Στην πραγματικότητα οι ΜΚΟ δεν είναι καθόλου «μη κυβερνητικές». Οι χρηματοδοτήσεις που λαμβάνουν προέρχονται από κυβερνήσεις του εξωτερικού, τα μέλη τους εργάζονται ως ιδιωτικοί υπεργολάβοι των τοπικών κυβερνήσεων και/ή χρηματοδοτούνται από ιδιωτικά ιδρύματα που υποστηρίζονται οικονομικά από πολυεθνικές εταιρείες οι οποίες έχουν στενές σχέσεις με το κράτος. Συχνά συνεργάζονται ανοιχτά με κυβερνητικούς φορείς της χώρας τους και του εξωτερικού. Ο λαός της χώρας-έδρας των ΜΚΟ δεν ενημερώνεται για τα προγράμματά τους, όχι όμως και οι χρηματοδότες του εξωτερικού οι οποίοι «εξετάζουν» και «αξιολογούν» την απόδοση των ΜΚΟ με βάση τα δικά τους κριτήρια και συμφέροντα. Τα στελέχη των ΜΚΟ ουσιαστικά αυτοδιορίζονται και ένα από τα βασικά καθήκοντά τους είναι ο σχεδιασμός προτάσεων που θα τους εξασφαλίσουν χρηματοδότηση. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό σημαίνει ότι οι ΜΚΟ πρέπει να διερευνούν ποια θέματα ενδιαφέρουν περισσότερο τις χρηματοδοτικές ελίτ της Δύσης και να διαμορφώνουν τις προτάσεις τους ανάλογα. Έτσι, τη δεκαετία του 1980, οι ΜΚΟ χρηματοδοτούνταν για την εκπόνηση μελετών και τη διατύπωση πολιτικών προτάσεων σχετικά με το ζητήματα όμως «ικανότητα διακυβέρνησης» και «δημοκρατικές μεταβάσεις», γεγονός που αντανακλούσε την ανησυχία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ότι η πτώση των δικτατοριών πιθανόν να οδηγούσε σε «ακυβερνησία» – δηλαδή σε μαζικά κινήματα που θα εμβάθυναν τον αγώνα τους και θα προέβαιναν σε μεταρρυθμίσεις του κοινωνικού συστήματος. Οι ΜΚΟ παρά τη ρητορική τους περί δημοκρατικής, λαϊκής βάσης έχουν καθαρά ιεραρχική δομή – με τον διευθυντή να έχει τον απόλυτο έλεγχο των προγραμμάτων, των προσλήψεων και των απολύσεων όπως και των αποφάσεων του ποιος τους χρηματοδοτεί για τις διάφορες διεθνείς συνδιασκέψεις. Η «λαϊκή τους βάση» είναι αυτοί που υπόκεινται στην ιεραρχία τους· οι τελευταίοι σπανίως βλέπουν τα χρήματα που συσσωρεύει η «δική τους» ΜΚΟ, δεν ταξιδεύουν στο εξωτερικό, ούτε παίρνουν τους μισθούς και τις απολαβές της ηγεσίας τους. Και το πιο σημαντικό, καμιά από τις αποφάσεις τους δεν μπαίνει ποτέ σε ψηφοφορία. Στην καλύτερη περίπτωση, μετά τα «μαγειρέματα» των συμφωνιών ανάμεσα στον διευθυντή και τους χρηματοδότες του εξωτερικού, το προσωπικό της ΜΚΟ θα οργανώσει κάποια συνάντηση με τους «ακτιβιστές της βάσης» για τους φτωχούς, για την έγκριση του προγράμματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ΜΚΟ δεν είναι καν οργανισμοί με μέλη αλλά μια αυτοδιορισμένη ελίτ, η οποία, προφασιζόμενη ότι τα μέλη της αποτελούν τους «ανθρώπινους πόρους» για τα λαϊκά κινήματα, στην πραγματικότητα τα ανταγωνίζονται και τα υπονομεύουν. Υπ’ αυτή την έννοια, οι ΜΚΟ υπονομεύουν τη δημοκρατία καθώς αποσπούν από τα χέρια του ντόπιου λαού και των εκλεγμένων φυσικών ηγετών του τα κοινωνικά προγράμματα και τους αφαιρούν τη δυνατότητα του δημόσιου διαλόγου δημιουργώντας σχέσεις εξάρτησης με τους μη εκλεγμένους αξιωματούχους του εξωτερικού και τους γλοιώδεις ντόπιους αξιωματούχους τους.
Οι ΜΚΟ υποθάλπουν μια νέα μορφή πολιτιστικής και οικονομικής αποικιοκρατίας υπό το πρόσχημα ενός νέου διεθνισμού. Εκατοντάδες άτομα κάθονται μπροστά τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τους ανταλλάσσοντας μεταξύ τους μανιφέστα, προτάσεις και προσκλήσεις σε διεθνή συνέδρια. Συναντώνται σε πολυτελείς συνεδριακούς χώρους για να συζητήσουν τους τελευταίους αγώνες και προτάσεις με την «κοινωνική τους βάση» –το έμμισθο προσωπικό–, το οποίο στη συνέχεια αναλαμβάνει να περάσει τις προτάσεις τους στις μάζες μέσω διαφημιστικών εντύπων και ανακοινώσεων. Όταν εμφανίζονται οι χρηματοδότες από το εξωτερικό, τους πηγαίνουν «περιοδείες» για να εκθέσουν τα προγράμματά τους στους φτωχούς και να συνομιλήσουν με επιτυχημένους μικροεπιχειρηματίες (παραλείποντας την πλειοψηφία, που αποτυγχάνει από την πρώτη χρονιά).
Το πώς λειτουργεί αυτή η νέα αποικιοκρατία δεν είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί. Τα προγράμματα σχεδιάζονται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές και τις προτεραιότητας των ιμπεριαλιστικών κέντρων και των ιδρυμάτων τους. Κατόπιν «πωλούνται» στις κοινότητες. Οι αξιολογήσεις γίνονται από και για τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Μετατοπίσεις των χρηματοδοτικών προτεραιοτήτων ή κακές αξιολογήσεις έχουν ως αποτέλεσμα την απόρριψη ομάδων, κοινοτήτων, αγροτών και συνεταιρισμών. Όλοι πειθαρχούν και συμμορφώνονται στις απαιτήσεις των χρηματοδοτών και τους αξιολογητές των προγραμμάτων τους. Οι διευθυντές των ΜΚΟ, ως νέοι αποικιοκράτες, επιβλέπουν τη σωστή διαχείριση των πόρων και εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους στόχους, τις αξίες και την ιδεολογία των χρηματοδοτών.
Από το βιβλίο των Τζέιμς Πέτρας-Χένρι Βελτμέγιερ: «Η παγκοσμιοποίηση χωρίς μάσκα», εκδόσεις ΚΨΜ, 2005, μετάφραση Όλγα Συκιώτη.