Σε εποχή μεγάλων αδιεξόδων αντιμετώπισης της κρίσης ηγεμονίας των ΗΠΑ
του Κώστα Δημητριάδη
Η απειλή επιβολής δασμών από πλευράς διοίκησης Τραμπ γενικεύεται και στρέφεται «κατά πάντων»: «φίλων», αντιπάλων και ενδιάμεσων δυνάμεων. Αυτό που αρχικά υποτίθεται ότι στόχευε στην ενίσχυση/επαναβιομηχάνιση της αμερικανικής οικονομίας, παίρνει –με γρήγορους ρυθμούς πια– τα χαρακτηριστικά ενός γεωπολιτικού όπλου. Δασμοί και κυρώσεις γίνονται ένα, ως μέσο για την επιβολή της θέλησης των ΗΠΑ. Γίνεται όμως φανερή και η κατάχρηση και η προβληματικότητα αυτής της πολιτικής. Το δείχνουν οι υπολογίσιμες αντιστάσεις που συναντούν οι αμερικανικοί εκβιασμοί απέναντι σε Κίνα, Ινδία αλλά και Βραζιλία, και οι συνακόλουθες απίστευτες παλινωδίες του Τραμπ – που τη μια μέρα τιμωρεί με δασμούς, την επόμενη τους ανακαλεί, και τη μεθεπόμενη επανέρχεται με νέες απειλές επιβολής τους. Αλλά και από άλλο δρόμο, σε προβληματικότητα παραπέμπει και ο εν πολλοίς έωλος χαρακτήρας της υποτιθέμενης επιτυχίας της «συμφωνίας» με την ευρωενωσιακή ηγεσία. Σε κάθε περίπτωση την πλευρά «δασμοί» πρέπει να την βλέπουμε μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των αντιφατικών και όλο και πιο ευμετάβλητων/απρόσμενων γεωπολιτικών/πολεμικών κινήσεων των ΗΠΑ, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τη μεγεθυνόμενη κρίση ηγεμονίας τους.
Λεόντεια «συμφωνία» με την Ε.Ε., υπέρ των ΗΠΑ
Ας δούμε τους όρους της:
- Δασμοί 15% στις ευρωπαϊκές εξαγωγές στις ΗΠΑ (ίσως διπλάσιοι όσον αφορά τον χάλυβα και το αλουμίνιο) έναντι μηδενικών δασμών των αμερικανικών εξαγωγών στην Ευρώπη.
- Δέσμευση της Ευρώπης για αγορές ενέργειας από τις ΗΠΑ (κυρίως LNG) ύψους 750 δισεκατομμυρίων(!) σε μια τριετία, πραγματοποίηση επενδύσεων στις ΗΠΑ ύψους 600 δισεκατομμυρίων(!), και μεγάλες αγορές αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού.
Η «συμφωνία» ήδη φέρνει στην επιφάνεια μεγάλα ρήγματα εντός Ε.Ε., με τις γαλλικές αντιδράσεις –ο Γάλλος πρωθυπουργός έκανε λόγο για «μαύρη μέρα»– να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, ακολουθούμενες από αντίστοιχες ισπανικές αλλά και άλλων δυνάμεων. Η πολιτική του Γερμανού καγκελάριου Μερτς, απόλυτα «αμερικανική», γεννά και αυτή εσωτερικές εντάσεις. Ακόμη και με τμήματα του γερμανικού κεφαλαίου.
