Γράφει ο Γιώργος Γιαλούρης

Περπατώντας με τέσσερα πόδια, πώς αλλιώς να γίνει, τετράποδο ήμουν, ίσως και όχι, δεν ξέρω, άνοιγα τις πόρτες μία μία, αλλά εκείνη δεν την άνοιξα, ήξερα τι είχε από πίσω και κάθισα στη θέση μου, όλα στη θέση τους, να μην χάνεις τίποτα, όλα οργανωμένα σ’ ένα ακατανόητο και άναρχο σύμπαν, μα πώς είναι δυνατόν, ποια η διαφορά του μικρόκοσμου από τον μακρόκοσμο, ψάξε το, τώρα πια έχουμε πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες, τόσες πληροφορίες και γνώση πουθενά, τόσος θόρυβος κι από κάτω σιωπή, αλλάζουν τα δεδομένα, αλλάζουν τα μεγέθη, αλλάζει ό,τι γνωρίζουμε και τώρα γνωρίζουμε περισσότερα, ικανότεροι για την καταστροφή σε μία συμπαντική αλληλουχία ακατανόητης ισχύος καταστροφών και επαναγεννήσεων, μα πού είναι οι άλλοι, πού είσαι, σε ψάχνω και χάνεσαι μακριά, σε θέλω κοντά μου κι όταν σ’ έχω δεν τολμώ να σε κοιτάξω, μόνο σου μιλάω για τ’ άστρα, για το πόσο αργά ταξιδεύει το φως, για το τι θέλω να κάνω και πού θέλω να πάω για να μην έχω ανάγκη τίποτα, και τότε σε χάνω ξανά, θυμήθηκα το άρωμά σου μετά από χρόνια κι αμέσως έφαγα τον τόπο να βρω ένα κομμάτι χαρτί να σου γράψω δυο λόγια, ένα σκυλί γαβγίζει μέσ’ την ομίχλη, πού βρέθηκε εδώ σ’ αυτά τα κατασκότεινα μέρη, του φωνάζω μήπως έχει χαθεί αλλά έχει πια σωπάσει, μία κουκουβάγια πετιέται, ασημίζει το φτέρωμα της στο φως του φεγγαριού κι έπειτα χάνεται, ούτε ο παραμικρός κυματισμός στον αέρα δεν έφτασε σε μένα, τι ήρθα να κάνω εδώ, δεν θυμάμαι, κάπου ήταν γραμμένο το όνομά μου, κάποιοι το έσβησαν κι από τότε ψάχνω να βρω τα σημάδια, μάλλον έχω χαθεί όμως θα συνεχίσω, τι μου έλεγες, συγγνώμη, κάτι σκεφτόμουν, δεν ξέρω, δεν ξέρω τι σκεφτόμουν ακριβώς, αλλά ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου, όχι δεν αποφεύγω την κουβέντα αλλά δεν έχω και πολλά να πω, δεν λέω τίποτα ακόμη κι όταν μιλάω, γι’ αυτό και προσπαθώ να σωπαίνω, μην με κατηγορείς γι’ αυτό σε παρακαλώ, μπορείς όμως να μου μιλάς εσύ, θέλω να σε ακούω, μου αρέσει να σε ακούω, να, πες μου για το πώς ένιωσες όταν είδες την πρώτη σου χιονονιφάδα, όταν έβγαλες τα παπούτσια σου κι έβαλες δειλά δειλά το πόδι σου στο ποτάμι, πώς ένιωσες τότε, πώς ένιωσες όταν φάγαμε μαζί παγωτό σ’ εκείνο το παγκάκι, τι σκεφτόσουν όταν κοιτούσες τις γραμμές από τους προβολείς των αυτοκινήτων μέσα από τις μισόκλειστες γρίλιες του παραθύρου, τι ιστορίες έπλαθες με το μυαλό σου, να, πες μου για αυτά τα πράγματα, για τούτα τα πράγματα θέλω ν’ ακούσω, για τούτα τα πράγματα που σιωπούν, δεν με ενδιαφέρει τι αγόρασες, όχι, αν και σου πάνε πολύ αυτά που φοράς, σου πάνε τόσο πολύ, τι να θέλει πάλι αυτό το σκυλί, πού να βρίσκεται, το ακούω να μου γαβγίζει όπου κι αν βρίσκομαι, μπορεί να με θέλει κάτι κι εγώ το αγνοώ, δεν καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω τι θέλει από εμένα, εγώ κάνω ό,τι πρέπει, κάνω καθημερινά ό,τι πρέπει, είμαι σωστός απέναντι σε όλα κι ας έσβησαν το όνομά μου. Πες μου, δεν τα έκανα όλα όπως πρέπει; Τι να θέλει λοιπόν από εμένα; Σου πάνε τόσο πολύ αυτά που φοράς.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!