Ήταν ο αδελφός μου και τον απόδιωξα σα σκύλο. Γιατί φαντάστηκα πως θα μου ‘παιρνε τη μισή γη. Με τη σκιά του που απλωνότανε σαν οροθετική γραμμή. Ο αδελφός μου έφυγε με μεγάλα βήματα προς την Ανατολή.

Η καρδιά μου τον έδιωχνε, σφυρίζοντας σα φίδι. Τον έδιωχνα προς την Πικρή Λίμνη, ένα τόπο που φοβόμουνα πως υπήρχε από την άλλη μεριά της Γης. Κι ο αδελφός μου έφυγε σφυρίζοντας ένα σκοπό που δεν τον ήξερα, ρυθμικό, υποχθόνιο, σάρκινο. Αυτός ο σκοπός έκανε τη σκιά του να στριφογυρίζει σα μεθυσμένο συρματόσκοινο και να χαράζει στη φλούδα της γης μεσημβρινούς και παράλληλους κύκλους.
Και σε λίγο έπεσαν σπόροι από τριβόλους και φύτρωσαν φράχτες από τσουκνίδες, κίτρινες με πράσινες βούλες (ή πράσινες με κίτρινες βούλες αδιάφορο, πάντως εξαιρετικά φαρμακερές).
Το σφύριγμα έσβησε, πράγμα που σήμαινε πως ο αδελφός μου είχε φτάσει στην Πικρή Λίμνη. Όμως η ανάμνησή του μου ‘κανε να τρέξη πηχτό αίμα απ’ τα ρουθούνια και από πολλούς πόρους του κορμιού μου.
Το αίμα μου ήταν πικρό και κοπάδια μύγες ψόφησαν γιατί το φάγανε (Μύγες μεγάλες κατάμαυρες με πράσινες αποχρώσεις και ισχυρότατο καθ’ όλα οργανισμό).

***

Το περιβάλλον ήταν κατάφωτο από κίτρινο ηλιακό φώς. Κάθε εμπόδιο απουσίαζε από τη ζωή μου που ήταν λεία σαν καθρέφτης. Αντιλήφθηκα πως ήρθε η ώρα να την οικοδομήσω. Απόλυτη και ανώτερη…
Πολλές φορές είχα προσέξει θορύβους περίεργους ν’ ακούγονται από μακριά κι έπειτα πιο κοντινούς κι αναθυμιάσεις πρωτόγνωρες και την ατμόσφαιρα πιο βαριά, πιο κίτρινη, πιο ανήσυχη. Μα δεν έδινα σημασία και συνέχιζα το έργο μου. Τους ανήσυχους θορύβους τους σκέπαζα με τη δικιά μου σιγή και με τους χτύπους της δικιάς μου κατασκευής.

***

…Επικοινωνούσα με πολύ κόσμο. Που δεν με γνώριζε κι όμως με λυπότανε ή με περιφρονούσε. Άλλοι επαιτούσανε, άλλοι ήταν πολύ πλούσιοι, οι πιο πολύ είχανε αφόρητο πόνο και κακία στην καρδιά τους. Άγνοια και υποταγή. Το όνομά μου είχε το νόημα «ευαίσθητος», όμως μου ‘δωσαν άλλο που θα πει ονειροπαρμένος και μου απαγόρεψαν να μιλάω.
Τότε άρχισα να ζωγραφίζω στους τοίχους σχήματα και μορφές. Είχα χρώμα κόκκινο που παρίστανε τη ζωή και τη θυσία, λευκό για την αγνότητα και πράσινο για την ελπίδα.
Ο κόσμος έβλεπε κι εκπαιδευότανε κι έτεινε προς τις καθαρές μορφές.
Με καταδίκασαν, μου έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού χεριού και σφράγισαν το μέτωπό μου με πυρωμένη σφραγίδα (το σήμα του βασιλιά, δύο αετοί και δύο φίδια).

***

Όταν έπαψα να κλαίω η καρδιά μου ήταν καθαρή. Και θέλησα να βρω τον αδελφό μου. Πρότεινα στη μικρή Καλί να μ’ ακολουθήσει. Μου είπε: Έρχομαι μαζί σου. Ήταν πολύ περήφανη και χαρούμενη. Και τέντωσε το μικρό της στήθος σα γυναίκα.
Ξεκινούσα γι’ αγώνα. Αυτή για ένα όνειρο. Φύγαμε ένα πρωί, αξημέρωτα. Προχωρούσαμε προσεχτικά, μη θορυβήσουμε πιο πολύ απ’ τα φύλλα που μουρμούριζαν. Σε κάθε στραυροδρόμι κρεμούσαμε από ένα κοκκινόχρυσο άστρο. Ήταν χαιρετισμός και προφητεία.
(Προχωρώντας) …πράγμα που περίμενα πολλές σφαίρες σφύριζαν γύρω μας. Ήταν οι στρατιώτες του βασιλιά που είχαν ανακαλύψει τα κόκκινα άστρα και τη φυγή μας και πυροβολούσαν την αόριστη ύπαρξή μας. Ίσως και να μας σκότωναν, αλλά ο θάνατος είναι εφήμερος και χωρίς σημασία ενώ η παρουσία και η πάλη μας είναι παντοτεινά. Γι’ αυτό προτιμήσαμε να μπούμε σε στενές θλιβερές χαράδρες που βγαίνανε όλες στην Πικρή Λίμνη…

Αριστομένης Προβελέγγιος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!