική, τον καθιστά κακέκτυπο διπολισμό (καρικατούρα). Που πολύ δύσκολα θα μπορέσει να επικαλύψει την κυρίαρχη αντίθεση επικυρίαρχων-επικυριαρχούμενων και το συνακόλουθο μέγα δίλημμα: εθνική αξιοπρέπεια ή ευρω/δυτική υποτέλεια. Όσο κι αν. πέραν της …ανδρεΐζουσας επικοινωνιακής «χρυσόσκονης», διευκολύνουν την επικάλυψη: το παρακμιακό κλίμα, η καλλιέργεια της «μνημονιακής ειμαρμένης», τα όποια υπόλοιπα απ’ τα παλιά αντιδεξιά αντανακλαστικά της κοινωνίας μας, αλλά και ο ίδιος ο ακραία νεοφιλελεύθερος –οπότε και νεοταξικά απορρυθμιστικός– Μητσοτακικός γόνος (μειοψηφικός ιδεολογικά ακόμα και στην ευρύτερη συντηρητική παράταξη).
Γι’ αυτό, με τη στρατηγική θηλιά της «επικυριαρχίας» στο λαιμό μας, είναι πολύ μελαγχολικές, αν μη συχνά και κωμικοτραγικές, οι σκιώδεις αντιπαραθέσεις Τσίπρα-Μητσοτάκη σε, υποτίθεται, «σοσιαλδημοκρατική» και «νεοφιλελεύθερη» βάση. Έστω κι αν, κυρίως υπό δύσκολες συνθήκες, είναι ανακουφιστικό για τις κοινωνικές πληγές ακόμα και το λίγο λαδάκι, όπως τα …επιδοματικά (κοινωνικά) μερίσματα του «σοσιαλδημοκρατικού καλοσαμαρειστισμού», στο πλαίσιο της γνωστής πολιτικής, κάθε άλλο παρά αριστερής, αναδιανομής της …φτώχειας. Χωρίς, προφανώς, για να μη χάνουμε το μέτρο, να είναι, ούτε καθ’ υποψίαν, και το φάρμακο που κλείνει τις μνημονιακές πληγές της κοινωνίας μας και του Τόπου μας.
Με τη γενικευμένη, μάλιστα, φτωχοποίηση του λαού μας, την υποθήκευση (για έναν αιώνα!) του πλούτου και του εθνικού μας μέλλοντος στην νεοαποικιακή ευρω/δυτική υπερεξουσία του τοκογλυφικού κεφαλαίου, προπαντός όμως με την απώλεια της εθνικής μας αυτεξουσιότητας, είναι πολύ στενά και τα περιθώρια για …αποδοτικά παραπλανητικά πολιτικά παίγνια με ψευδώνυμες αντιθέσεις. Στη λογική των οποίων πρωτίστως εντάσσεται και ο επίσης ψευδώνυμος νέο …διπολισμός, μαζί, για να υπηρετηθεί καλύτερα ο σκοπός του, και η εκτυλισσόμενη απόπειρα «επιστροφής» στα περί της …αντιδεξιάς πολιτικής και όλων των γνωστών περί «αντιδεξιού χώρου» της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Κι όλα αυτά, εννοείται, χωρίς αντιδεξιό βάθος, που είναι πάντοτε μεγάλο δημοκρατικό ζητούμενο, αλλά και προσπερνώντας στρουθοκαμηλικά τη Χρεοκοπία, σαν να μην …υπάρχει. Που αυτή είναι το αμείλικτο μέτρο όλων των μεταπολιτευτικών πολιτικών που την έφεραν, κυρίως των ηχηρών πολιτικών, με το κάλπικο, κατά το ταμείο της Ιστορίας, πράσινο νόμισμα, που είχε την όψη της «Αλλαγής» του Ανδρέα απ’ το ένα του μέρος και τον «Εκσυγχρονισμό», των πολλών …ανθέων, του Σημίτη απ’ το άλλο. Όπως είναι αμείλικτο μέτρο και των πολιτικών της ως τώρα άγονης οχταετούς διαχείρισής της, όπου, θέλουμε και πολύ πέραν των όποιων επικαλούμενων δικαιολογιών και προθέσεων. Με το, ανελαστικά, πάντοτε, αδυσώπητο δίλημμά της: εθνική αξιοπρέπεια ή διαχειριστική υποτέλεια, που διαπερνά επιμόνως την όλη λογική τούτου του κειμένου, να ορίζει και το μέγα πρόταγμα της κατεπειγόντως ζητούμενης εθνικής μας στρατηγικής. Που, για μια ακόμη φορά στη δύσκολη ιστορία μας, είναι η ανάκτηση της χαμένης εθνικής μας αυτεξουσιότητας και της συνακόλουθής της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Όπου πια, όχι όπως στις παλιές αποικίες, διεκπεραιώνουμε οι …ίδιοι τους όρους της (διά των διαμεσολαβητικών, όπως ξανασημείωσα, μεταξύ των Επικυρίαρχων και του λαού μας θεσμών αντιπροσώπευσής μας!). Με προεξάρχουσα σ’ αυτό το ρόλο όλη την ηγεσία του Τόπου μας, περίπου κάνοντας πως δεν καταλαβαίνουμε ή και παριστάνοντας πως ζούμε σε συνθήκες ιστορικής κανονικότητας.
Επειδή, όμως, δεν ζούμε σε συνθήκες ιστορικής κανονικότητας, δεν έχουμε άλλο δρόμο πέραν αυτού της ανάκτησής της. Γιατί, ό,τι κι αν λέγεται, το πολυτονισμένο μέγα δίλημμα της Χρεοκοπίας δεν χωράει σε μεταμφιέσεις και δεν ετεροχρονίζεται. Που σημαίνει, εντέλει, πως αυτό ορίζει την πραγματική αντίθεση και το συνακόλουθο πραγματικό δίπολο: εμείς, οι επικυριαρχούμενοι, απ’ τη μια μεριά, και οι επικυρίαρχοί μας, μαζί με τη διαχειριστική πολιτική «νομενκλατούρα», απ’ την άλλη. Καθιστώντας αμείλικτα επιτακτική την ανεξαρτησιακή λογική της ακολουθητέας εθνικής μας πολιτικής.