Ο Ουρανός
Το γαλανό ουρανό χαρά αποπάνω μου
θεού γιομίζει.
Ένα δεντρί το βάγιο του από πάνω μου
το ναναρίζει.
Σημάντρου αχός στον ουρανό που φαίνεται
γλυκοσκορπιέται.
Ένα πουλάκι στο δεντρί που φαίνεται
παραπονιέται.
Ήσυχη, απλή, θεέ μου, η ζωή ειν’ εκεί…
ειρηνοφόρα
τουτ’ η βοή που φτάνει, ειν’ από κει,
από τη χώρα.
Τι τάκαμες, εσύ που κλαις και κλαις,
δάκρυα ποτάμι,
τα νιάτα σου –πες, πες μου– εσύ που κλαις,
τι τάχεις κάμει;
Ήρθα το δύστυχο ορφανό
Ήρθα το δύστυχο ορφανό προς τους ανθρώπους,
τα μάτια μου τα ήρεμα μόνο είχα πλούτο εγώ,
προς τους ανθρώπους ήρθα, στους μεγάλους τόπους.
οι άνθρωποι δε με ηύραν πονηρό.
Μεσ’ στα είκοσί μου χρόνια μια λαχτάρα νέα,
τ’ όνομά της ήταν αγάπη, οιμέ!
κάθε γυναίκα μ’ έκαμε να τήνε βρίσκω ωραία,
καμιά γυναίκα δε με βρήκεν όμορφον εμέ!
Χωρίς πατρίδα, χωρίς να ’χω βασιλιά,
κι ακόμα δίχως να είμαι παλληκάρι,
πήγα στον πόλεμο για να πεθάνω. αλλά
κι ο θάνατος δε μούκαμε τη χάρη.
Αργά πολύ γεννήθηκα ή πολύ νωρίς;
τι θέλω εδώ που μένω;
Αχ! εσείς όλοι, ο πόνος μου βαθύς.
παρακαλέστε το Θεό για το δυστυχισμένο.
Κάτι κλαίει
Κάτι κλαίει μεσ’ στην καρδιά μου
καθώς βρέχει στη χώρα.
Σαν τι μαράζι, αλλοιά μου!
Στραγγίζει την καρδιά μου;
Γλυκοστάζει η βροχή
στη γη, στα κεραμίδια.
στην άχαρη ψυχή
τι τραγουδάς, βροχή;
Κλάμμα χωρίς αιτία
καρδιάς βαργεστισμένης.
Μήπως καμμιά απιστία;…
Πονώ χωρίς αιτία.
Κ’ είναι ο πόνος, περίσσος,
να μην ξέρης γιατί
χωρίς αγάπη ή μίσος
σε καίει καημός περίσσος.
Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς