Για το βιβλίο “Όλα τα χαμένα” της Βασιλικής Πέτσα
Πόσα φύλλα πρέπει να μαζευτούν
για να καταγράψουν το θρόισμα του ανέμου;
(Λέοναρντ Κοέν,
Το αγαπημένο παιχνίδι)
Θέλησα να γράψω για Όλα τα χαμένα της Βασιλικής Πέτσα. Δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Πώς να μοιραστώ σκέψεις και αισθήματα για τα καλύτερα διηγήματα που έχω διαβάσει εδώ και καιρό;
Ό,τι μας υποσχέθηκε η συγγραφέας με το Θυμάμαι μας το πλήρωσε στο ακέραιο. Πριν από περίπου ένα χρόνο (Δρόμος, 22/10/2011) διαπιστώναμε τη μεγάλη της ικανότητα να παρουσιάζει την ιστορία μέσα από αφηγήσεις πολλών και διαφορετικών προσώπων, καταφέρνοντας να μιλήσει με πολλές διαφορετικές «γλώσσες». «Φωνές» τις είπε η ίδια…
Ακολουθώ τα δικά της βήματα, με το Famous Blue Raincoat που δίνει την έμπνευση σε μια από τις ιστορίες του βιβλίου και βάζω ν’ ακούσω Leonard Cohen:
There’s a bar where the boys have stopped talking
They’ve been sentenced to death by the blues
Ah, but who is it climbs to your picture
With a garland of freshly cut tears? (Take This Waltz)
Κι έτσι μπαίνω στην πρώτη ιστορία.
«Σκηνή πρώτη. Χειμώνας. Νύχτα. Νεαρός άντρας με κοστούμι ξαπλωμένος ανάσκελα στο πρώτο σκαλί της κεντρικής εισόδου μονοκατοικίας σε αραιοκατοικημένο προάστιο». Με τον παραπλανητικό τίτλο Χάσαμε τον Φούφη μας ένας άντρας λέει ένα δικό του μοιρολόι για έναν έρωτα που έσβησε. There ain’t no cure for love λέει ο Κοέν και κάπως έτσι είναι. Υπάρχει όμως πάντα η εκδίκηση. Το αχώνευτο σκυλάκι. Κι έτσι έχουμε ένα τέλος ποτισμένο από αναπάντεχο μαύρο χιούμορ. Κι οι εκπλήξεις έχουν ξεκινήσει.
«Everybody Knows». Πόσοι, όμως, έχουν προσεγγίσει με τέτοιο τρόπο ένα θέμα όπως η νευρική ανορεξία; Μια αρρώστια της «μόδας» κατά κάποιον τρόπο. Η Βασιλική Πέτσα στο Σετ ραπτικής τη βγάζει από την πασαρέλα και την κατεβάζει στους θλιβερούς διαδρόμους ενός νοσοκομείου. Και η μητέρα μονολογεί. Η μητέρα που δεν αντέχει πια. Σπαραχτική κι αληθινή. Ειδικά αν έχεις γνωρίσει τέτοιες καταστάσεις. Η συγγραφέας ανακαλύπτει την αλήθεια της μέσα από τις αντιφάσεις της….
…Και μετά Σηκωθείτε από τα κορεάτικα κρεβάτια μασάζ. Μια γυναίκα πάλι η πρωταγωνίστρια. Η γνωστή θυσιαζόμενη για όλους Ελληνίδα μάνα, γιαγιά κ.λπ. Με άφθονο λιβάνι και πλούσια πιάτα. Που δεν θα πάει το ταξίδι της στους Άγιους Τόπους. Που κανείς δεν την καταλαβαίνει.
Για να περάσουμε μετά στο συγκλονιστικό Για την ψυχή της μάνας μου. Η Αθήνα, η Ελλάδα της κρίσης είναι εδώ. Η συγγραφέας «ξεκλειδώνει» ένα από τα χιλιάδες λουκέτα που έχουν μπει σε κάθε είδους μαγαζιά και μας αφηγείται μια από αυτές τις ιστορίες που εξαφανίζονται πίσω από μεγάλα λόγια, σχέδια και διακηρύξεις. Ο άντρας της ιστορίας, πατέρας χωρισμένος, έχει κλείσει το μικρό του τυροπιτάδικο. Μένει με την ηλικιωμένη μητέρα του. Κρύβει την αλήθεια από τα παιδιά του όταν τα συναντά. Κι ας αναρωτιούνται γιατί τρώνε συνέχεια όσπρια στης γιαγιάς. «Για τη χοληστερίνη -Την άλλη φορά το παγωτό και το σινεμά». Όμως ακόμη κι έτσι τα χρέη συσσωρεύονται. Η μάνα του βγαίνει στο δρόμο και ζητιανεύει. Την ανακαλύπτει και τη φέρνει πίσω σηκωτή. Γίνεται αχθοφόρος… Μέλλον δεν υπάρχει. Στο τέλος συναντά μαζί με το αφεντικό τη μάνα του στο δρόμο και της δίνει ελεημοσύνη. Κάνοντας πως δεν την γνωρίζει… Σπαρακτικός μονόλογος χωρίς να γίνεται ποτέ μελό…
Στο Famous Blue Raincoat ανακαλύπτουμε πως είναι αδύνατον να τα βάλεις με ένα νεκρό. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας συνειδητοποιεί πως τη γοητεία του ανθρώπου που δεν υπάρχει δεν μπορείς αν την αντιμετωπίσεις. Η φθαρμένη καμπαρτίνα που τη φυσά ο άνεμος. Αυτός που τρέχει δεν θα προσπεράσει ποτέ εκείνον που μένει ακίνητος… Καταστρέφει τον τάφο του από ζήλια και χάνει τα πάντα. Ακόμη κι ένα φευγαλέο βλέμμα…
Και μετά… Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα. Το αλτσχάιμερ, η απώλεια μνήμης όπως δεν τη διαβάσαμε ποτέ… «Το μοβ χτενάκι, 35 χρόνια μετά έλειπε για πρώτη φορά». Ο ηλικιωμένος άντρας βλέπει τη γυναίκα του να χάνει το μυαλό της. Αυτός εξακολουθεί να τη βλέπει όπως ήταν παλιά. Τον «φυλακίζει στην εβένινη ομορφιά των μαλλιών της». Κολλάει παντού χαρτάκια. Την προσέχει διακριτικά. Δεν τα καταφέρνει πάντοτε. Βλέπει τις κοινές τους αναμνήσεις να χάνονται για πάντα. Κι η κοινή τους ζωή μοιάζει σαν να μην υπήρξε ποτέ.
«Εγώ κι εκείνη μια ιδιωτική συλλογικότητα, η εγγύηση ότι τα κουβαλάμε μαζί μας εκείνα τα χρόνια. Τώρα γυρίζει μόνη της μπρος και πίσω με τη χρονομηχανή της που έχει τρελαθεί και την πάει όπου θέλει».
Στο τέλος, μετά από ένα ατύχημα, αποφασίζει να την πάει σε άσυλο. Τελευταία στιγμή μετανιώνει. Γυρίζει πίσω. Παίρνει ένα παιχνίδι μνήμης με κάρτες για να παίζουνε μαζί. Ο χρόνος δεν σε αλλάζει αν δεν το θες ή αν δεν του το επιτρέψεις.
Το κλίμα αλλάζει. Με μια μικρή και ολιγοσέλιδη ιστορία Your hand in mine. Πάλι η μουσική: Explosions in the sky. Παρ’ όλα αυτά εγώ σκέφτομαι Genesis και Trick of the Tail. Κι ο έρωτας σβήνει στην αδιαφορία. Δυο χέρια που κρατιούνται μηχανικά. Ένα άγαρμπο χάδι στον αυχένα. Χειρότερο κι από χαστούκι. Στην ερημιά των υπόγειων σιδηροδρόμων.
Κι ο επίλογος μπαίνει με μια παράξενη τρυφερότητα στο Βαλσαμωμένο ελάφι. Δυο αδερφές που δεν ξέρουν πια πως να επικοινωνήσουν πως να αντιμετωπίσουν μαζί την απώλεια. Κι όμως οι θησαυροί της παιδικής ηλικίας είναι εκεί. Και η αγάπη. Ο πάγος είναι καταδικασμένος να λιώσει κάτω από το βάρος των κοινών αναμνήσεων.
Κλείνω το βιβλίο κι η μουσική αντηχεί ακόμη μέσα μου. Σαν ένα τραγούδι του Λέοναρντ Κοέν…
Κώστας Στοφόρος