Ένα σχόλιο για την ποίηση του Ανδρέα Νεοφυτίδη για την ποίηση του Λάμπρου Πολύζου.

Τον Λάμπρο Πολύζο τον γνωρίσαμε το 2008 σαν ποιητή με την πρώτη του συλλογή Η Αδιάλειπτη Ροή (Εκδόσεις Τυπωθήτω, Λάλον Ύδωρ).  Από το ποίημα, όμως, έως το πεζογράφημα, πόσο μακρύς, πόσο εύκολος ή δύσβατος μπορεί να είναι ο δρόμος; Πώς ένας ποιητής μπορεί να σκεφτεί πεζά ή πώς η πρόζα μπορεί να βοηθήσει έναν ποιητή να σκεφτεί και να δημιουργήσει χωρίς να ολισθαίνει σε αντιαισθητικές λύσεις ή και ακατάσχετες κενολογίες που υποσκάπτουν αφενός το ταλέντο του και αφετέρου την ίδια τη γραφή;
Αυτά, και ενδεχομένως άλλα πολλά, ερωτήματα θέτει ο ποιητής Πολύζος στην πρώτη του απόπειρα να «διαβεί τον Ρουβίκωνα», εκείνον που διασχίζει τούς εύφορους αγρούς της λογοτεχνίας και κάνει να αντιπαρατίθενται, κατά τη γνώμη των πολλών,  η ποίηση και ο πεζός λόγος.  Αλλά, καλώς ή κακώς, δυστυχώς ή ευτυχώς, ήταν εντελώς αδύνατο στον υπογράφοντα το κείμενο τούτο να αγνοήσει τις μέχρι τούδε ποιητικές κατακτήσεις του συγγραφέα της Συμφιλίωσης, πολύ περισσότερο δε που αυτές οι κατακτήσεις γίνονται πολύ απτές στη Συμφιλίωση. Πονηρά σκεπτόμενος, δε, θα μπορούσα να ερωτήσω κατά πόσο ο ίδιος ο τίτλος, διά της πανουργίας των λέξεων που, σύμφωνα με τον Ρενέ Σαρ, «γνωρίζουν για μας αυτό που εμείς αγνοούμε για εκείνες», υπαινίσσεται ή και προαναγγέλλει μια συμφιλίωση μεταξύ ποίησης και πρόζας στο μυαλό του Πολύζου, και εάν ναι με ποιους όρους;  Ο συγγραφέας της Συμφιλίωσης, και κάπου στα μισά του βιβλίου του, μας αποκαλύπτει, ανεπαισθήτως βεβαίως -ιδού πάλι η πανουργία του λόγου-το όλο εγχείρημά του. Διαβάζουμε λοιπόν στη σελίδα 111:
«Ανά πάσα στιγμή ήταν έτοιμος να πουλήσει το πραγματικό για το φανταστικό. Μα συμβιβάζεται και με τα δυο, σα να ήταν το ίδιο, σα να μην τα χωρίζει χάσμα…».   
Η ρήση αυτή αποτελεί ένα από τα μυστικά της Συμφιλίωσης αλλά και κατά κάποιο τρόπο τη μέθοδο με την οποία συναρμολογείται η γραφή: Η πραγματικότητα διαχέεται μέσα στο φανταστικό και το φανταστικό ριζώνει μέσα στο πραγματικό, σε μια σχέση ταυτόχρονα πάλης/ συμφιλίωσης έτσι που ο αναγνώστης ενώ γνωρίζει πως ταξιδεύει στο φανταστικό αίφνης σκοντάφτει σε μια πραγματικότητα ανελέητη, σχεδόν σαδιστική. Παράλληλα και σχετικά με ό,τι θεωρείται πραγματικό, που είναι όντως και η σκληρή πραγματικότης, αίφνης διερωτάται κατά πόσο αυτό που υποβαστάζει το πραγματικό δεν έχει κατά κάποιο τρόπο υποχωρήσει ή βουλιάξει, εγκαταλείποντάς το μετέωρο στη σφαίρα του μη-πραγματικού. Όμως, αυτό το διαρκές παιχνίδι που επιβάλλει διά της γραφής του ο συγγραφέας και που κρατά σε όλο το μάκρος του βιβλίου, κάνοντας να θολώσουν τα νερά, έχει προαναγγελθεί ήδη από τη σελίδα 39 του βιβλίου:
«Οι άνθρωποι, όμως, είναι μαθημένοι να την επινοούν την αλήθεια.»  
Αυτή η επινόηση της αλήθειας επιτυγχάνεται μέσω της επεξεργασίας, στο χώρο του φανταστικού, στοιχείων της πραγματικότητας, αλλά η επεξεργασία αυτή δεν γίνεται εις βάρος της αλήθειας της πραγματικότητας και προς όφελος του  ψευδούς της φαντασίας. Ούτε, ταυτόχρονα, εις βάρος του ψευδούς της φαντασίας και προς όφελος της αλήθειας της πραγματικότητας. Το ίδιο βεβαίως συμβαίνει όταν ο ήρωας «φαντάζεται την πραγματικότητα», δηλαδή όταν η φαντασία, το μη-πραγματικό, εγκαθίσταται ως θεμέλιο, ως όρος ύπαρξης της πραγματικότητας. Και στις δύο περιπτώσεις η πάλη μεταξύ πραγματικού / φανταστικού αποτελεί πρόθεση ενώ η συμφιλίωση αποτελεί κατάληξη.
Όλα τούτα επιτυγχάνονται μέσω μιας γραφής που σκόπιμα διολισθαίνει στην παραπλάνηση, που έντεχνα εισάγει την πρακτική της εξαφάνισης κάθε άκρης του νήματος  και που με οξυδέρκεια αναδεικνύει την αδιαφάνεια  που καλύπτει κάθε στοιχείο- ιστό του μυθιστορήματος. Μιας γραφής, ακόμη, που με μαεστρία καταργεί  τη χρονικότητα, γεγονός που της επιτρέπει να ξεφύγει από την καθ’ αυτό αφηγηματικότητα, και τοιουτοτρόπως να επιβάλει, δικαιωματικά, τα διάφορα κενά, που εντοπίζονται στην «αφήγηση» (θα έλεγα καλύτερα στην τάξη του λόγου που έχουμε μπροστά μας) και  τα οποία, όμως, δεν χάσκουν ούτε ωσάν γκρεμοί για τον αναγνώστη ούτε αυτο-παρεμβάλλονται ωσάν αμηχανία του συγγραφέα, αλλά καταλήγουν να αποτελούν συστατικό μέρος του ύφους του μυθιστορήματος. Ενός ύφους που άθελά του προδίδει  τις ποιητικές του καταβολές. Αλλά η χρησιμοποίηση όρων της ποίησης, όπως η αφαίρεση, τα κενά, νοημάτων ή λεκτικής ύλης,  αποτελεί κατεξοχήν όπλο του λόγου στην περιπλάνηση στους χώρους του μη-πραγματκού, της μη-αλήθειας. Επ’ αυτού, νομίζω πως ο Πολύζος επιτυγχάνει. Και κατ’ αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται και το πέρασμα από τον ποιητικό στον πεζό λόγο.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!