Η «συμφωνία» (εντός εισαγωγικών διότι δεν έχει καν δεσμευτική μορφή, και ο Τραμπ ήδη απειλεί με αύξηση των δασμών) αποτυπώνει το μέτρο της συνθηκολόγησης/υπαγωγής του λεγόμενου ευρωενωσιακού πρότζεκτ στις ΗΠΑ. Σε ένα ευρύτερο επίπεδο όμως αντικατοπτρίζει και τα ανεπίλυτα αδιέξοδα της σχέσης ΗΠΑ-Ευρώπης. Πρέπει μάλιστα να συνεκτιμηθεί με τις αποφάσεις που προηγήθηκαν για αύξηση στο 5% των στρατιωτικών δαπανών των χωρών του ΝΑΤΟ μέχρι το 2030, και για παροχή στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία με δαπάνες των Ευρωπαίων για την αγορά αμερικανικών οπλικών συστημάτων(!). Εδώ θα μείνουμε σε δύο σημεία, που νομίζουμε ότι αποκτούν ιδιαίτερη σημασία:
- Τα ποσά που αναφέρονται είναι σε μεγάλο βαθμό μη ρεαλιστικά. Τόσο ως προς την αμερικανική ενέργεια των 750 δισεκατομμυρίων, που θέτει σε δοκιμασία την παραγωγική δυνατότητα των ΗΠΑ (ακόμη περισσότερο αν μάλιστα προστεθούν οι αντίστοιχες «δεσμεύσεις» της Ν. Κορέας για αγορές 100 δισεκατομμυρίων), όσο και ως προς τα 600 δισεκατομμύρια ευρωπαϊκών επενδύσεων στις ΗΠΑ. Από πού θα προκύψουν αυτά τα ποσά επενδύσεων, δεδομένου μάλιστα ότι η Ευρωπαϊκή Κομισιόν δεν έχει την εξουσία να επιβάλει σε επιμέρους επιχειρηματικούς τομείς τέτοιες αποφάσεις; Θα επιχειρηθεί η δημιουργία «κοινού» ταμείου; Και τι εντάσεις θα προκαλέσει μια τέτοια επιδίωξη; Τα αναγγελλόμενα ποσά φαίνονται «πολιτικής» χρήσης, κυρίως για την εξυπηρέτηση βραχυπρόθεσμων αναγκών στήριξης της θέσης της αμερικανικής διοίκησης. Μοιάζουν να κινούνται με λογικές αντίστοιχες της «δαμόκλειας σπάθης» των απαιτήσεων των μνημονίων. Οι προβλεπόμενες απαιτήσεις είναι εξωπραγματικές μεν, αλλά γίνονται η «νομιμοποιητική βάση» για την επιβολή κάθε είδους ετσιθελικής, ληστρικής ποινής.
- Οι βασικές ευρωπαϊκές δυνάμεις βρίσκονται ήδη (Γαλλία, Βρετανία) ή εισέρχονται με μεγάλη ταχύτητα (Γερμανία) σε δομική κρίση πρωτοφανών διαστάσεων. Μεσοπρόθεσμα οι ΗΠΑ σαν ηγέτιδα δύναμη της Δύσης θα έχουν να αντιμετωπίσουν το ασήκωτο βάρος μιας παραγωγικά αποδιοργανωμένης και πολιτικά κατακερματισμένης Ευρώπης, με άδηλες αυτή τη στιγμή επιπτώσεις. Η ίδια τους η «επιτυχία» στην αντιμετώπιση των ενδοϊμπεριαλιστικών τους ερίδων με τον ευρωπαϊκό «πόλο», θα αποδειχθεί ότι εγκυμονεί απρόσμενες συνέπειες. Ίσως η βασικότερη επισήμανση που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι, όσο η κρίση της Δύσης παροξύνεται, τόσο οι «σχεδιασμοί» γίνονται πιο βραχυπρόθεσμοι (και τα προσδοκώμενα αποτελέσματά τους ακόμη πιο πολύ – η αστάθεια των αποφάσεων Τραμπ λέει πολλά γι’ αυτό). Και βεβαίως, αντίστοιχα, οι δευτερογενείς συνέπειες θα προκύπτουν όλο και πιο ανεξέλεγκτες.
Δασμολογικοί εκβιασμοί των ΗΠΑ: Ή μαζί μας ή με τη Ρωσία
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές αναμένονται οι κινήσεις Τραμπ μετά τη λήξη (8/8) του τελεσίγραφου του Αμερικανού προέδρου προς τη Ρωσία. Η τελευταία καλείται να σταματήσει άμεσα τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία, αλλιώς θα επιβληθούν νέες κυρώσεις στην ίδια (για την αποτελεσματικότητα των οποίων διατυπώνει τις επιφυλάξεις του και ο ίδιος ο Τραμπ!) και δευτερογενείς δασμοί 100% στις χώρες που προμηθεύονται πετρέλαιο (ή και άλλα στρατηγικά προϊόντα) απ’ αυτήν. Οι δύο βασικοί στόχοι αυτής της απειλής είναι η Κίνα και η Ινδία. Το τελεσίγραφο (σε κάποιες εκδοχές του) πιέζει και τους συμμάχους των ΗΠΑ να στοιχηθούν πίσω τους.
Ας σημειωθεί ότι, τουλάχιστον για την Ευρώπη, ένας τέτοιος εμπορικός πόλεμος με την Κίνα θα επέτεινε το καθεστώς ασφυξίας που έφερε ο αποκλεισμός της από τη ρωσική ενέργεια. Άλλωστε τα χαστούκια που εισέπραξε από την Κίνα η ευρωενωσιακή ηγεσία κατά τις πρόσφατες διαπραγματεύσεις στο Πεκίνο, σε απάντηση της στάσης της να αναπαράγει τις αμερικανικές πιέσεις και εκβιασμούς χωρίς να έχει καν την ισχύ και το βάρος των ΗΠΑ, δίνουν ολοκληρωμένη εικόνα για το πώς ζυγίζεται η κάθε πλευρά στη διεθνή σκηνή.
Κίνα και Ινδία, με διαφορετικούς τρόπους, έχουν αντισταθεί στις αμερικανικές αξιώσεις, και δεν είναι διατεθειμένες να διαπραγματευτούν τη στρατηγική τους σχέση με τη Ρωσία. Οι δυνατότητές τους βέβαια είναι διαφορετικές. Η Κίνα έχει δείξει ότι διαθέτει ισχυρά όπλα, ικανά να πονέσουν τις ΗΠΑ. Οι σπάνιες γαίες είναι μόνο ένα απ’ αυτά. Επιβολή δασμών 100% (ή 500% όπως πιέζει ο γερουσιαστής Λ. Γκράχαμ, που σέρνει το χορό των πιο επιθετικών νεοσυντηρητικών, πολεμοκάπηλων κύκλων) αποδείχθηκε ήδη από τον πρόσφατο γύρο της εμπορικής αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας ότι είναι απαγορευτικού κόστους και συνεπειών για την αμερικανική οικονομία.
Η Ινδία βέβαια, αν και τεράστια χώρα και με εντυπωσιακούς ρυθμούς μεγέθυνσης για να είναι δυνατόν να υποταχθεί, δεν διαθέτει αντίστοιχες δυνατότητες με τις κινεζικές. Σοβαρή παράμετρος είναι ότι ισχυρές ινδικές επιχειρηματικές-πολιτικές μερίδες έχουν βαθιές σχέσεις με τις ΗΠΑ-Δύση και είναι παράγοντας που μπορεί να πιέσει προς την κατεύθυνση κάποιων συμβιβασμών. Όμως αυτό που βαρύνει περισσότερο είναι ότι η εκβιαστική πολιτική των ΗΠΑ δοκιμάζει τη σχέση με μια στρατηγικά κρίσιμη «φίλια» χώρα, και την ωθεί σε κινήσεις για την αντιμετώπιση της αμερικανικής επιθετικότητας. Η Ινδία και η Βραζιλία είναι οι τυπικότερες περιπτώσεις ενός ευρύτερου φαινομένου. Στο αμερικανικό στόχαστρο είναι οι BRICS συνολικά και ο παγκόσμιος Νότος. Η πολεμική χρήση του δολαρίου, το όπλο των δασμών προς τους πάντες και για οποιαδήποτε απόκλιση από τις αμερικανικές επιλογές, οι αμερικανικοί εκβιασμοί, όλα ενισχύουν ήδη τις αντισυσπειρώσεις.
***
Η κατάληξη της συνάντησης του Γουίτκοφ, απεσταλμένου του Τραμπ με τον Πούτιν την Τετάρτη (6/8) στη Μόσχα, δίνει μηνύματα και από τις δύο πλευρές, ότι επίκεινται εξελίξεις. Με πιθανή μια συνάντηση κορυφής Πούτιν-Τραμπ: μεταξύ άλλων την υπό όρους ετοιμότητά του για μια τέτοια συνάντηση δήλωσε την Πέμπτη 7/8 ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος. Η ασάφεια πάντως που περιβάλλει την όλη διαδικασία είναι ενδεικτική και χαρακτηριστική της περιόδου. Ασάφεια και αστάθεια προσανατολισμού που συνδέεται άμεσα με τον μετεωρισμό της αμερικανικής πολιτικής ανάμεσα σε διαφορετικά στρατηγικά σχέδια – μετωπικής σύγκρουσης με τη Ρωσία ή και την Κίνα ή και με τους BRICS συνολικά, άλλων «ρεαλιστικότερων» σχεδιασμών για κλείσιμο μετώπων με τη Ρωσία και αναπροσαρμογή της αντιπαράθεσης, επιβολής δασμών σε διαφορετικούς συνδυασμούς κ.ο.κ.
Οι απότομες αλλαγές της πολιτικής Τραμπ, η σημαντική του πρόσδεση στους νεοσυντηρητικούς (παρά τα όποια ανοίγματα που επιχειρεί κάποιες στιγμές), η αμφισημία του όσον αφορά τις σχέσεις με την Κίνα, η οργή του(!) με όλο τον κόσμο, όλα εν τέλει δείχνουν την προϊούσα αναντιστοιχία ανάμεσα στις δυνατότητες των ΗΠΑ να επιβάλουν τη θέλησή τους (και στο πώς τις εκτιμούν τα διάφορα κέντρα εξουσίας εντός ΗΠΑ), και στον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώνεται. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι πειρασμοί για απεριόριστη κλιμάκωση και μετωπική σύγκρουση εναλλάσσονται με κινήσεις που αναζητούν κάποια πεδία διευθέτησης και εκτόνωσης.